Η Πίτσα Παπαδοπούλου είναι σπάνια προσωπικότητα. Τα πολύτιμα καλλιτεχνικά χαρίσματά της παντρεύονται αρμονικά με τα ανθρώπινα. Πολλά χρόνια τώρα με τιμά με τη φιλία και την αγάπη της, γεγονός που με κάνει να αισθάνομαι ευλογημένος. Πέρα όμως από τον καλοσμιλεμένο χαρακτήρα και το απαράμιλλο ταλέντο της, η Πίτσα Παπαδοπούλου έχει καταφέρει το ακατόρθωτο: κυριολεκτικά έχει μακελέψει τον χρόνο! Η φωνή της όχι μόνο διατηρεί το χρώμα, την έκταση και το νεανικό σφρίγος της, αλλά θαρρείς και είναι πιο πλούσια και μεθυστική από ποτέ.
Η ίδια είναι ικανή μαγείρισσα και ξέρει να απολαμβάνει το καλό φαγητό. Στο γευστικό ταξίδεμά μας στην πατρίδα της, τη Θεσσαλονίκη, δοκίμασε διακριτικά όλη την υποδειγματική διαδοχή των πιάτων του Σωτήρη Ευαγγέλου στο Μακεδονία Παλλάς και εκτίμησε ιδιαίτερα το κόντρα φινάλε του μενού, το οποίο, ενώ βασιζόταν στο ψάρι και στα θαλασσινά, έγινε με χουνκιάρ μπεγιεντί.
Στην Άνω Πόλη εντυπωσιάστηκε από τα τυροκομικά προϊόντα που παράγει ο Χρήστος Κοντονικόλας με έδρα το Δρυόβουνο Κοζάνης. Στην πλατεία Άθωνος, στην καρδιά της Σαλονίκης, δοκίμασε ραβανί και τρίγωνα Πανοράματος, καθώς και άλλες νοστιμιές, μα κυρίως χάρηκε για τη ζεστασιά με την οποία την αγκάλιασαν οι μαγαζάτορες και ο κόσμος. Στη Διάβαση βρέθηκε στο στοιχείο της. Βουτούσε τα διάσημα σουτζουκάκια στο μπούκοβο και κρατούσε τη γεύση τους στο στόμα. «Δροσιζόταν» με καπνιστή μελιτζανοσαλάτα και ξανά απ’ την αρχή, στην επόμενη μπουκιά. Στο εστιατόριο του ξενοδοχείου MonAsty παρατηρούσε ανελλιπώς τα «πειράγματα» της δημιουργικής κουζίνας. Δεν συνηθίζει να τρώει πολύ, προτιμά να τσιμπολογάει από το κάθε πιάτο. Της αρέσει το λευκό κρασί, αλλά με μέτρο. Η Μαλαγουζιά του Γεροβασιλείου και του Κτήματος Άλφα την κέντρισαν ευχάριστα.
Τα γλυκά τής αρέσουν, όπως και ο καφές, γι’ αυτό τίμησε και τα δύο στο Όλυμπος Νάουσα, όπου πραγματοποιήθηκε η συνέντευξή μας. Ο ανακαινισμένος ιστορικός χώρος κέρδισε τη ματιά της. Όμως η προσοχή όλων ήταν σε εκείνη. Η ομάδα του προσωπικού, που ξαφνικά αυξήθηκε απότομα, ο ίδιος ο σεφ Δημήτρης Τασιούλας, ο Άγγελος Ρέντουλας και το σχήμα του Γαστρονόμου, κι εγώ μαζί τους, κυριολεκτικά κρεμόμασταν από τα χείλη της.
Πού μεγάλωσες;
Γεννήθηκα εδώ λίγο πιο πάνω, στη Βελισσαρίου. Εκεί έμεινα μέχρι πέντε χρονών.
Το δεύτερο σπίτι;
Μετά είχαμε πολλά… δεύτερα σπίτια.
Ο μπαμπάς τι δουλειά έκανε;
Ο μπαμπάς από τότε περίπου δεν υπήρχε στη ζωή μας. Ζούσε, αλλά δεν ήταν κοντά μας.
Σε πείραζε αυτό;
Ναι, και τώρα ακόμη. Όταν δω έναν καλό μπαμπά να προσέχει το παιδί του, απ’ τη μια το χαίρομαι κι απ’ την άλλη με παίρνει το παράπονο. Ένα «γιατί» σιγοκαίει μέσα μου.
Η μαμά εργαζόταν;
Σ’ ένα καπνομάγαζο, αλλά έκανε κι άλλες δουλειές για να τα βγάλουμε πέρα. Δεν ήξερε γράμματα, αλλά ήταν έξυπνη και δραστήρια.
Η φτώχεια σε πλήγωνε;
Όλοι φτωχοί ήμασταν τότε, οι περισσότεροι δηλαδή. Λίγοι ήταν οι πλούσιοι. Δεν υπήρχε ενδιάμεση κατάσταση.
Στο σπίτι τι τραγούδια ακούγατε;
Τη μάνα μας ακούγαμε, που τραγουδούσε υπέροχα. Ειδικά αμανέδες.
Στη γειτονιά δεν υπήρχαν πικάπ, ραδιόφωνα;
Η γειτονιά έκανε ησυχία για να την ακούει. Τέτοια φωνή είχε. Μετά μεγαλώσαμε και τραγουδούσαμε όλοι στην οικογένεια. Θυμάμαι μέναμε σε μια πολυκατοικία κι απ’ τον κοινόχρηστο χώρο μού φωνάζανε: «Άιντε, αηδονάκι, τραγούδα κι εσύ!».

Η καταγωγή των γονιών;
Πρόσφυγες με ποντιακή φλέβα. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες είχαν έρθει στο Αντίγονο, ένα χωριό της Φλώρινας, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκεί γνωρίστηκαν οι γονείς μου και εκεί γεννήθηκαν τα τέσσερα αδέρφια μου. Ένα απ’ αυτά, το αμέσως μεγαλύτερο από μένα, ήταν άτυχο. Θα ’ταν επτά-οκτώ ετών όταν το χτύπησε το τραμ και το σκότωσε. Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα, γιατί η αδελφή μου, που ήταν πιο μεγάλη από εμάς, μας έπαιρνε και μας πήγαινε για μπάνιο στην Αγία Τριάδα. Ανέβηκε το αγοράκι ενδιάμεσα στα δύο τραμ και ο ελεγκτής τού χτύπησε τα χέρια και έπεσε… Στην Ευαγγελίστρια το αναπαύσαμε.
Η πρώτη φωνή που άκουσες και ξεχώρισες;
Εκτός απ’ τη μαμά μου, τον Καζαντζίδη.
Στην Αθήνα πότε έρχεσαι;
Είχαν πρώτα φτάσει στην πρωτεύουσα ο μεγάλος μου ο αδελφός με τη μητέρα μου. Εγώ με την αδελφή μου μέναμε στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν δεκαέξι ετών και ήρθα να τους δω για δυο μέρες. Και έμεινες για πάντα… Ναι, γιατί ο αδελφός μου, που ήταν επίσης καλλίφωνος, μάθαινε κιθάρα πλάι στον Στέλιο Χρυσίνη.
Τον περίφημο τυφλό συνθέτη, κιθαρίστα και δάσκαλο;
Ο αδελφός μου ήταν ο πρώτος και ο πιο μεγάλος θαυμαστής μου. Επέμενε να με πάει σε εκείνον, για να με ακούσει. Πράγματι, πήγαμε και ο Χρυσίνης μάς απάντησε: «Περίμενα χρόνια να ακούσω μια τέτοια φωνή».
Ποιο τραγούδι είπες;
Τότε έλεγα τα Ξένα χέρια του Τσιτσάνη με την Γκρέυ.
Γιατί το συγκεκριμένο;
Γιατί «τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια». Τη ζωή μου τραγουδούσα.
Και μετά;
Γλυκάθηκε ο αδελφός μου και με πήγε και στον σπουδαίο, αλλά μεγάλο σε ηλικία τότε τραγουδιστή, τον Στράτο Παγιουμτζή. Με ακούει κι αυτός κι αμέσως ειδοποιεί τον Ζαμπέτα. Βρισκόμαστε στο σπίτι του στο Αιγάλεω και ο Γιώργος αμέσως καλεί στο τηλέφωνο τους υπευθύνους των δισκογραφικών εταιρειών. Το ίδιο βράδυ, με δανεικά ρούχα από μια ξαδέρφη μου έπιασα δουλειά στα Ξημερώματα, τέρμα Πατησίων, με τον Ζαμπέτα, τη Μοσχολιού και τη Μανταλένα, ένα γλυκό κορίτσι και καλή τραγουδίστρια που έφυγε νωρίς.
Πόσα τραγούδια έλεγες;
Καθόμουν στο πάλκο όλο το βράδυ, αλλά έλεγα μόνο ένα τραγούδι.
Τρώγανε τότε στα Ξημερώματα;
Σε όλα τα μαγαζιά υπήρχε κουζίνα και οι περισσότεροι θαμώνες δειπνούσαν εκεί.
Το ίδιο και στο Ακροπόλ Παλάς με τον Χιώτη;
Κι εκεί, και νωρίτερα στη Βεντέτα, όπου εμφανιζόμουν με την Πόλυ Πάνου. Βέβαια, έπρεπε να έχεις κάποια άνεση οικονομική.
Ο Χιώτης ήταν καλός μάγειρας
Δεν θυμάμαι να σου πω, αλλά μαγείρευε. Μας φώναζε στο σπίτι του, κάναμε προβίτσες, μας τραπέζωνε και συμβούλευε τους νεότερους. Όσο σπουδαίος ήταν ως καλλιτέχνης, έτσι ήταν και ως άνθρωπος. Ήμουν άτυχη που έφυγε νέος. Με λάτρευε και ήθελε να μου γράψει τραγούδια. Με φώναζε «το κορίτσι μου».

Τον Καζαντζίδη πότε τον συναντάς;
Εκεί στο 1967. Είχα κάνει μερικές ηχογραφήσεις στην εταιρεία του Πελαγίδη, τότε συζύγου της Πόλυς Πάνου. «Βεντέττα» ήταν η επωνυμία της, όπως και το κέντρο που ανέφερα νωρίτερα. Θυμάμαι ένα βαρύ ζεϊμπέκικο του Χρυσίνη που δισκογράφησα, το Μπορεί να ζούσαμε φτωχά, που, όπως μου είχε πει, «μπορεί να μη γίνει αμέσως επιτυχία, αλλά όλοι θα λένε ποια είναι αυτή που το τραγουδά». Ο Καζαντζίδης έκανε τότε λοιπόν κι εκείνος μια δική του δισκογραφική, τη Standard, και ήμουν στις φωνές που δοκίμαζε και εμπιστευόταν. Θυμάμαι τον Νικολόπουλο εκεί, τον Μητροπάνο. Δεν είχε τελικά αίσιο τέλος η προσπάθειά του. Αργότερα, όταν πήγα στη Minos, σεγοντάριζα σχεδόν όλους τους τραγουδιστές της εταιρείας, παλαιότερους και νεότερους: Μπίνη, Τσαουσάκη, Τσετίνη, Παπαδάκη, Βοσκόπουλο, Νταλάρα, Πάριο, Καλατζή και άλλους πολλούς, και φυσικά και τον Στέλιο. Τους έκανα δεύτερες φωνές στο Αγριολούλουδο, στο Φίλε μου καλέ.
Τι εντύπωση σου έκανε;
Μια ψυχούλα ήτανε ο Καζαντζίδης. Ταπεινός μέσα στο μεγαλείο του, δοτικός, ωραίος. Μέναμε στην πλατεία Κολιάτσου, είχε ανοίξει ένα μανάβικο η μάνα μου εκεί. Θυμάμαι ερχόταν στο παράθυρο του σπιτιού μας, χτυπούσε το κουδούνι και της έλεγε: «Κυρία Ιουλία, ήρθα να μου κάνεις τραχανά και να μου πεις έναν αμανέ».
Και του τον έλεγε;
Βέβαια, και μετά έτρωγε και τον τραχανά. Του άρεσαν του Καζαντζίδη τα τραγούδια της προσφυγιάς, γιατί και ο ίδιος είχε τέτοιες ρίζες.
Στα νεότερα χρόνια, μετά το 1987, όταν και επανήλθε στους δίσκους ύστερα από 12χρονη αποχή, σε είχε συχνά δίπλα του. Σε έβαζε στα άλμπουμ του, του έκανες διφωνίες και πάντα τόνιζε: «Πίτσα Παπαδοπούλου, εδώ βγάζουμε το καπέλο. Τι φωνή, Θεέ μου».
Είναι αλήθεια πως με τίμησε ο Καζαντζίδης και το θεωρώ μεγάλο παράσημο. Ό,τι πιο σπουδαίο μού έχει συμβεί. Με διάλεξε να πω τραγούδια του, επίσης στους αφιερωματικούς δίσκους που έκανε, με καλούσε να συμμετέχω, επιλέγοντας μάλιστα και το τι θα πω. Μου έδειξε μεγάλη αγάπη, απλόχερα. Αυτός ήταν ο Καζαντζίδης και μόνο αυτό ζητούσε με τη σειρά του: αγάπη! μεγάλο παράσημο. Ό,τι πιο σπουδαίο μού έχει συμβεί. Με διάλεξε να πω τραγούδια του, επίσης στους αφιερωματικούς δίσκους που έκανε, με καλούσε να συμμετέχω, επιλέγοντας μάλιστα και το τι θα πω. Μου έδειξε μεγάλη αγάπη, απλόχερα. Αυτός ήταν ο Καζαντζίδης και μόνο αυτό ζητούσε με τη σειρά του: αγάπη!
Πώς γίνεται για σχεδόν μία δεκαετία να είσαι όνομα σε μαγαζιά, να έρχεται ο κόσμος για σένα και δισκογραφικά να μην υπάρχεις;
Είναι παράξενο, αλλά εκείνη την εποχή μετρούσε πολύ η ερμηνευτική ικανότητα του τραγουδιστή και όχι η εικόνα. Αν τα έλεγες, όπως λέμε στον κύκλο μας, ο κόσμος σε ξεχώριζε και σε προτιμούσε. Στο κέντρο Καρουσάκης όπου δούλεψα για πολλά χρόνια, συνεργάστηκα με την Τζένη Βάνου, τη Μαίρη Λίντα, τη Ρίτα Σακελλαρίου κι άλλες μεγάλες φίρμες. Παρότι δεν είχα δισκογραφία, το όνομά μου στη μαρκίζα βρισκόταν σε περίοπτη θέση. Ήταν ένα δεύτερο, ας το πούμε έτσι, μαγαζί όπου τραγουδούσαν αλλά και σύχναζαν πολλοί πρώτοι. Και ποιος δεν πέρασε από εκεί! Δουλεύαμε επτά ημέρες την εβδομάδα.
Άρα το κοριτσάκι που λάτρευε το τραγούδι έκανε το όνειρό του πραγματικότητα;
Τη δουλειά δεν την αγάπησα και, παρότι ακόμα και σήμερα είμαι πάνω στη σκηνή, δεν την πολυαγαπώ. Το τραγούδι όμως το λάτρεψα. Το κοριτσάκι έμεινε στη δουλειά γιατί έπαιρνε πια καλό μεροκάματο και οι υποχρεώσεις, και οι δικές της και της οικογένειας, ήταν πολλές.

Στου Καρουσάκη γνωρίστηκες με τον Μουσαφίρη;
Ο Τάκης ήταν μαέστρος του μαγαζιού. Θυμάμαι όταν βγήκε το 1980 ο πρώτος μας δίσκος, με τίτλο Τι αγάπη Θεέ μου, ήταν σίγουρος για την επιτυχία. Εγώ κάπου είχα απογοητευτεί. Νόμιζα πως δεν θα τα κατάφερνα ποτέ. Είχα συμβιβαστεί με την ιδέα πως θα είμαι μια τραγουδίστρια χωρίς προσωπικές επιτυχίες, που θα την εκτιμά όμως ο κόσμος. Αυτός ο κόσμος ήταν που αγκάλιασε αμέσως τα καινούργια τραγούδια που είπα. Με το που κυκλοφόρησε ο δίσκος, οι πελάτες του μαγαζιού αγόραζαν πέντε πέντε, δέκα δέκα τα αντίτυπα για να τα κάνουν δώρο. Τέτοια λατρεία μού είχαν. Και μετά, πάντα με τον Τάκη, κάναμε και δεύτερο και τρίτο δίσκο μαζί. Το ένα σουξέ ακολουθούσε το άλλο.
Κι όλα αυτά σε μια μικρή δισκογραφική εταιρεία, απ’ αυτές που είχαν την έδρα τους στην Ομόνοια.
Σημασία έχει τα τραγούδια να είναι καλά και ο τραγουδιστής να θέλει να επικοινωνήσει με το κοινό. Ο κόσμος θέλει να ακούσει από τις φωνές μας τα παράπονά του, με αμεσότητα και αλήθεια. Όταν το βρει αυτό, σε έχει για δικό του άνθρωπο.
Κι έτσι μαζί με τον Μουσαφίρη κάνετε έναν ακόμη μεγάλο δίσκο, τέταρτο κατά σειρά, το 1983, σε μια πρωτοκλασάτη πια εταιρεία.
Τότε είπα το Θα τα βροντήξω, τότε τραγούδησα και το Μάνα μου.
Μετά ήρθαν ο Σούκας, ο Ρεπάνης, ο Βαρδής, ο Πάριος, ο Νικολόπουλος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Στεργίου, ο Καμπουρίδης, η Αλαγιάννη και άλλοι μαστόροι, και το νερό κύλησε και κυλάει στο αυλάκι του.
Κάπως έτσι. Δεν το κυνήγησα. Όταν με ζητούσαν οι δημιουργοί και οι εταιρείες, ανταποκρινόμουν στο κάλεσμά τους. Ήταν και η περίοδος που το λαϊκό τραγούδι ήταν ακόμη στις δόξες του. Σήμερα, ενώ έχουμε καλές φωνές, το λαϊκό τραγούδι όχι μόνο δεν στηρίζεται, αλλά θαρρείς και είναι κομμένο από τα μέσα ενημέρωσης.
Οι απαιτήσεις της εργασίας σου σε εμπόδισαν να είσαι καλή μητέρα;
Δεν υπάρχει πανεπιστήμιο για μαμάδες. Η δουλειά μου ήταν και επιβίωση. Δεν μπορούσα να έχω δικά μου θέλω. Έπρεπε να ήμουν παρούσα όπου μου το ζητούσαν. Το μόνο που μπορώ να πω, βάζοντας το χέρι στο Ευαγγέλιο, ήταν ότι έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα μέσα από την ψυχή μου για το παιδί μου.

Φοβάσαι κάτι;
Την ανημποριά. Μέχρι εκεί που πει ο Θεός ότι πρέπει να φύγω, να ξέρω τι μου γίνεται. Δεν θέλω να ταλαιπωρήσω κανέναν.
Απόλαυσες το σεργιάνι μας στη Θεσσαλονίκη;
Έρχομαι έτσι κι αλλιώς τακτικά, λόγω και της δουλειάς του γιου μου στη Χαλκιδική. Η Θεσσαλονίκη πλέον έχει και
γλύκα αλλά και πίκρα για μένα. Αντιλαμβάνομαι την πρόοδο, την αναγκαιότητα της εξέλιξης των πραγμάτων. Μου λείπει όμως η ζεστή πόλη που ήξερα. Τώρα οι γειτονιές και οι δρόμοι έχουν αλλάξει, το ίδιο και οι σχέσεις των ανθρώπων.
Μια γλυκιά μνήμη;
Η μυρωδιά από την ταβέρνα που έκανε σουτζουκάκια στα Λουλουδάδικα.
Διαβάζεις τον Γαστρονόμο;
Έχω όλα τα τεύχη και τα κρατάω. Είμαι φαν. Μου αρέσουν οι συνταγές και οι θεματικές του, οι εκπλήξεις του σε άγνωστους προορισμούς, χωριά, μοναστήρια.
Μαγειρεύεις;
Λιγότερο από παλιά. Όταν μαγειρεύω, μιλάω με τη μάνα μου. Γίνομαι ξανά ένα μαζί της.

Ο γιος της Πίτσας Παπαδοπούλου για τη… μαγείρισσα μητέρα του
Ο Μάριος ασχολείται με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στη Χαλκιδική. Έχει σπουδές μαγειρικής στο ενεργητικό του και στο γεύμα μας στη Διάβαση μας σεργιάνισε με πληρότητα στον γαστρονομικό χάρτη της Θεσσαλονίκης. Αγαπάει το φαγητό, ενώ και ο ίδιος μαγειρεύει. Φίλοι του που ήταν μαζί μας και έχουν γευτεί την τέχνη του λένε ότι μαγειρεύει «ξελογιαστικά». Μας μίλησε και για τις αρετές της μητέρας του, στην κουζίνα και όχι μόνο.

«Το πιο περιζήτητο πιάτο της είναι τα σουτζουκάκια. Είναι εκπληκτικό πώς καταφέρνει πάντα να έχουν συγκλονιστική γεύση. Με κόκκινη σάλτσα, μαμαδίστικη. Κυριολεκτικά αδιαφορείς για το συνοδευτικό τους. Εξαφανίζονται σε χρόνο-ρεκόρ κατευθείαν από την κατσαρόλα.
»Τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά ή σε κάποια μεγάλα τραπέζια συνηθίζει να ετοιμάζει μπούτι χοιρινό με ανανά. Δένει ένα “ακανόνιστο” κομμάτι και το μαρινάρει για μία μέρα σε σάλτσα εσπεριδοειδών. Στη συνέχεια το σιγοβράζει με πατάτες στον φούρνο.
»Δημιουργεί ακόμη τέλειες ζύμες, εκτελεσμένες με ιταλική χειρουργική ακρίβεια. Ντοματίνια, φέτα, δεντρολίβανο καταλήγουν σε ένα θανατηφόρο αποτέλεσμα. Η φοκάτσιά της έχει εσωτερική δύναμη και όγκο, όπως ακριβώς η φωνή της. Δεν μπορείς να την περιγράψεις, δεν γίνεται να τη χορτάσεις.

»Γνωστοί και φίλοι μιλούν και ζητούν διαρκώς τα κιμαδοπιτάκια της. Είναι πατέντα δική της. Θα έλεγα πως ενώνει τρεις διαφορετικές συνταγές σε μία. Οι μερακλήδες τα συνοδεύουν με ελαφρύ άλειμμα τυριών, συνήθως με βάση τη φέτα.
»Και τελειώνω με μια στιγμή που δεν θα φύγει ποτέ από τη σκέψη, την ψυχή και τη γεύση μου. Η μητέρα μου με τη γιαγιά μου μαγειρεύουν μελιτζάνες στον φούρνο, είτε ιμάμ είτε παπουτσάκια. Μάνα και κόρη μαζί στην κουζίνα. Η πρώτη με την προσφυγιά στο αίμα της να σιγοτραγουδά αμανέδες και η άλλη να ακολουθεί στο τραγούδισμα, αυθόρμητα, αυτοσχέδια. Μια τραγουδιστική, “ερωτική” θα τη χαρακτήριζα, συνύπαρξη που όμοιά της δεν υπάρχει. Φαγητό φτιαγμένο με αγάπη, γλυκό σαν μέλι. Από τότε όμως που έφυγε η γιαγιά, δεν είναι το ίδιο. Νόστιμο μεν, θεϊκά τέλειο όμως, όπως ήταν, όχι».

