Δεν έχει παλιά εστιατόρια η Αθήνα. Ένα ένα κλείσανε. Έχει όμως λίγα παλιά γλυκοπωλεία. Δύο από αυτά, που μετρούν έναν αιώνα ζωής και βάλε, βρίσκονται ακριβώς στο κέντρο της πόλης, πέριξ της πλατείας Ομονοίας: το γαλακτοπωλείο «Η Στάνη» και οι Λουκουμάδες Χανίων «Κτιστάκη». Σε αυτή τη δύσκολη γειτονιά, αυτά τα δύο παλιά στέκια διασώζουν τη χαμένη τρυφερότητα της Αθήνας και δίνουν συνέχεια στην πληγωμένη ιστορική της μνήμη.

![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
Το γαλακτοπωλείο «Η Στάνη» άνοιξε το 1931 ο Νίκος Καραγεώργος, παιδί κτηνοτροφικής οικογένειας από τον Αθανάσιο Διάκο Φωκίδας – πρώτα στον Πειραιά και, μετά τον βομβαρδισμό του λιμανιού, στην Ομόνοια. Σέρβιρε όσα ήξερε από το σπίτι του: γιαούρτια, ρυζόγαλα, κρέμες, γάλα ζεστό και βούτυρο με μέλι. Με τις ίδιες παμπάλαιες συνταγές συνεχίζει σήμερα ο εγγονός του, Θανάσης Καραγεώργος. Ξημερώματα φτάνει το φορτηγάκι με το γάλα στην Ομόνοια. Ο γαλακτοπαραγωγός είναι εγγονός του ίδιου εκείνου γαλατά που προμήθευε και τον παππού του. Σύντομα, στο εργαστήριο ξεχύνονται οι μυρωδιές του φρέσκου γάλακτος που βράζει, της βανίλιας και της κανέλας. Εδώ δεν υπάρχει θέση για έτοιμες σκόνες και βελτιωτικά. Με αληθινά αυγά που σπάνε ένα ένα φτιάχνουν την κρέμα, ενώ το προσεκτικό ανακάτεμα με το χέρι εξασφαλίζει την τέλεια υφή στο ρυζόγαλο, που έπειτα απλώνεται ζεστό σε ρηχά πιάτα ή σε κεσεδάκια για το σπίτι. Κορυφαίο προϊόν το ανθόγαλο. Μια φίνα σαντιγί, άγλυκη και αέρινη, που σερβίρεται στο ποτήρι με μέλι. Μαζί με το γιαούρτι ταψιού με μέλι και καρύδια, είναι η «ιδέα» του ελληνικού πρωινού!


Λίγα τετράγωνα πιο πέρα, στο μικρό κατάστημα του Κτιστάκη, στην οδό Σωκράτους, δίπλα στα παλιά γραφεία της Καθημερινής, κάνουν στάση οι εργαζόμενοι του κέντρου και οι περαστικοί για ένα γλυκό διάλειμμα μέσα στη μέρα. «Ταξιδιώτες του Λεβάντε». Έτσι αποκαλεί ο Θοδωρής Κτιστάκης τους λουκουμάδες του: μικρές, ολοστρόγγυλες μπουκίτσες με τραγανό περίβλημα, που «σκάνε» στο στόμα απελευθερώνοντας το εγκλωβισμένο σιρόπι. Η διαδρομή τους ξεκινά το 1908, όταν ο παππούς Κτιστάκης πηγαίνει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για να εργαστεί στο ξακουστό ζαχαροπλαστείο του Τορναζάκη. Η συνταγή των λουκουμάδων ταξιδεύει μαζί του πίσω στα Χανιά και έπειτα στην Αθήνα, όπου οι τρεις γιοι του μεταφέρουν το μαγαζί με παραίνεση του Σοφοκλή Βενιζέλου. Η πρώτη δεκαετία είναι δύσκολη, καθώς οι σιροπιαστοί λουκουμάδες είναι άγνωστο είδος για τους Αθηναίους. Σιγά σιγά όμως η φήμη τους εξαπλώνεται. Το λουκουματζίδικο γεμίζει κόσμο από τα γύρω θέατρα και τους κινηματογράφους, ζευγαράκια δίνουν εκεί ραντεβού, ενώ, σύμφωνα με αφηγήσεις, ακόμα και τα Ανάκτορα «κολλάνε» με τη νοστιμιά τους και προτείνουν στους Κτιστάκηδες να γίνουν επίσημοι προμηθευτές του παλατιού. «Ο λουκουματζής είναι κάτι μεταξύ εργάτη, τεχνίτη και καλλιτέχνη. Θέλει λίγο καρδιά, λίγο χέρι, λίγο τέχνη…», λέει ο σημερινός ιδιοκτήτης, Θοδωρής Κτιστάκης, ο οποίος καθημερινά ολομόναχος ζυμώνει, κόβει, τηγανίζει, σιροπιάζει και στο τέλος σερβίρει τα λουκουμαδάκια με κανέλα και σουσάμι στο χαρακτηριστικό τσίγκινο πιατάκι.





