«Βάνομε τα λάχανα –ζεγκούνοι, μοσκολάχανα, σκατζίκια, παπαρούνες, κάριονες, γρινιοπόδοι, βερβελίδια, λομποτιές, κουφολάχανα, λαγαύτια– στην πινιάτα καλά πλυμένα, δίχως άλλο νερό, και τσου δίνομε δύγιο γυρισιές στη στια. Απελιούμε το πρικιό νερό απού θα βγάλουνε. Τσιγαριάζομε κρεμμύδια φρέσκα και σκόρδα, καμμίανε πρασουλίδα, με λάδι, αμή και κανά σέσκλο να γλυκάνει, ρίχτομε τα λάχανα, κοκκινοπίπερο κουτουρού και αλάτι και βράζομε. Το τσιγαρέλι είναι πάντοτές του καούρικο, για να τραβάει κρασί και να θερμαίνει».
Nα φορούσε στα χείλη το διαβολικό κόκκινο του Γκερλαίν; Να έβαζε κραγιόν όταν δεχόταν μουσαφίρηδες ή το ’χε φορεμένο ολημερίς; Ποιος ξέρει. Κάπου κάπου τα χείλη της θα βάφονταν και με την κόκκινη τιντούρα από τον σκούρο σούγο, την παχιά σάρτσα, αυτό το ηδονικό, μελένιο ζουμί που χαρίζει στο παστιτσάδο το λαμπερό του χρώμα και την υπαρξιακή του νοστιμιά.
Ποια βαθιά ανάγκη, ποια επιθυμία ακαταμάχητη έκαναν τη Νινέττα Λάσκαρι* να μαγειρέψει αυτό το τόσο πυκνό βιβλίο; Ποια παλιά μυρωδιά φοβόταν μην ξεχάσει;
Στον σούγο από δεμένο φαΐ που ’χε στην πινιάτα, θα βούτηξε κάποια μέρα την πένα της και θα άρχισε να γράφει. Το ’χε πάρει απόφαση: δεν θα ησύχαζε αν δεν έγραφε όλη τη γεύση του τόπου της. Τις οσμές, τα έθιμα, τις ιστορίες, τα φαγητά. Όπως τα έζησε όλα αυτά στον εικοστό αιώνα που έφερε τα πάνω κάτω στο νησί της, περισσότερο ίσως από άλλα μέρη της Ελλάδας. Θέλησε να κρατήσει τη μνήμη του νησιού της αναμμένη. Για τα παιδιά και τα εγγόνια της. Η γιαγιά μας η Νινέττα.
Να ’ταν ψηλή ή μινιόν σαν πεβερόνι καούρικο;
Τη διαβάζω και αναβλύζει μέσα από τις σελίδες σαν πίδακας η στεντόρεια φωνή της: «Κόφτομε φτενάδες στρόγγυλες τα νεράτζια –παστρεμένα– μέσα στο γαδίνι για να μην πελληθεί το ζουμί. Ρίχτομε λάδι – πες και βάλε κάνια μεσόκουπα– κοκκινοπίπερο πολύο και τότσο αλάτι». Στο τότσο αλάτι η χαλκεόφωνος γυναίκα γλυκαίνει, την ακούω και τη βλέπω μπροστά μου να κάνει με τα δάχτυλά της μια τσιμπιά. Μου δίνει μια τσιμπιά νεράντζι (πορτοκάλι) στο στόμα.
Τι γεύση: το πορτοκάλι, το λάδι, το αλάτι, το κοκκινοπίπερο. Γεύση εκρηκτική, απείρως περίπλοκη, τέσσερα υλικά, όλη η Κέρκυρα. Η μεσόγειος ζωή.
Βουτάω στην Κέρκυρα: Μια ματιά μέσα στον χρόνο, 1204-1864, στην έκδοση του Ποταμού που έχω κάνει φύλλο και φτερό, περιδιαβάζω τον κήπο της γραφής της. Στις φθαρμένες σελίδες ένας τόπος πλουμιστός, ξέχειλος, με στιβάδες Ιστορίας αξεδιάλυτες, που μπλέκονται σαν περικοκλάδες η μία με την άλλη. Τη φαντάζομαι να κόβει λουλούδια για τα βάζα της, σαν άλλη Mrs Dalloway να φροντίζει τα σημαντικά και τις λεπτομέρειες. Η ίδια ένα βάζο με λουλούδια.
Το Πάσχα, τα χέρια της να μύριζαν άραγε περγαμόντο; Να έσταζε στάλες λεϊμόνι σε κάθε οφθαλμό κατά την παλαιά συνήθεια που είχαν οι κοκέτες για να ξελαμπικάρει ο κερατοειδής; Ποιος ξέρει.
Αυτό που ξέρω: αυτή η γυναίκα, ένα ποτάμι από γυναίκες. Που αρδεύει τους διψασμένους αναγνώστες. Στις φράσεις της το συλλογικό απόθεμα αιώνων οικιακής οικονομίας, το γραπτό της μια despensa της παλιάς κορφιάτικης ζωής. Οι σελίδες μοσχοβολούν πορτοκάλι και κοκκινοπίπερο. Τις ξεφυλλίζω και με τυλίγει ρίγος μεταφυσικό.
Ποιο να ήταν το αγαπημένο της χρώμα; Το αγαπημένο της γλυκάκι; Τι γεύση να είχαν τα φιλιά που την έκαναν να χάσει τον ύπνο της; Ποιος ξέρει.
• Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ», τεύχος 231

