Βαγγέλης Γεροβασιλείου: Ερωτευμένος με το αμπέλι

Βαγγέλης Γεροβασιλείου: Ερωτευμένος με το αμπέλι

Ο Θεσσαλονικιός οινοποιός μάς καλωσορίζει στο κτήμα του στην Επανομή και μας διηγείται την ιστορία του (που είναι και η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κρασιού) σε πρώτο πρόσωπο.

16' 1" χρόνος ανάγνωσης

Σκάρτη μια ώρα είναι το Κτήμα Γεροβασιλείου από το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Όσο ξεμακραίνουμε από το πυκνό άστυ, το τοπίο φιλοδωρεί το βλέμμα με το φωτεινό πράσινο της εποχής. Κι ας είναι σχεδόν πια προάστιο της Θεσσαλονίκης η Επανομή, σε μεγάλα τμήματα της διαδρομής σε περιβάλλει φύση άγρια, λαχταριστή, και μπόλικη φροντισμένη αγροτική γη. Πλησιάζοντας στο κτήμα, δεν ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις, σαστίζεις. Ένας θριαμβικός αμπελώνας ξεχύνεται ρευστός στους γύρω λοφίσκους και στις πεδιάδες. Φιλοτεχνημένος από χέρι μεγάλου μάστορα, σαν να τον ζωγράφισε με ερευνητική διάθεση στον καμβά του ένας Cezanne, ένας Pissarro.

Η γη του Γεροβασιλείου ένα ασπαίρον έργο τέχνης. «Μα δείτε τι όμορφο που είναι το αμπέλι. Είναι ένα έργο τέχνης της φύσης, εάν ξέρεις να το καλλιεργήσεις. Υπάρχει άλλο φυτό που είναι τόσο όμορφο;», θα μας πει σε λίγο καλωσορίζοντάς μας στο «σπίτι του» ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου, ενώ διασχίζουμε το τεθλασμένο μονοπάτι της εισόδου για να πάρουμε ομπρέλες από τον χώρο των επισκεπτών. Πετύχαμε το κτήμα σε μια δροσερή του στιγμή, προχωρημένη άνοιξη και εκείνες τις μέρες έριχνε ωραίες, ξεδιψαστικές βροχές, τις ποτιστικές που ποθούν διακαώς οι αγρότες.

Σύντομες συστάσεις

Λίγο κάπου απόρησε στις συνεννοήσεις μας τις προηγούμενες μέρες γιατί του ζήτησα αυτή τη συνέντευξη. Είναι ένας ζωντανός θρύλος του ελληνικού κρασιού –αυτό το λέω εγώ και το λέω μετά λόγου γνώσεως, δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο ο ίδιος– και οι θρύλοι δεν χρειάζονται συστάσεις. Ή μήπως χρειάζονται; Μα οι συστάσεις με τον Γεροβασιλείου, θα μου πείτε, γίνονται με κάθε άνοιγμα μπουκαλιού που φέρει την ετικέτα του κτήματος ή των άλλων μικρών και μεγάλων οινοποιείων που διαφεντεύει. Τα κρασιά του είναι μεγάλα κρασιά, μεγάλα όχι μόνο στην εγχώρια πιάτσα, μα και στην παγκόσμια μαρκέτα.

Για τις γενιές μετά από μένα, και γενικώς, καλό είναι να γίνονται ξανά οι συστάσεις: ο Γεροβασιλείου είναι κορυφαίος εκφραστής ενός χώρου που άλλαξε τις τελευταίες δεκαετίες με τεκτονικές μετατοπίσεις. Μιας γενιάς οινοποιών που έφτιαξε ποιοτικό κρασί και το έφερε σιγά σιγά, χωρίς εκπτώσεις, με υπομονή, στα χείλη των πολλών, μιας γενιάς που μας μόρφωσε οινικά και φούσκωσε τα πνευμόνια μας με περηφάνια για τα δικά μας κρασιά. Ενός κλάδου που άνθισε, μιας νέας επιχειρηματικής ελίτ, σοβαρής και έντιμης, που σήκωσε τα μανίκια και δούλεψε, στον αντίποδα της προχειρότητας, της μίζας, της μιζέριας που χαρακτηρίζει ακόμα κομμάτια του αγροτικού κόσμου.

Στη δουλειά του Γεροβασιλείου, και μερικών ακόμα Γεροβασιλείου, βλέπουμε το αισιόδοξο καθρέφτισμα μιας χώρας που καταφέρνει να βρει την αυτοπεποίθησή της. Αρκεί να τολμήσει, να δουλέψει. Να δημιουργήσει. Πατώντας στην ιστορική ευκαιρία και αξιοποιώντας όλα τα νοητικά εργαλεία που βρέθηκαν μπροστά της, η γενιά αυτή, με σπάνια ψυχική δομή, ιστορικά θεμελιωμένη, κατόρθωσε μια πρωτότυπη ανασύνθεση της σωρευμένης εμπειρίας, αγροτικής και όχι μόνο.
Από την αγροτική προϊστορία της οικογένειάς του επιδίωξα να ξεκινήσει η αφήγηση.

Σε πρώτο πρόσωπο: από παιδί στα χωράφια

«Γεννήθηκα εδώ στην Επανομή. Ο πατέρας μου ήταν ορφανός από δύο χρονώ, ο πατέρας του πέθανε στη Μικρά Ασία στον πόλεμο. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και ο πατριός τον έδιωξε. Τον περιμάζεψε μια ξαδέρφη και πουλούσε από παιδάκι αυγά. Η μητέρα μου ήταν από γεωργική οικογένεια. Ήταν πρώτη μαθήτρια στο σχολείο, αλλά στην πέμπτη Δημοτικού ο πατέρας της την έβγαλε από το σχολείο για να πάει να δουλέψει. Από εδώ κι εκείνη. Και γι’ αυτό ήθελε να σπουδάσουν τα παιδιά της, γιατί εκείνης δεν της δόθηκε η ευκαιρία.

»Οι γονείς μου γνωρίστηκαν όταν δούλευαν στα χωράφια ως εργάτες. Παντρεύτηκαν χωρίς τίποτα, από ό,τι μου έλεγε η μάνα μου. Το μοναδικό δώρο που της έκαναν ήταν ένα μπρίκι για καφέ. Έτσι ξεκίνησαν. Ήταν πολύ εργατικοί. Δημιούργησαν το σπιτάκι τους και κάποια χωραφάκια. Ο αποκλειστικός σκοπός της μάνας μου ήταν να σπουδάσουμε. Και ο μεγάλος μου αδελφός και εγώ ήμασταν καλοί μαθητές. Πέρασε πρώτος χημικός στη Θεσσαλονίκη κι εγώ στη Γεωπονική. Μου άρεσε γιατί είχα μια σχέση με τη γεωργία. Γιατί εμείς δουλεύαμε από μικρά παιδιά. Θυμάμαι σαν τώρα, κάτω από μια γκορτσιά (αγριαχλαδιά) είχαν κάνει μια κούνια οι γονείς μου και με είχαν μέσα ενώ εκείνοι δούλευαν. Παίζαμε με τις πεταλούδες και τις ακρίδες, τις μαρουδίτσες, τις πασχαλιές… Μια ζωή στα χωράφια. Μετά και ως μαθητές, είχαμε στο σπίτι δύο κατσίκες, δύο άλογα, ένα γουρούνι, κοτόπουλα… Ήμασταν αυτάρκεις, δεν μας έλειπε τίποτα. Είχαμε το γάλα, το τυρί, τα κρέατα, τα αυγά μας, γουρούνι για τα Χριστούγεννα.

»Ενώ η Γεωπονική μου άρεσε ως σχολή, δεν με γέμιζε εκατό τοις εκατό, ήθελα κάτι παραπάνω. Από το δεύτερο έτος σκεφτόμουν τις μεταπτυχιακές σπουδές. Και άκου μια σύμπτωση: το κρασί του πατέρα μου χαλούσε και μου είπαν ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ένας χημικός που κάνει κρασιά. Του πήγα το κρασί να το δει. Μου λέει: “Το κρασί είναι χαλασμένο, αλλά στον τρύγο έλα να με δεις”. Πράγματι, του πήγα λίγο μούστο και μου είπε θα βάλεις αυτό κι αυτό. Τον ρώτησα τι είναι αυτά, φοιτητής γεωπονίας ήμουν, αλλά μου απάντησε πως ήταν μυστικό. Φεύγοντας από εκεί, το μυαλό μου πήρε ανάποδες στροφές και αποφάσισα να μάθω τι είναι. Και διάβασα πως υπάρχει μια σχολή οινολογίας και από το δεύτερο έτος της γεωπονίας έβαλα σκοπό να πάω στη σχολή αυτή. Στο Μπορντό, στη Γαλλία. Ο πατέρας μου είχε μια αμφιβολία “τι θες να πας έξω; Ο αδερφός σου είναι χημικός”, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα».

Μαθαίνοντας τα μεγάλα κρασιά

«Στο Μπορντό γνώρισα έναν κόσμο που με αγκάλιασε. Ήταν μετά τη χούντα και υπήρχε μια ευαισθητοποίηση των Γάλλων για τους Έλληνες. Ήταν η Μελίνα Μερκούρη, ο Θεοδωράκης… Με αγκάλιασαν πραγματικά. Στη σχολή πήγαινα καλά. Εκεί, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπορντό Emile Peynaud, ο οποίος ήταν τεχνικός σύμβουλος στο Porto Carras, μου λέει: “Εάν θέλεις, εγώ μπορώ να σου εξασφαλίσω δουλειά στο Porto Carras όταν τελειώσεις”. Και έτσι με πήρε υπό μάλης και με έβαλε στην ομάδα του. Η ομάδα του ήταν μεγάλα ονόματα και πηγαίναμε στα καλύτερα chateaux. Είχαμε μια ευχέρεια τότε που δεν την καταλάβαινα και πολύ καλά. Ήταν μια φοβερή εμπειρία: παίρναμε δείγματα, δοκιμάζαμε τα κρασιά από τα μεγάλα chateaux. Μέσα στις σπουδές υπήρχε το degustation. Δεν μπορούσα να εκτιμήσω το μέγεθος των κρασιών που δοκίμαζα. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία.

»Το βασικό που είδα στη Γαλλία ήταν η δουλειά που έκαναν στα αμπέλια. Γιατί σε όλα αυτά τα μεγάλα κρασιά η δουλειά γίνεται στο αμπέλι. Γι’ αυτό είδες και εδώ έτσι τα αμπέλια. Γιατί το αμπέλι θα σου δώσει την πρώτη ύλη και την ποιότητα, εάν ξέρεις να τη διαχειριστείς. Ο οινολόγος δεν προσθέτει τίποτα. Πρέπει να πάρει τα θετικά στοιχεία της άριστης ποιότητας του σταφυλιού. Να τα αναδείξει και να τα κλείσει σε ένα μπουκάλι. Αυτή για μένα είναι η φιλοσοφία του καλού οινοποιού. Η οινολογία είναι επιστήμη. Αλλά υπάρχει και η διαίσθηση και η τέχνη, που λέμε. Όλοι μαθαίνουν, αλλά κάποιοι κάνουν μεγάλα κρασιά και κάποιοι όχι. Είναι σαν τους ζωγράφους, όλοι έχουν τα πινέλα. Εκεί είναι η διαίσθηση, ποια στιγμή πρέπει να τρυγήσεις, πότε θα επέμβεις, πώς θα το χειριστείς. Πολλές φορές είναι λεπτά πράγματα, αλλά αυτά κάνουν και το μεγάλο κρασί. Αυτά τα είδα στην πράξη. Με βοήθησαν πάρα πολύ».

Βαγγέλης Γεροβασιλείου: Ερωτευμένος με το αμπέλι

Το θρυλικό Porto Carras

«Στο Porto Carras έπιασα δουλειά σε ηλικία 25 χρόνων. Υπό την επίβλεψη του Peynaud τα πρώτα οκτώ χρόνια. Το Porto Carras ήταν μια σχολή από μόνη της, όχι μόνο για το κρασί, αλλά και περί κοσμικών και κοινωνικών πραγμάτων. Ο Καρράς ήταν ένας άρχοντας, ένας άνθρωπος με ιδανικά για τη χώρα, για τους ανθρώπους, αγκάλιασε όλους τους εργαζομένους και έκανε εκεί το πρώτο τουριστικό κόμπλεξ με ελαιουργείο, οινοποιείο, ψυγεία, αρτοποιεία・ δηλαδή αυτό που λέμε τώρα αγροτουρισμό, το είχε πιάσει. Κάλεσε τους καλύτερους αρχιτέκτονες του κόσμου για τα ξενοδοχεία, έκανε το πρώτο γκολφ. Ήταν μια κυψέλη πολιτισμού. Ήρθε ο Νταλί, η Τζίνα Μπαχάουερ έπαιζε συνέχεια πιάνο και έκανε μαθήματα, και το παγκόσμιο συνέδριο μουσικής νέων γινόταν εκεί κάθε χρόνο. Όλοι περνούσαν, προσωπικότητες μεγάλες. Νιάρχος, Μιτεράν, Καραμανλής, Ράλλης, Μαύρος, Παπανδρέου, και ποιοι δεν πέρασαν… Για μένα ήταν μεγάλη εμπειρία. Ο Καρράς τούς έφερνε και με φώναζε κι εμένα.

»Ο Καρράς αδικήθηκε, πέρασε και δυσκολίες. Ενώ αγόρασε το ’63 το κτήμα, υπήρξε η παρανόηση ότι το πήρε επί χούντας. Μπήκε στο στόχαστρο. Ο Καρράς ήταν σοσιαλιστής, όπως και τα παιδιά του. Είχε όμως την ατυχία να έρθει μία φορά ο Παττακός για να δει τα έργα. Ταυτίστηκε μετά ότι είναι χουντικός. Χωρίς να είναι ο άνθρωπος. Δεν ήξερε την ελληνική πραγματικότητα. Ζούσε στο Λονδίνο. Και ούτε πήρε χρήματα από τη χούντα. Ο άνθρωπος καταστράφηκε με αυτό.

»Στο Porto Carras μπήκα στο πνεύμα του ποιοτικού κρασιού. Ήταν το πρώτο κτήμα που είχε αμπέλια δικά του και σύγχρονο οινοποιείο και κάναμε μεγάλα κρασιά. Το Blanc de Blancs ήταν παγκοσμίως γνωστό. Τότε κάναμε και κάποια κρασιά βάσει της γαλλικής φιλοσοφίας, που ήταν πρωτοποριακά για την Ελλάδα. Το Blanc de Blancs ήταν Ασύρτικο, το πρώτο Ασύρτικο που έφυγε από τη Σαντορίνη. Τότε η Σαντορίνη έκανε κάποια βαριά κρασιά, οξειδωμένα. Το ’74 ήρθε το Ασύρτικο στο Porto Carras και έκανε κάποια κρασιά φρουτώδη όπως τα σημερινά, αλλά τότε ήταν έκπληξη. Και μάλιστα, επειδή αυτά τα κρασιά είχαν υψηλές οξύτητες, δεν γίνονταν αποδεκτά στην Ελλάδα. Ξίνιζαν για την εποχή. Ήταν πρωτοποριακά. Και επειδή είχε όλη αυτή την αίγλη το Porto Carras, με τα κρασιά να πωλούνται στο Harrods, παρακίνησε και άλλους. Θυμάμαι ερχόταν ο Γιάννης Μπουτάρης, ο Τσάνταλης να δουν το οινοποιείο. Ήταν το πρώτο γαλλικό οινοποιείο που είχε γίνει, με τέσσερα επίπεδα, το είχαν κάνει αρχιτέκτονες από τη Μασσαλία, με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα που υπήρχαν.

»Πιστεύω ότι βοήθησε πάρα πολύ το Porto Carras στην ανάπτυξη της ελληνικής οινοποιίας. Ήταν ο πρώτος πειραματικός και αποδεικτικός αμπελώνας του Ινστιτούτου Οίνου και του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για τις ξένες ποικιλίες. Οι ξένες ποικιλίες μέχρι τότε απαγορευόταν να έρθουν στην Ελλάδα. Είχε φυτέψει ο Αβέρωφ παράνομα Cabernet, αλλά επίσημα κανείς. Και όταν πήγαν καλά στο Porto Carras, το Ινστιτούτο Αμπέλου και η Διεύθυνση Γεωργίας έδωσαν άδεια να εισαχθούν ξένες ποικιλίες, Cabernet, Sauvignon κ.λπ. Έπαιξε αυτόν τον ρόλο το Porto Carras».

Η διάσωση της Μαλαγουζιάς

«Στο Porto Carras καταφέραμε να σώσουμε την ποικιλία Μαλαγουζιά. Είδα ότι ήταν καλή ποικιλία, την πολλαπλασιάσαμε σταδιακά, από τέσσερα-πέντε κλήματα την κάναμε 40 στρέμματα σε τρία-τέσσερα χρόνια και κάναμε τα πρώτα κρασιά. Είδα ότι η ποικιλία έχει δυναμική και είπα θα την εκμεταλλευτώ και εγώ. Και ήρθα εδώ και έβαλα μικρό αμπελάκι συγχρόνως με το Porto Carras.

»Όταν έπιασα τη Μαλαγουζιά, πίστεψα στην ποικιλία αυτή. Δεν την ήξερε κανείς. Και είπα πως αξίζει τον κόπο να δοθώ. Όταν έβαλα αυτή την ποικιλία εδώ και έκανα τα κρασιά τα δικά μου, ταξίδευα σε όλο τον κόσμο. Για τις εξαγωγές, για τους δημοσιογράφους, για να τη μάθουν. Δεν ήταν εύκολο. Πέρασαν 10-15 χρόνια για να ακουστεί το όνομα της Μαλαγουζιάς.

»Το 1986 λοιπόν, κάνω εδώ το πρώτο κρασί Ασύρτικο-Μαλαγουζιά, το Beau Soleil. Γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία, τέσσερις-πέντε χιλιάδες μπουκάλια πωλούνται κατευθείαν. Σταδιακά άρχισα να αγοράζω χωράφια. Κάθε χρόνο προσετίθεντο 10-20 στρέμματα, όλα Μαλαγουζιά. Και φτάσαμε από το 1981 μέχρι σήμερα, 45 χρόνια, να αγοράζω κάποιο κτήμα και να βάζω Μαλαγουζιά ή κάτι άλλο. Και φτάσαμε σήμερα στα 1.200 στρέμματα».

Βαγγέλης Γεροβασιλείου: Ερωτευμένος με το αμπέλι
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου στην προσωπική του κάβα, με μικρούς και μεγάλους θησαυρούς: κρασιά δικά του αλλά και πολλών άλλων οινοποιείων της Ελλάδας και του εξωτερικού παλαιώνουν υπομονετικά, περιμένοντας τη στιγμή τους. Ανάμεσα σε αυτά, πολλές ζηλευτές σπανιότητες.

Τα άλλα οινοποιεία

«Το 1989, ο Βασίλης Τσακτσαρλής, από τους καλύτερους οινολόγους του κόσμου και ο τωρινός συνεταίρος μου στη Βιβλία Χώρα, φεύγει από τον Λαζαρίδη, τον οποίο είχα ξεκινήσει εγώ και είχε πρωτοπάει ο Βασίλης ως οινολόγος του. Παίρνουμε τότε την απόφαση να κάνουμε ένα οινοποιείο στην περιοχή της Καβάλας, τη Βιβλία Χώρα. Και εκεί ξεκινήσαμε δειλά δειλά, το δυναμικό της ποιότητας ήταν πολύ μεγάλο. Πήγε και πάει πολύ καλά. Έχουμε 800 στρέμματα εκεί, με ένα οινοποιείο πανέμορφο, και παράγουμε μια σειρά από μεγάλα κρασιά. Συγχρόνως πήραμε την απόφαση να επενδύσουμε σε άλλες περιοχές της Ελλάδας που δεν ήταν πολύ γνωστές. Επενδύσαμε στη Γουμένισσα, αγοράζοντας το Μικρό Κτήμα του Τίτου, το οποίο είναι πανέμορφο, και κάνουμε τη Γουμένισσα. Εν συνεχεία, ο φίλος μου Χρήστος Κόκκαλης, που είχε το Κτήμα Τριλογία στην Ηλεία, με παρακάλεσε να το αφήσει στα χέρια μας να το εξελίξουμε, επειδή ο γιος του δεν ασχολιόταν. Ένα καταπληκτικό μέρος. Το αγοράσαμε, το μετονομάσαμε σε Κτήμα Δύο Ύψη και βγάζουμε τον Μονόλογο, τον Διάλογο και την Τριλογία. Φοβερά κρασιά. Στη Σαντορίνη συνεργαστήκαμε με την εξαιρετική ντόπια οινολόγο Ιωάννα Βαμβακούρη. Επειδή η Σαντορίνη είναι πολύ πηγμένη σε οινοποιεία, πήγαμε απέναντι στη Θηρασιά, που έχει τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά εδάφους και κλίματος, και κάναμε ένα εγχείρημα πολύ δύσκολο. Στήσαμε ένα μικρό οινοποιείο όπου ο βαθμός δυσκολίας ήταν τεράστιος. Δεν υπάρχει συγκοινωνία, νερό, ρεύμα, τίποτα. Το κόστος επένδυσης ήταν επί τέσσερα. Κάναμε όμως ένα μικρό θαύμα, με μεγάλη δυσκολία στα εργατικά χέρια: τα βιολογικά κρασιά της Μικράς Θήρας, τα οποία σε μηδέν χρόνο πήραν μεγάλα βραβεία και πάνε πολύ καλά.

»Εδώ έχουμε 86 μόνιμους και σύνολο 130 με τους εποχικούς. Μαζί με τα άλλα οινοποιεία έχουμε 300. Ο Βασίλης έχει δύο παιδιά, που έχουν σπουδάσει και τα δύο οινολογία στο Μπορντό, μόλις έχουν έρθει και είναι εξαιρετικά. Εμείς με τη Σόνια έχουμε τρία παιδιά, που και αυτά ασχολούνται με τη δουλειά. Ο Αργύρης είναι οινολόγος, η Μαριάνθη δικηγόρος και η Βασιλική κάνει μάρκετινγκ. Έπιασαν όλο το φάσμα».

Βαγγέλης Γεροβασιλείου: Ερωτευμένος με το αμπέλι

Η κλιματική πρόκληση

«Οι αλλαγές στο κλίμα τα τελευταία 15-20 χρόνια είναι ραγδαίες. Έχουμε λιγότερες αλλά απότομες και έντονες βροχές. Είχαμε 200 τόνους νερού το στρέμμα πριν από τρία χρόνια. Πρώτη φορά στα χρονικά. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που έγινε στη Λάρισα πέρυσι. Γι’ αυτό αλλάξαμε τον τρόπο καλλιέργειας. Αφήνουμε πλέον τα αμπέλια ακαλλιέργητα με τα χόρτα, για να μην παρασύρεται το χώμα. Και δεν ξεφυλλίζουμε πολύ τα αμπέλια, για να μην τα καίει ο ήλιος. Υπάρχει η επιστήμη και μας βοηθάει και η εμπειρία. Πρέπει να παίρνουμε τα μέτρα μας και να σεβόμαστε τη φύση.

»Πρέπει κάποια στιγμή να μπει μια λογική στη γεωργία, η χρήση του νερού να είναι μόνο σε παραγωγικές καλλιέργειες και όχι σε καλλιέργειες για επιδότηση χωρίς προϊόν. Γιατί μην ξεχνάτε ότι στη γεωργία αντιστοιχεί το 86% της κατανάλωσης του νερού. Οι πραγματικοί γεωργοί έχουν την αίσθηση, αλλά υπάρχουν πολλοί που βάζουν ένα καρούλι και ποτίζουν. Μα πας το μεσημέρι; Το 60% είναι εξάτμιση! Αυτά πρέπει να απαγορευτούν. Το πρόβλημα του νερού είναι καίριο και πρέπει να γίνει εξοικονόμηση. Μερικοί λένε ότι το νερό από αφαλάτωση είναι μια λύση, αλλά δεν είναι η καλή λύση. Το καλό νερό της αφαλάτωσης κοστίζει πάρα πολύ. Και πολλές φορές δεν είναι καλό. Το είδα εγώ στη Σαντορίνη. Προσθέτει στο χώμα πολλές φορές άλατα. Η λύση είναι να προστατέψουμε τα υπόγεια ύδατα με την απαραίτητη κατανάλωση νερού και εκεί που πρέπει.

»Είναι πολύ δύσκολο οποιαδήποτε κυβέρνηση να τα βάλει με τους γεωργούς. Είναι καλομαθημένοι οι γεωργοί με τις επιδοτήσεις, είναι διαχρονικό το πρόβλημα. Όταν ξέρεις ότι μπορείς να πάρεις ένα τρακτέρ και να κλείσεις τον δρόμο και έτσι θα πάρεις μια επιδότηση, θα πάρεις μια αποζημίωση… Ενώ ο σκοπός της γεωργίας είναι να βρεθούν λύσεις παραγωγής. Η παραγωγή θα σώσει.

»Έχουμε ένα θετικό στοιχείο, ότι οι ελληνικές ποικιλίες είναι πανάρχαιες και εγκλιματίζονται σταδιακά στις κλιματικές αλλαγές. Βλέπουμε πόσο ανθεκτικό είναι το Ασύρτικο της Σαντορίνης που είναι σε ένα κλίμα σχεδόν ερήμου. Άρα είναι μια ποικιλία που μπορεί να επιβιώσει σχεδόν παντού. Το Λημνιό, μια ποικιλία που αναφέρεται από τον 4ο αιώνα π.Χ., από τον Αριστοφάνη, υπάρχει μέχρι σήμερα. Άρα είναι ανθεκτική και θα υπομείνει όλες τις καιρικές συνθήκες. Και φυσικά φανταζόμαστε ότι δεν θα γίνει έρημος εδώ, απλώς θα έχουμε προβλήματα νερού. Είναι θέμα αμπελουργίας. Υπάρχουν τα υποκείμενα που είναι ανθεκτικά για ξηρασία, υπάρχουν ποικιλίες… Εμείς έχουμε τώρα 40 ποικιλίες, που είναι στον πειραματικό αμπελώνα, αυτό δουλεύουμε. Ποιες αντέχουν στον καιρό που αλλάζει».

Βαγγέλης Γεροβασιλείου: Ερωτευμένος με το αμπέλι
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου με τη σύζυγό του Σόνια Τζιώλα-Γεροβασιλείου, που δουλεύει στη διεύθυνση του οινοποιείου, και τα τρία παιδιά τους: τη Βασιλική, που έχει αναλάβει το μάρκετινγκ, τον Αργύρη, ταλαντούχο οινολόγο, και τη Μαριάνθη, που αρχίζει να διευθύνει το κτήμα, στον αμπελώνα της Επανομής. Στο βάθος, ο Ισορροπιστής του γλύπτη Γιώργου Λάππα.

Ένα οινοποιείο-πρότυπο

«Χαίρομαι που εδώ στην περιοχή μας, στο χωριό μας, έγιναν άλλα πέντε μικρά οινοποιεία εξαιτίας μας. Και στην ευρύτερη περιοχή άλλα επτά. Αλλά βρίσκω ανθρώπους και από την Κρήτη που μου λένε: “Σε είχαμε σαν πρότυπο και τολμήσαμε και εμείς”. Χαίρομαι που δημιουργήθηκε ένα ρεύμα μικρών παραγωγών που πιθανότατα εμπνεύστηκαν από εμάς και το στιλ μας και είναι όλοι ευχαριστημένοι.

»Το ελληνικό κρασί έχει πολύ μέλλον κατά τη γνώμη μου. Οι ελληνικές ποικιλίες γίνονται γνωστές, υπάρχει το brand name της Ελλάδας που χτίζεται, υπάρχει περιθώριο ανάπτυξης. Βλέπω το μέλλον πολύ θετικό. Τα τελευταία χρόνια άρχισαν οι νέοι να επιχειρούν. Υπάρχουν εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που χρηματοδοτούν πλέον. Πρέπει κανείς να τα εκμεταλλευτεί και να το τολμήσει. Το θέμα είναι ότι οι περιοχές του καλού αμπελιού είναι μακριά από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πρέπει κανείς να πάει στην περιφέρεια, να αποκεντρωθεί. Και η νεολαία δεν ξέρω πόσο το επιθυμεί να ζήσει εκεί. Αλλά υπάρχουν παιδιά που το τολμούν».

Αντί επιλόγου

Διακόπτω την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του οικοδεσπότη μας, για να σας πω ότι, κουβεντιάζοντας όλα τούτα, έχουμε συγχρόνως περιδιαβάσει μερικές κοντινές οδούς του αμπελώνα, τους χώρους εμφιάλωσης και συσκευασίας, τα κελάρια ωρίμανσης. Έχουμε καμαρώσει ξανά το μοναδικό Μουσείο Οίνου και τις ιστορίες που ψιθυρίζει στο αυτί του φιλέρευνου επισκέπτη για το σύμπαν του κρασιού: για τα συμπόσια και το πώς έπιναν οι αρχαίοι Έλληνες το κρασί, για τον τρόπο και τα υλικά μεταφοράς του ανά τους αιώνες, για την αμπελοκαλλιέργεια, για την τέχνη του βαρελιού και του φελλού. Το όμορφο μουσείο με τα χιλιάδες αντικείμενα, από καράφες και αγγεία μέχρι αντλίες και εργαλεία του Παστέρ, που θέλεις δυο ζωές να τα μαζέψεις και άλλες δυο για να τα περιεργαστείς όπως τους αξίζει. Και με τη σπάνια συλλογή με τα 3.000 ανοιχτήρια από όλο τον κόσμο και από διάφορες χρονικές περιόδους, την οποία ξεκίνησε σιγά σιγά, με ταξίδια και επισκέψεις σε παζάρια. Τα ταξίδια αυτά σμίλεψαν την ύπαρξή του και πυροδότησαν έτι περαιτέρω την αγάπη του για το κρασί. Κάποια στιγμή στεκόμαστε σε μια οριζόντια προθήκη-τραπέζι. «Ένας Σουηδός, το 2011, όταν μας έβριζαν όλο οι Ευρωπαίοι και μας έλεγαν τεμπέληδες, κοίτα τι μας έγραψε». Με προτρέπει να διαβάσω: «Η σύζυγός μου και εγώ θέλαμε να κάνουμε μια δωρεά στον Ευάγγελο Γεροβασιλείου και στο Μουσείο Οίνου. Στις μέρες μας πολλοί μιλούν για το χρέος της Ελλάδας προς την Ευρώπη, αλλά ξεχνούν το χρέος της Ευρώπης προς την Ελλάδα. Θα αναφέρω μόνο το εξής: Δημοκρατία, Τέχνη, Οίνος. Έχω επιλέξει έξι διαφορετικά ανοιχτήρια, όλα εμπνευσμένα από τον οίνο και την ελληνική μυθολογία». «Τα βρήκε και μου τα έστειλε ο άνθρωπος. Δεν είναι πολύ συγκινητικό αυτό;»

Έχουμε περιδιαβάσει αυλές, κήπους και αυλόκηπους, και έχουμε θαυμάσει τα εντυπωσιακά έργα τέχνης σημαντικών Ελλήνων και ξένων εικαστικών που έχουν φυτέψει ανάμεσα στα αμπέλια και πέριξ αυτών. Αυτή η υπαίθρια γκαλερί, σπάνια, απίθανη, σε τίποτε όμως και πάλι δεν μπορεί να συγκριθεί με τον καλοχτενισμένο αμπελώνα. Αυτός είναι το κορυφαίο έργο τέχνης.

Είμαστε τώρα, και για ώρα, στον χώρο γευσιγνωσίας. Στο χέρι μας στριφογυρίζουμε πότε τη Μαλαγουζιά, πότε το λευκό Κτήμα (Μαλαγουζιά-Ασύρτικο, άλλη μία «πατέντα» του Γεροβασιλείου που ενέπνευσε πολλούς), πότε το εξαιρετικό Syrah. Ο χώρος έχει γεμίσει ασφυκτικά με κόσμο, Έλληνες και πολλούς ξένους. Είναι μια τυχαία Παρασκευή. Ένα ζευγάρι Αμερικανών ψάχνει κάπου να καθίσει, ο Γεροβασιλείου παραγγέλνει στους δικούς του με τα μάτια να φέρουν ένα έξτρα τραπέζι και να το βάλουν ανάμεσα στα άλλα για τους μακρινούς επισκέπτες.

Σκέφτομαι πάλι: δέκα ζωές σε μία κι ένας άλλος κόσμος με πυκνή πλέξη και ανατέλλουσες δυνατότητες. Κρασιά-έργα τέχνης και αντίδωρα πολλά στην κοινωνία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT