Μια σύντομη ιστορία του ελληνικού κρασιού, από την αρχαιότητα έως σήμερα

Μια σύντομη ιστορία του ελληνικού κρασιού, από την αρχαιότητα έως σήμερα

Από τον Διόνυσο και τα αρχαιοελληνικά συμπόσια μέχρι την άνοδο των πρώτων μεγάλων οινοποιείων, διατρέχουμε την κυματώδη ιστορία της αμπελουργίας και της οινοποιίας στην Ελλάδα

17' 21" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες και την πολύτιμη βοήθεια τον κ. Αργύρη Τσακίρη. Πηγές: Από τα βιβλία Το Ελληνικό Κρασί σε ένα βιβλίο γεμάτο αξιολογήσεις, υπό έκδοση (2025 / Σίμος Γεωργόπουλος, Αργύρης Τσακίρης) και Οινεμπόριο (Αργύρης Τσακίρης, 2019)

1100 π.Κ.Χ: Όλα ξεκίνησαν από μια απιστία

>Όπως σχεδόν κάθε καλή ιστορία στην ελληνική μυθολογία, έτσι κι αυτή του κρασιού ξεκινά με ίντριγκες, πάθη και ερωτικά τρίγωνα. Ο παντοδύναμος θεός Δίας, αν και παντρεμένος με τη θεά Ήρα, ερωτεύεται τη θνητή, αλλά πανέμορφη Σεμέλη, κόρη του Κάδμου, βασιλιά της Θήβας. Η θεά Ήρα, απηυδισμένη από τις απιστίες του συζύγου της, αποφασίζει να βγάλει από τη μέση την αντίζηλο. Έτσι, πείθει τη Σεμέλη να ζητήσει από τον Δία να φανερωθεί μπροστά της σε όλο του το μεγαλείο. Ο Δίας εμφανίστηκε στη μωρόπιστη θνητή πάνω στο άρμα του, πλαισιωμένος από τρομερές βροντές, αστραπές και δυνατό φως, με αποτέλεσμα η Σεμέλη να καεί. Ο Δίας όμως πρόλαβε και πήρε από τα σπλάχνα της τον καρπό του παράνομου δεσμού τους, που ήταν ήδη έμβρυο έξι μηνών, και το έβαλε μέσα στον μηρό του. Όταν ήρθε η ώρα, ο Δίας έκοψε τα ράμματα και έτσι γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού. Το μίσος της Ήρας τότε στράφηκε προς το παιδί, που, για να γλιτώσει από τη μανία της, αναγκάζεται να κρύβεται σε βουνά και δάση. Μόνιμοι σύντροφοί του σε αυτή την ατελείωτη φυγή είναι οι Σειληνοί, οι Μαινάδες και ο Πάνας, που εμφανίζονταν πολύ συχνά να πίνουν κρασί και να διασκεδάζουν κρατώντας χαρακτηριστικά ένα ποτήρι, τον κάνθαρο. Ο Διόνυσος είχε και έναν πολύ καλό φίλο, τον Άμπελο, που τον γιατροπόρευε κάθε φορά που ήταν μεθυσμένος.

Ο Διόνυσος, σε μία από τις περιπλανήσεις του, φιλοξενήθηκε στην Αιτωλία από τον βασιλιά Οινέα. Ανταποδίδοντας τη φιλοξενία, του χαρίζει ένα κλήμα μαζί με τις πρώτες οδηγίες καλλιέργειάς του. Ο Διόνυσος παντρεύτηκε αργότερα την Αριάδνη, κόρη του Μίνωα, βασιλιά της Κρήτης, και απέκτησε μαζί της μία κόρη, την Ευάνθη, και δύο γιους, τον Στάφυλο και τον Οινοπίωνα. Με την πάροδο του χρόνου και μετά από πολλές οινοποσίες, ο Διόνυσος συμφιλιώθηκε με την Ήρα, ενισχύοντας την πεποίθηση των αρχαίων Ελλήνων ότι το κρασί συμφιλιώνει ακόμα και θεούς.

146 π.Κ.Χ: Πώς έφτιαχναν κρασί στην αρχαία Ελλάδα;

Αμπελουργία: Οι αρχαίοι Έλληνες γνωρίζουμε ότι παρήγαν και κατανάλωναν περισσότερο ερυθρά κρασιά παρά λευκά και ότι είχαν αναγάγει την αμπελουργία σε επιστήμη. Το πιο παλιό και πλήρες έργο για την αμπελουργία της αρχαίας Ελλάδας βρίσκεται σε μια συλλογή κειμένων του Θεόφραστου (372- 287 π.Κ.Χ.), που είναι γνωστή με τον τίτλο Περί φυτών αιτιών. Στο έργο του βρίσκουμε απόψεις για το κλάδεμα, το πότισμα, το ράντισμα κ.λπ. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι οι αρχαίοι Έλληνες φύτευαν τα αμπέλια με τρεις τρόπους: με συνολική εκσκαφή του αγρού, σε τάφρους και σε οπές. Υποβάσταζαν τα αμπέλια τους, όταν βάραιναν από τα ώριμα σταφύλια, με διχαλωτούς πασσάλους, τους χάρακες ή κάμακες, και κλάδευαν τα κλήματα ανάλογα με την ποικιλία της αμπέλου, τον τόπο και το κλίμα. Οι εχθροί της αμπέλου ήταν τα «θηρία», δηλαδή οι αλεπούδες, οι κατσίκες, τα πουλιά, οι ακρίδες, η γήρανση του φυτού και οι κακές καιρικές συνθήκες, αφού οι περισσότερες από τις ασθένειες της αμπέλου, όπως περονόσπορος, ωίδιο, φυλλοξήρα, δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα και ήρθαν μετά από αιώνες από την αμερικανική ήπειρο. Το φάρμακο που χρησιμοποιούσαν για την προστασία των σταφυλιών ήταν ο χυμός της πικραγγουριάς.

Οινοποίηση: Στις Αρχάνες της Κρήτης υπάρχει το αρχαιότερο πατητήρι που έχει βρεθεί στον κόσμο, το Μινωικό πατητήρι του Βαθύπετρου, και τα παλαιότερα συγκεντρωμένα κουκούτσια σταφυλιών, δείγμα οινοποίησης, βρέθηκαν σε περιοχές του μυκηναϊκού πολιτισμού και χρονολογούνται στην Εποχή του Χαλκού. Στην αρχή άφηναν τα σταφύλια στο σταφυλοδόχιον, όπου παρέμεναν εν αναμονή της επεξεργασίας τους. Αφού τα καθάριζαν, τα έριχναν μέσα σε πήλινη στρογγυλή λεκάνη, που ονόμαζαν πύελο. Πατούσαν τα σταφύλια με τα πόδια και, για να μη χάνουν την ισορροπία τους, κρατούσαν ένα μπαστούνι. Ακολουθούσε η ζύμωση. Στη συνέχεια βύθιζαν κοφίνια ώστε να διηθηθεί το κρασί και με οινοχόη (αγγείο) γέμιζαν μέσα από το κοφίνι ασκούς ή αμφορείς. Επιπλέον φαίνεται ότι αρέσκονταν στα γλυκά κρασιά. Γίνονταν από σταφύλια που είχαν λιαστεί για περίπου δέκα ήμερες και έπειτα τα τοποθετούσαν σε αγγεία. Είναι επίσης πιθανόν τα λιασμένα σταφύλια να τα συνέθλιβαν στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, το θειλόπεδον, με πέτρινους κυλινδρικούς σπαστήρες, τριπτήρες. Οι μελιηδείς οίνοι, γλυκείς σαν μέλι, περιείχαν ελάχιστη αλκοόλη και πολλά σάκχαρα και έπρεπε να αραιωθούν, συνήθως με τρία μέρη δροσερού νερού, για να μπορέσουν να τους καταναλώσουν. Επίσης, για να επιτύχουν την υπερωρίμανση των σταφυλιών, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν την τεχνική του τσακίσματος του μίσχου του κάθε σταφυλιού έναν μήνα πριν από την ωρίμανση. Για να δώσουν κάποιο χαρακτηριστικό άρωμα στο κρασί, χρησιμοποιούσαν βότανα, άνθη αλλά και διάφορες άλλες ουσίες. Ο ανθίνης ήταν οίνος στον οποίο προσέθεταν άνθη. Επίσης χρησιμοποιείται για πρώτη φορά το ρετσίνι, που μάλλον αρχικά χρησιμοποιείτο ως συντηρητικό.

Η θέση του (νερωμένου) κρασιού στην κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας

Το κρασί, πάντα νερωμένο, είχε μεγάλη κοινωνική σημασία στην ελληνική κοινωνία και πολλαπλούς ρόλους. Είχε χρήση ψυχαγωγική, ιατρική (παραγωγή φαρμάκων και πλύσεις τραυμάτων), θρησκευτική, καθώς προσφερόταν στις σπονδές και σε τελετουργίες. Κάθε αγροτική εργασία, όπως ο τρύγος, συνοδευόταν από ομαδικά γλέντια και χαρά. Τον Οκτώβριο τελούνταν τα Οσχοφόρια, μια γιορτή προς τιμήν του Διονύσου με αγώνες δρόμου και χορούς, όπου οι νέοι κρατούσαν σταφύλια και αμπελόκλαδα. Ακολουθούσαν τα Διονύσια τον Δεκέμβριο, αφιερωμένα στη γονιμότητα και στη βλάστηση, με διάφορους αγώνες, όπως η προσπάθεια να σταθεί κανείς πάνω σε ένα λαδωμένο ασκί γεμάτο κρασί – με έπαθλο το ίδιο το ασκί. Μετά ήταν τα Ανθεστήρια, στα μέσα Φεβρουαρίου. Η πρώτη μέρα, τα Πυθοίγια, ήταν αφιερωμένη στο άνοιγμα των νέων πιθαριών κρασιού και συνοδευόταν από πανηγυρική ατμόσφαιρα. Η δεύτερη μέρα, οι Χόες, περιλάμβανε διαγωνισμούς οινοποσίας και μεγάλη πομπή, με τον Διόνυσο σε άρμα και τους συμμετέχοντες να φορούν μάσκες. Η τρίτη μέρα, οι Χύτροι, ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς, με προσφορές από χύτρους στολισμένους με άνθη.

«Φάτε εσείς, θα αργήσω λίγο…»

Φυσικά υπήρχαν και τα συμπόσια, που διοργανώνονταν με αφορμή διάφορα γεγονότα, όπως οικογενειακές γιορτές, νίκες ή επιστροφές αγαπημένων προσώπων. Ακολουθούσαν πάντα μια καθορισμένη σειρά: ξεκινούσαν με το πρόπωμα, μια πρώτη κούπα αρωματισμένου κρασιού, κάτι σαν το σημερινό απεριτίφ, και ακολουθούσε το κυρίως δείπνο, κατά το οποίο μπορούσε να καταναλωθεί κρασί. Μετά το φαγητό ξεκινούσε το συμπόσιο αυτό καθαυτό, αφιερωμένο κυρίως στην οινοποσία και στην ψυχαγωγία. Κατά τη διάρκεια της οινοποσίας, οι συμμετέχοντες συνέχιζαν να τρώνε ελαφρά συνοδευτικά, όπως φρούτα και ξηρούς καρπούς. Πολλοί, μάλιστα, συνήθιζαν να προσέρχονται μόνο στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης, απολαμβάνοντας κυρίως τη συντροφιά, τη συζήτηση και το κρασί.

Μια πολύ σύντομη ιστορία του Ελληνικού κρασιού

«Μα όλα ελληνικά πια;»

Οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν την έννοια της ονομασίας προέλευσης με κρασιά όπως ο Χίος, ο Λέσβιος, ο Μενδήσιος και ο Θάσιος να ξεχωρίζουν για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ο Όμηρος αναφέρει περιοχές με παράδοση στην παραγωγή κρασιού, όπως η Ιστιαία, η Επίδαυρος και η Μεθώνη. Ξεχωρίζει δύο φημισμένα κρασιά: το γλυκό κρασί του Μάρωνος από την Ίσμαρο της Θράκης και τον στυφό Πράμνειο οίνο, πιθανώς από την Ερυθραία ή την Ικαρία. Η κρατική παρέμβαση ήταν έντονη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον αμπελοοινικό νόμο της Θάσου (5ος αι. π.Χ.), που ρύθμιζε την πώληση και τη μεταφορά του κρασιού, προστατεύοντας την αυθεντικότητα και τους παραγωγούς. Το κρασί πωλούνταν μόνο σε σφραγισμένους αμφορείς, ενώ απαγορευόταν η προσέγγιση πλοίων με ξένο οίνο στο λιμάνι. Η μεταφορά κρασιού γινόταν κυρίως μέσω θαλάσσης, με αποδείξεις εμπορικής δραστηριότητας από τον 8ο αι. π.Χ. Η ανάπτυξη του εμπορίου, ιδιαίτερα κατά τον 5ο αι. π.Χ., ευνόησε την παραγωγή πολυτελών οίνων στο Βόρειο Αιγαίο.

Ορισμένοι οίνοι, όπως ο Πάσσιος και ο Αιγοσθενίτης, παράγονταν από λιαστά σταφύλια, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις προσέθεταν θαλασσινό νερό στον μούστο. Η έντονη εξαγωγική δραστηριότητα των Ελλήνων όσον αφορά το κρασί αποδεικνύεται από τα ευρήματα των ναυαγίων στη Μεσόγειο, που βρίθουν από πιθάρια, αγγεία και αμφορείς. Αλλά και οι Έλληνες άποικοι αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα. Από τους αποίκους της Σικελίας αρχίζει η οινοποίηση στην Ιταλία και από τους αποίκους της Μασσαλίας, στη Γαλλία και σε όλη την Ευρώπη.

330 μ.Κ.Χ: ύστερα ήρθαν οι Ρωμαίοι

Από το 146 π.Κ.Χ. έως το 330 μ.Κ.Χ. η Ελλάδα τελεί υπό ρωμαϊκή κατάκτηση, γεγονός που σήμανε και το τέλος της ελληνικής κυριαρχίας στον χώρο του κρασιού. Τα ελληνικά κέντρα εμπορίου έπεσαν σε παρακμή και τη θέση τους πήραν τα ρωμαϊκά. Παρά το ότι το εμπόριο του κρασιού μειώθηκε, η τεχνική και οι γνώσεις των Ελλήνων αμπελουργών-οινοποιών άρχισαν, μέσω των Ρωμαίων, να διαδίδονται και να εφαρμόζονται και σε άλλες χώρες.

1453: οι βυζαντινοί χρόνοι, ο Άγιος Τρύφωνας, οι κάπηλοι και το ζεστό κρασί

Κατά τη μακρά διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η αμπελουργία και η παραγωγή κρασιού συνέχισαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, κυρίως μέσα από τη δράση των μοναχών, οι οποίοι ανέλαβαν την καλλιέργεια των αμπελιών και τη βελτίωση της οινοπαραγωγής. Οι Βυζαντινοί είχαν διαφορετικές συνήθειες από τους αρχαίους: έπιναν το κρασί τους ανέρωτο και συχνά ζεστό, κάτι που εθεωρείτο πολυτέλεια. Για να αποφεύγουν τη μέθη, τσιμπολογούσαν ωμό λάχανο και πικραμύγδαλα.

Ορισμένα κρασιά απέκτησαν μεγάλη φήμη, ιδιαίτερα αυτά που προέρχονταν από τα νησιά του Αιγαίου, όπως η Χίος, η Θάσος, η Κρήτη, η Σάμος και η Ρόδος, αλλά και περιοχές όπως η Θράκη και η Κύπρος. Ξεχωριστή θέση είχε ο Μαλβαζίας οίνος (ή Μαλβουαζίας), παραγόμενος κυρίως στην Κρήτη και στη Μονεμβασιά, ο οποίος έφτασε να γίνεται αντικείμενο έντονου διεθνούς εμπορίου, κυρίως με ιταλικά και ευρωπαϊκά λιμάνια.

Η λατρεία του Διονύσου είχε πλέον καταργηθεί επίσημα και ο ρόλος του προστάτη του αμπελιού πέρασε στον Άγιο Τρύφωνα, του οποίου η μνήμη ετιμάτο πανηγυρικά.

Η Εκκλησία απέκτησε μεγάλο μέρος των αμπελώνων και έφτιαξε οργανωμένα οινοποιεία, θαυμαστά για την εποχή. Τα μοναστήρια διατηρούσαν ιδιαίτερα σκεύη για την κατανάλωση του κρασιού, όπως το κρασοβόλι. Ταυτόχρονα, υπήρχαν καταστήματα πώλησης κρασιού –ταβέρνες ή καπηλειά– με εμπόρους γνωστούς ως «κάπηλους».

Η φήμη του Μαλβαζία οίνου παρέμεινε ζωντανή για αιώνες, φτάνοντας έως τον 19ο αιώνα, και αποτέλεσε ένα από τα πιο εμβληματικά προϊόντα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής Κρήτης. Οι διαφορετικές εκδοχές για την προέλευση της ονομασίας του κρασιού δείχνουν τη μεγάλη του απήχηση στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο.

1821+: το κρασί επί Τουρκοκρατίας

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η αμπελουργία δεν περιορίστηκε, όπως θα ανέμενε κανείς. Οι εκάστοτε τοπικοί Οθωμανοί άρχοντες, θέλοντας να επιδείξουν έργο στους ανωτέρους τους, προωθούσαν την αμπελουργία έχοντας κατανοήσει ότι πρόκειται για μια σοβαρή πηγή φόρων. Ο αριθμός των εμπόρων κρασιού αυξήθηκε σημαντικά, ενώ τα μέτρα κατά της οινοποσίας ήταν πολύ χαλαρά. Προς τη δύση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα πράγματα δυσκολεύουν. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο τοπικός άρχοντας δεν αφήνει τον παραγωγό να μεταφέρει τον τρύγο από το αμπέλι στο οινοποιείο, εάν δεν έχει εξοφλήσει τα χρέη του. Έτσι καταστρέφονταν μεγάλες σοδειές αλλά και οι οικογένειες που βασίζονταν σε αυτές. Το χειρότερο από όλα όμως είναι ότι οι Τούρκοι, καθώς υποχωρούσαν, κατέστρεφαν, ξερίζωναν και έκαιγαν τα αμπέλια που συναντούσαν στο πέρασμά τους. Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1825-1828), ο Δράμαλης (1822) και ο Κιουταχής (1825) στη Στερεά Ελλάδα είχαν ερημώσει πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις.

1881-1911: η Ελλάδα πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους

Από την Αχάια Κλάους στη γαλλική φυλλοξήρα

Την περίοδο 1881-1911, η Ελλάδα γνώρισε σημαντική ανάπτυξη στην αμπελοκαλλιέργεια, με τη συνολική έκταση των αμπελώνων να διπλασιάζεται και των σταφιδαμπέλων να αυξάνεται θεαματικά κατά τρεισήμισι φορές. Η αύξηση αυτή οφειλόταν τόσο στην οργανωμένη επέκταση της καλλιέργειας όσο και στις εδαφικές προσαρτήσεις των Ιονίων Νήσων και της Θεσσαλίας. Την ίδια εποχή ιδρύθηκαν τα πρώτα οργανωμένα οινοποιεία, με πρωτοπόρους την Αχάια Κλάους και το οινοποιείο του Ανδρέα Καμπά. Παρ’ όλα αυτά, το επίκεντρο της αγροτικής και εξαγωγικής δραστηριότητας παρέμεινε η σταφίδα.

Καθώς η Ελλάδα έβγαινε από τον μακροχρόνιο τουρκικό ζυγό, ασφαλώς και δεν υπήρχαν δυνατότητες παραγωγής κρασιού υψηλής ποιότητας και στις περισσότερες περιπτώσεις η άμπελος και το κρασί ήταν αντικείμενα οικιακής οικονομίας και μικρού τοπικού εμπορίου, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις ποιότητας.

Η εντυπωσιακή αύξηση της σταφιδοπαραγωγής οφειλόταν κυρίως στη μεγάλη ζήτηση από τη Γαλλία, όπου οι αμπελώνες είχαν καταστραφεί από φυλλοξήρα. Οι Γάλλοι εισήγαν τεράστιες ποσότητες ελληνικής σταφίδας, ιδίως από την Πελοπόννησο, για την παραγωγή οίνου. Η οικονομική ευημερία που ακολούθησε οδήγησε σε μετατροπή μεγάλων εκτάσεων γης σε σταφιδαμπελώνες. Ωστόσο, η κατάσταση αντιστράφηκε μετά το 1893, όταν οι γαλλικοί αμπελώνες αποκαταστάθηκαν και επιβλήθηκαν περιορισμοί στις εισαγωγές σταφίδας. Η σταφιδική κρίση που ακολούθησε στην Ελλάδα προκάλεσε πτώση των τιμών, οικονομική δυσχέρεια και κοινωνικές αναταραχές, ιδιαίτερα στη Δυτική Πελοπόννησο, ενώ πολλοί αγρότες οδηγήθηκαν στην αστυφιλία και στη μετανάστευση, κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

1912-1945: από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου

Η κυριαρχία του χύμα και η εμφάνιση της μπίρας

Η περίοδος 1912-1945 ήταν γεμάτη κοσμοϊστορικά γεγονότα για την Ελλάδα, με μεγάλες εδαφικές επεκτάσεις αρχικά (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη, Αιγαίο) και, αργότερα, με τον οδυνηρό ξεριζωμό του ελληνισμού από τη Μικρά Ασία. Η χώρα, για πάνω από μία δεκαετία, βρισκόταν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση, γεγονός που επηρέασε και την αγροτική παραγωγή. Η αμπελοκαλλιέργεια συνέχισε να επεκτείνεται, ξεπερνώντας τα 2.000.000 στρέμματα το 1916. Όμως η εμφάνιση της φυλλοξήρας, ιδίως στη Μακεδονία, είχε καταστροφικές συνέπειες, με αποτέλεσμα τη συνολική μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, σημειώθηκε σταδιακή ανάκαμψη, ιδιαίτερα με την καλλιέργεια της σουλτανίνας στην Κορινθία και στην Κρήτη, η οποία συμπλήρωσε και εν μέρει αντικατέστησε την παραδοσιακή κορινθιακή σταφίδα. Παρά τη γενική αύξηση της καλλιεργούμενης γης, η αναλογία της αμπελουργίας μειώθηκε σημαντικά, από το 21% το 1860 στο 11% το 1937. Η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος διατήρησαν την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή, με περιοχές όπως τα Μεσόγεια και η Κορινθία να ξεχωρίζουν, ενώ άλλες, όπως η ορεινή Αρκαδία και η Μακεδονία, είδαν συρρίκνωση ή εγκατάλειψη των αμπελώνων. Παράλληλα, η αστυφιλία και η αύξηση του πληθυσμού στην Αθήνα δημιούργησαν νέα ζήτηση για φτηνό, μαζικό κρασί. Η οινοποίηση μεταφέρθηκε σταδιακά από την ύπαιθρο στις πόλεις, με χιλιάδες μικρά οινοποιεία και καπηλειά να λειτουργούν στην πρωτεύουσα. Η μπίρα έκανε επίσης την εμφάνισή της στην αγορά, ενώ οι ελληνικοί οίνοι βρίσκονταν ακόμη σε πολύ χαμηλό επίπεδο ποιότητας, εξάγοντας κυρίως χύμα προϊόν για ανάμειξη στο εξωτερικό.

’60s: δειλά δειλά έρχεται η άνοιξη

Σταδιακά και αργά άρχισαν να διαμορφώνονται οι συνθήκες για μια νέα εποχή. Η χαμηλή ποιότητα του χύμα κρασιού, η ζήτηση για σταθερά και επώνυμα προϊόντα, ο αυξανόμενος τουρισμός και η μαζική αστικοποίηση άνοιξαν τον δρόμο για την εμφιαλωμένη παραγωγή. Οι Έλληνες καταναλωτές άρχισαν να στρέφονται σε κρασιά γνωστής προέλευσης, ενώ η βιομηχανία – παρά τις δυσκολίες της εποχής– ξεκινούσε να μεταβαίνει από παραδοσιακή σε πιο οργανωμένη παραγωγή. Με το τέλος του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου και την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, η Ελλάδα διαμορφώνει τα σημερινά της σύνορα και εισέρχεται σε μια νέα φάση, προσπαθώντας να ανακάμψει από τις πληγές της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η δεκαετία του 1960, αν και πιο ευνοϊκή για την εκβιομηχάνιση της χώρας, δεν επηρέασε άμεσα τον τομέα του κρασιού, ο οποίος όμως έμπαινε πια σε φάση ωρίμανσης, προετοιμάζοντας το έδαφος για την άνοιξη του ελληνικού εμφιαλωμένου οίνου.

’70s-’80s: από το Lac de Roches στο Chateau Porto Carras

Ήταν η εποχή που το εμφιαλωμένο ελληνικό κρασί παρήγαγαν κατά κύριο λόγο 5-6 μεγάλες οινοποιίες, με προεξέχουσες στη δεκαετία του ’70 την Αχάια Κλάους και την Καμπά και τη δεκαετία του ’80 την Μπουτάρη και την Τσάνταλη. Κάθε εταιρεία είχε τη δική της διανομή και δεν υπήρχε κάποια ανάγκη για δημιουργία «δικτύων διανομής». Ήταν η εποχή που ακόμα και στις εκθέσεις η δοκιμασία κρασιών ήταν κάτι το άγνωστο. Ιστορικά κρασιά με τις υψηλότερες πωλήσεις διαδοχικά της περιόδου αυτής ήταν η Δεμέστιχα της Αχάια Κλάους στην Πάτρα, το Lac de Roches της εταιρείας Μπουτάρη στην Αττική, το Λευκό Αγιορείτικο Τσάνταλη στη Χαλκιδική και η Νάουσα Μπουτάρη. Όλα αποκλειστικά από ελληνικές ποικιλίες. Οι οινοποιίες, μέχρι αυτή την εποχή, οινοποιούν σταφύλια που αγοράζουν από ανεξαρτήτους παράγωγους.

Οι συνεταιρισμοί μέχρι τότε είχαν σημαντικό ρόλο στην οινοποίηση, αλλά όχι και στην παραγωγή εμφιαλωμένων κρασιών. Ένα μεγάλο μέρος του κρασιού ακόμη παράγεται στο σπίτι κυρίως σε αγροτικές περιοχές. Σταδιακά η οινοποίηση στο ξύλινο βαρέλι σε ειδικά καταστήματα, κρασοπουλειά ή σε ταβέρνες εγκαταλείπεται. Η παραδοσιακή εικόνα του πλυσίματος των ξύλινων βαρελιών λίγο πριν από τον τρύγο είναι πλέον εξαιρετικά σπάνια. Το χειροποίητο χύμα κρασί της ταβέρνας, με ζύμωση στο βαρέλι, εξαφανίστηκε πλέον οριστικά. Οι εταιρείες Κουρτάκη και Μαλαματίνα καλύπτουν το κενό με ρετσίνα εμφιαλωμένη σε γυάλινες φιάλες του μισού λίτρου.

Το Κτήμα Καρρά στη Χαλκιδική (1968), το μοναδικό μεγάλο οινοποιείο με ιδιόκτητους αμπελώνες και με εμβληματικό κρασί το Chateau Porto Carras, εκφράζει το μέλλον, ενώ τον δρόμο για την εμπορική επιτυχία δείχνει η εταιρεία Χατζημιχάλη (1973), που διαθέτει επίσης ιδιόκτητους αμπελώνες ενώ εμβληματικό κρασί της για τη συγκεκριμένη περίοδο θεωρείται το Cabernet Sauvignon Χατζημιχάλη.

Σημαντικό ρόλο στην άνοιξη του ελληνικού οίνου αυτές τις δεκαετίες έπαιξε η «κυρά των αμπελιών», η Σταυρούλα Κουράκου-Δραγώνα, δρ χημικός και οινολόγος στο Ινστιτούτο Οίνου του Ελληνικού Υπουργείου Γεωργίας από το 1953, η οποία υπερασπίστηκε με σθένος τις γηγενείς ποικιλίες και κατοχύρωσε 27 Ελληνικές Ονομασίες Προέλευσης, αλλά και ο οινοποιός Γιάννης Μπουτάρης, που έδωσε μεγάλη ώθηση στην αμπελουργία της Νάουσας όταν στις αρχές του ’70 στο Γιαννακοχώρι Ημαθίας, φύτεψε αμπελώνες με ποικιλία Ξινόμαυρου, εφαρμόζοντας πρωτοποριακές τεχνικές. Επίσης ήταν αυτός που άρχισε να επενδύει στα κρασιά ονομασίας προέλευσης.

’90s -’00s: το ελληνικό Καμπερνέ και οι «μικροί» παραγωγοί

Στις αρχές του ’90 ξεκινούσε η ιστορία των «μικρών» παραγωγών με κύριο ποιοτικό χαρακτηριστικό την ύπαρξη ιδιόκτητων αμπελώνων, οι οποίοι εμφανίζονται διστακτικά στην αρχή, με αυξανόμενους ρυθμούς στη συνέχεια. Παράλληλα δημιουργούνται νέες αμπελουργικές περιοχές, όπως αυτή της Δράμας, με αρχή την οινοποιία Λαζαρίδη. Την περίοδο αυτή, οι μεγάλες και καλά οργανωμένες παραδοσιακές εταιρείες, όπως η Τσάνταλη και η Μπουτάρη, κρατούν τη θέση τους. Το ίδιο διάστημα, η εταιρεία Αχάια Κλάους υποχωρεί ραγδαία, ενώ η Καμπάς εξαγοράζεται από την Μπουτάρη. Η αύξηση του αριθμού των οινοποιείων αυξάνει τον ανταγωνισμό. Τώρα πλέον δεν υπήρχε μόνο ένα Καμπερνέ αλλά δεκάδες ομοειδή. Την ίδια περίοδο, η καλλιέργεια διεθνών ποικιλιών είχε ως θετικό αποτέλεσμα τη μείωση στις πωλήσεις εισαγόμενων κρασιών.

Ένα πρόβλημα που εμφανίστηκε στη διάθεση του κρασιού ήταν ότι οι επονομαζόμενοι «μικροί» παραγωγοί μπορούσαν να παράγουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που μπορούσε να απορροφήσει η αγορά και από αυτές που αντιστοιχούσαν στα ιδιόκτητα αμπέλια τους, καθώς αγόραζαν σταφύλια ή και κρασιά από άλλους αμπελουργούς. Οπότε και ο όρος αυτός έχασε την εμπορική σημασία του. Τώρα εμφανίζονται και τα πρώτα ανεξάρτητα εμπορικά δίκτυα διανομής με σκοπό τη διακίνηση αυτών των κρασιών. Το οικονομικό σκέλος περιλαμβάνει έκπτωση 40-45% για το δίκτυο που στη συνέχεια μεταβαίνει στο σούπερ μάρκετ ή στην κάβα με έκπτωση περίπου 20%. Η κάβα, με τη σειρά της, πουλά στο εστιατόριο χωρίς έκπτωση. Η άνοδος του βιοτικού επίπεδου εκείνης της εποχής επέτρεπε την κατανάλωση κρασιών με όλο και υψηλότερες τιμές.

Το 1985 ιδρύεται το τμήμα Οινολογίας και Τεχνολογίας Ποτών του ΤΕΙ Αθήνας, απόφοιτοι του οποίου συμμετέχουν και συμβάλλουν στη βελτίωση της παραγωγής και της προώθησης. Τότε κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτες ιδιωτικές σχολές γευσιγνωσίας, όπως η Ελληνική Ακαδημία Οίνου και ο Οίνος ο Αγαπητός. Εμφανίζονται μοναδικές περιπτώσεις ειδικών, όπως ο Κυριάκος Κυνηγόπουλος, από τους σπουδαιότερους της οινολογίας ανά τον κόσμο και ιδιοκτήτης του οινολογικού εργαστηρίου Bourgoundia στην περιοχή της Βουργουνδίας, αλλά και ο Ανδρέας Ματθίδης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Οινοχόων, της οποίας υπήρξε και ιδρυτικό μέλος. Δημιουργείται επίσης ένας αξιόλογος αριθμός δημοσιογράφων οίνου, όπως ο Νίκος Μάνεσης, ο οποίος δημιούργησε αγγλόφωνο οδηγό ελληνικών οίνων το 1995 και είναι εδώ και χρόνια συνεργάτης του έγκριτου βρετανικού περιοδικού οίνου Decanter, ο Ντίνος Στεργίδης αλλά και η «δική μας» Μερόπη Παπαδοπούλου, που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε τη δική της στήλη κρασιού στο περιοδικό Εικόνες και από το 2000 μέχρι σήμερα αρθρογραφεί στα περιοδικά Κ και Γαστρονόμος, ενώ το 2004 δημιούργησε με την Καθημερινή το πρώτο περιοδικό κρασιού στην Ελλάδα, τον Οινοχόο, που εκδίδεται μέχρι σήμερα.

Η δεκαετία του 2000, τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα

Ήταν μια δεκαετία κατά την οποία η διαρκής άνοδος των πωλήσεων άρχισε να επιτρέπει την αύξηση των τιμών, με αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των νέων παραγωγών. Παρακινημένοι πολλοί από την επιτυχία που είχαν αποκτήσει οι παραγωγοί κρασιών, δημιούργησαν τόσο ιδιόκτητους αμπελώνες όσο και οινοποιεία σε κάθε περιοχή της Ελλάδας. Τη δεκαετία αυτή, επίσης, οι λίστες των καλών, ακριβών εστιατορίων συμβάλλουν στην καλή φήμη που αποκτά το επώνυμο ελληνικό κρασί. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική ανάπτυξη της παρουσίασης και της προβολής του κρασιού μέσα από έντυπα, βιβλία, εκθέσεις, διαγωνισμούς, αλλά και το δειλό ξεκίνημα του οινοτουρισμού.

Η δεκαετία του 2010… και το μέλλον αόρατον

Η προηγούμενη δεκαετία χαρακτηρίζεται από τις επιπτώσεις της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Η οικονομική δυσκολία που ζούμε στην Ελλάδα αναγκάζει και τους οινοποιούς και το σύστημα διακίνησης να αποκτήσουν νέες θέσεις, με αποτέλεσμα την αύξηση των πωλήσεων του κρασιού σε συσκευασία ασκού. Έχει σχεδόν υποκαταστήσει το παραδοσιακό χύμα, αλλά έχει κερδίσει και ένα ποσοστό από το εμφιαλωμένο κρασί. Όσο για το μέλλον; Σύμφωνα με τον κ. Αργύρη Τσακίρη, το ελληνικό κρασί θα γίνεται ολοένα και λιγότερο, αλλά και ακριβότερο. Η αμπελοκαλλιέργεια θα μειωθεί σταδιακά, όπως και η κατανάλωση, ενώ οι αμπελώνες θα μετατοπίζονται από τις πεδινές στις ορεινές περιοχές, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Η έννοια της ποιότητας ενδέχεται να μετατοπιστεί προς κρασιά λιγότερο τεχνολογικά και βιομηχανικά. Θα στραφεί σε κρασιά που, χάρη στην ποιοτική πρώτη ύλη, θα μπορούν να ενσωματώνουν χαρακτηριστικά που σήμερα θεωρούνται «ελαττώματα». Ίσως επιστρέψουμε δηλαδή σε κρασιά που θυμίζουν τα αρχαιοελληνικά. Άλλωστε, η ιστορία κάνει κύκλους.

Πηγή: Γαστρονόμος

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT