Ο Γιώργος γεννήθηκε στο χωριό Ασώματοι Ροδόπης, 8 χιλιόμετρα από την Κομοτηνή. «Μουσουλμάνοι και χριστιανοί ζούσαν εκεί μαζί, αρμονικά. Οι περισσότεροι κάτοικοι του μικρού χωριού ήταν μουσουλμάνοι τουρκικής καταγωγής, αρκετοί Ρωμιοί τουρκόφωνοι και ελάχιστοι Πομάκοι. Οι πρόγονοί μου, αν και Ρωμιοί, ελληνικά δεν ξέρανε, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου μεταξύ τους πιο πολύ τουρκικά μιλούσαν, ενώ κι οι γονείς μου είναι δίγλωσσοι, κι εγώ έμαθα και μιλάω αρκετά τουρκικά. Στη Θεσσαλονίκη ήρθα το 1992, όταν πέρασα στην Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ηλεκτρολόγος μηχανικός. Κι ύστερα ξεκίνησα με τη μουσική. Την αγάπησα πολύ. Δεν είχα κανένα οικογενειακό ερέθισμα. Κάπως μου ήρθε, πήρα ένα βιολί κι άρχισα να παίζω όταν ήμουν 16 χρονών, έτσι στα καλά καθούμενα. Ως φοιτητής έπρεπε να επιβιώσω κι έτσι έπαιζα εδώ σε κάτι παλιά θρυλικά μαγαζιά της πόλης που δεν υπάρχουν πια, στα Μπλε Παράθυρα, στην Όμορφη Νύχτα, στο Γλεντί Κουλέ, στου Πλασταρά και σε άλλα. Αυτοδίδακτος είμαι, δεν σπούδασα ποτέ, αλλά διάβασα πολύ, πήγα και έκανα βυζαντινή μουσική, έμαθα μόνος μου θεωρία, παρτιτούρα. Έχω διδάξει πολύ, κάνω σεμινάρια, ήμουν τέσσερα χρόνια καθηγητής στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής στο Πανεπιστήμιο στην Άρτα και σε πολλά ωδεία».

![]() |
![]() |

Καθιστός να χαϊδεύει με το δοξάρι το βιολί του κι αυτό να γελάει και να κλαίει, μπροστά σε ένα τραπέζι με χειροπιαστές αναμνήσεις Ανατολίας. Ανάμεσα σε εκείνον και σε εμάς, σουτζούκια, παστουρμάδες και καβουρμάδες. Βρισκόμαστε τετ α τετ με ένα σπουδαίο ταλέντο. Με τα χρόνια ο Γιώργος εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς του παραδοσιακού βιολιού και της α λα τούρκα, ανατολίτικης μουσικής. Συνέπραξε με σημαντικούς εκπροσώπους της παραδοσιακής μουσικής, όπως ο Χρόνης Αηδονίδης, η Δόμνα Σαμίου, ο Βαγγέλης Δασκαλούδης, η Ξανθίππη Καραθανάση, ο Σόλων Λέκκας και πολλοί άλλοι, σε συναυλίες, εκδηλώσεις και λαϊκά δρώμενα. Συνεργάστηκε δισκογραφικά σε πολλές ανεξάρτητες παραγωγές, με πολιτιστικούς συλλόγους και σωματεία, είναι ένας μουσικός και τραγουδιστής, εκφραστής της ανατολίτικης τουρκόφωνης και ελληνόφωνης μουσικής παράδοσης.
![]() |
![]() |


«Πρώτος στο βιολί, επιδέξιος και στον παστουρμά»
«Μετά τον κορωνοϊό κατέρρευσε ο κλάδος μας. Δεν μπορούσαμε να επιβιώσουμε από το βιολί. Στο μεταξύ εγώ, από παλιά που μάζευα φίλους μου εδώ κι έκανα κάνα τσιμπούσι, τους έβγαζα και παστουρμαδάκια και κάνα σουτζούκι. Άρεσαν πολύ στους Θεσσαλονικιούς. Σκέφτηκα λοιπόν να καθίσω να κάνω παστουρμαδάκια και να τα πουλήσω. Κι έτσι τα βγάλαμε πέρα με τον γιο μου. Αυτό που έκανα είναι τα βιώματα του τόπου μου: σουτζούκια, καβουρμάδες και παστουρμάδες. Με τον παστουρμά ειδικά ήμουν τρελαμένος από μικρός. Όταν ήμουν παιδί στην Κομοτηνή, υπήρχαν 100 χασάπικα, φέρ’ ειπείν, και τα 70 έκαναν δικό τους παστουρμά. Και μιλάμε για παστουρμάδες καλούς που δεν υπάρχουν σήμερα πουθενά. Τα γιορτινά μας τα τραπέζια χωρίς παστουρμά δεν γίνονταν, έπεφτε στεναχώρια στην οικογένεια. Είναι παλιά αρμενική τέχνη ο παστουρμάς, έχω ακούσει με τα αυτιά μου τον μεγαλύτερο Τούρκο παστουρματζή της Καισάρειας, εκεί που είναι τώρα το κέντρο του παστουρμά, να λέει “ρε παιδιά, ο παστουρμάς είναι αρμενική συνταγή, από τους Αρμένηδες τη μάθαμε”. Εγώ λοιπόν έκατσα δίπλα σε πάρα πολλούς πρόσφυγες που ήρθαν από την Καισάρεια, για να μου δείξουν πώς κάνουν τον παστουρμά. Δεν αρκέστηκα σε αυτά που ήξερα, που διάβαζα, που βρήκα. Πήγα στη Θεσσαλία σε Καππαδόκες, πήγα στη Θράκη στους Ασκητές, πήγαινα όπου είχε ανθρώπους που ήξεραν την τέχνη. Και πήγαινα συχνά. Επειδή ο παστουρμάς γίνεται σε στάδια, έπρεπε να πηγαίνω ξανά και ξανά, μια να τον βάζουμε στο αλάτι, μια να τον βάζουμε στο μπασκί (σ.σ. αυτοσχέδιο πιεστήριο με το οποίο πιέζουν τον παστουρμά για να αποβάλλει τα υγρά του), μετά ξαναπήγαινα για το κρέμασμα, ύστερα για τα τσιμένια, μέσα σε δύο μήνες πηγαινοερχόμουν πέντε-έξι φορές. Κι αυτά μόνο για έναν άνθρωπο, γιατί αντίστοιχα πήγαινα σε διάφορους ανθρώπους. Το έψαξα πάρα πολύ κι έφτασα εντέλει σε μια καλή συνταγή».



«Μια μπαχαρλίδικη πόλη είναι η Θεσσαλονίκη»
«Οι Θεσσαλονικείς τα ξέρουν και τα αγαπούν αυτά τα αλλαντικά. Τα έφεραν όλοι όσοι συνέρρευσαν από την Ανατολία· από τον Πόντο, την Καισάρεια, την Αρμενία… Οι παλιοί μουσικοί που έκανα παρέα, μου έλεγαν: “Γιωργάκη, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης μόνο τουρκικά άκουγες από τους πρόσφυγες”. Ωστόσο οι πολλές κουλτούρες της πόλης δεν έχουν καταφέρει να συγχωνευθούν και στο μεταξύ, κάθε τόσο, υπάρχουν νέες εισροές λαών. Πρόσφατα είναι που ήρθαν ομογενείς από τον Καύκασο, την πρώην Σοβιετική Ένωση, κ.λπ. Οι περισσότεροι από αυτούς μιλάνε τα ποντιακά, άλλοι είναι τουρκόφωνοι, Ρωμιοί κι αυτοί σαν κι εμάς, αλλά τα παιδιά τους είναι νεοέλληνες. Δεν υπάρχει συγχώνευση, αλλά εκμοντερνισμός. Οι ράτσες συνυπάρχουν, αλλά δεν συγχωνεύονται, όλοι γίνονται νεοέλληνες. Παρόλο που έφεραν πολλά πράγματα μαζί τους, σταδιακά ένα μεγάλο μέρος του πολιτισμού που φέρανε έχει ξεχαστεί, έχει αφεθεί, γιατί δεν γινόταν κι αλλιώς. Από τα φαγητά όμως έχουν μείνει πράγματα.
Στις μεγάλες πόλεις όλοι μόνοι μας είμαστε… Όμως η Θεσσαλονίκη σού αφήνει μια νοσταλγία. Με τη θάλασσά της και τις γειτονιές της, σε κάνει να αναπολείς εποχές που δεν έχεις ζήσει, αλλά που ήταν κάπως πιο ζεστά τα πράγματα. Και σε κινητοποιεί, και το δικό σου το παρελθόν να το σκέφτεσαι. Δεν είναι όπως στην Αθήνα. Στην Αθήνα τρελαίνεσαι».





