Έχω επισκεφθεί δεκάδες σουβλατζίδικα στην Αθήνα και εκτός. Έχω γράψει δύο βιβλία για το σουβλάκι. Αυτό όμως που συμβαίνει στο μαγαζί του κυρ Ανδρέα στον Κορυδαλλό δεν το έχω ξαναδεί.
Σε μια γειτονιά με μονοκατοικίες και αυλές, πίσω από τις φυλακές, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Στο μικρό σουβλατζίδικο με την τιρκουάζ πρόσοψη τα κάρβουνα καίνε στην ψησταριά στη μία γωνία. Στον πάγκο τρία-τέσσερα κόκκινα, πικάντικα κρεμμύδια περιμένουν καθαρισμένα – όχι κομμένα. Αυτό θα γίνει την ώρα που θα τυλιχτεί το σουβλάκι. Δίπλα τους, γυαλιστερές ντομάτες, πλυμένες, ολόκληρες – για τον ίδιο λόγο. Στη ρετρό φριτέζα, οι πατάτες «χοροπηδάνε» μέσα στο χρυσαφένιο λάδι. Δεν έχουν ίδιο σχήμα, γιατί έχουν κοπεί στο χέρι. Το τζατζίκι, πηχτό και κατάλευκο, φτιαγμένο από στραγγιστό γιαούρτι, μοσχοβολάει σκόρδο και αγγούρι. Πάνω στη σχάρα κοχλάζει ένα κατσαρολάκι με κόκκινη, πυκνή σάλτσα. «Αυτή είναι η ρουτίνα μου από τότε που ανέλαβα το μαγαζί το 1987», λέει η κυρία Αγγελική, η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού.
Το κατάστημα πρωτοάνοιξε ο Ανδρέας Κανελλόπουλος το 1958, όταν η περιοχή λεγόταν ακόμη «Γηροκομείο» και είχε κυρίως οικόπεδα. Η πρώτη άδεια «από το βασίλειο της Ελλάδας» κρέμεται στον τοίχο. Δίπλα στην άδεια, μια φωτογραφία από το παλιό μαγαζί με ένα τραπέζι γεμάτο κόσμο. Ο κυρ Ανδρέας, με καταγωγή από τη Μεσσηνία, ήρθε πιτσιρικάς στη Νίκαια, όπου δούλευε γκαρσόνι στο καφενείο του μεγάλου του αδελφού. Κάποια στιγμή, μετακόμισε στον γειτονικό Κορυδαλλό. Ήθελε να κάνει τα δικά του, παντρεύτηκε και γρήγορα άνοιξε το μαγαζί του. Αρχικά, είχε μεζέδες που έφτιαχνε η Mικρασιάτισσα πεθέρα του. Το 1972, όταν άρχισαν να χτίζονται οι φυλακές λίγα μέτρα πιο κάτω, το μαγαζί έγινε σουβλατζίδικο. Από τότε, βρίσκεται εκεί, σχεδόν απαράλλαχτο. Το 1987 πέθανε ξαφνικά από ανακοπή. Η κυρία Αγγελική, η κόρη του, πήρε την απόφαση να συνεχίσει. «Τον αγαπούσα πολύ. Δεν μπορούσα να δεχτώ πως έφυγε. Ήξερα πως η ψυχή του είναι εδώ. Το μαγαζί το κράτησα σε μια στιγμή υπερσυναισθηματισμού. Τελικά, δεν μου βγήκε σε κακό. Είμαι ευτυχισμένη εδώ».
Το σουβλατζίδικο λειτουργεί με συγκινητική αφοσίωση στη φρεσκάδα των υλικών. Η ιδιοκτήτρια εξυπηρετεί όσο κόσμο μπορεί, χωρίς να βιάζεται. «Θα μπορούσα να επεκτείνω τη δουλειά μου, αλλά δεν θέλω. Θέλω λίγα, καλά και φρέσκα κάθε μέρα. Να φεύγει ο πελάτης χορτάτος και να κοιμάται ήσυχος», λέει.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο

