Όποια μέρα και να περάσει κανείς από την Ξενοκράτους, θα εκτιμήσει την ομορφιά της. Στις παρυφές του Λυκαβηττού, ανάμεσα στη Δεξαμενή, τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, ο ήσυχος δρόμος, με τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων που είναι φυτεμένα σε όλο το μήκος του και τα σκαλάκια-«παρατηρητήρια» με την εντυπωσιακή θέα, ελάχιστες ομοιότητες έχει με το φασαριόζικο κέντρο λίγα μέτρα παρακάτω. Οι λόγοι που κάποτε αυτό το σημείο της γειτονιάς το έλεγαν «τ’ όμορφο» είναι ακόμα εμφανείς. Ειδικά όμως τις Παρασκευές αξίζει να βρεθεί κανείς εδώ για να βολτάρει στη λαϊκή που στήνεται από νωρίς το πρωί και να ψωνίσει ξεχωριστά προϊόντα. Στον ίδιο δρόμο θα βρει παραταγμένα, σχεδόν στη σειρά, μερικά από τα πιο παλιά, κλασικά εστιατόρια της Αθήνας.
Παρασκευή πρωί στη λαϊκή
![]() |
![]() |
Τα μανουσάκια του κυρίου Κώστα κάνουν όλη τη λαϊκή να μοσχοβολάει. Όπως και τους ζοχούς που σχηματίζουν έναν μεγάλο λόφο δίπλα στα παραταγμένα μπουκέτα, τα έχει μαζέψει ο ίδιος από το βουνό, ενώ τα υπόλοιπα που πουλάει (μπρόκολα, λάχανα κ.ο.κ.) τα καλλιεργεί ο ίδιος. Είναι μόνο ένας από τους παραγωγούς που κάθε Παρασκευή, από τις έξι το πρωί μέχρι το μεσημεράκι, στήνουν τους πάγκους τους στη λαϊκή της Ξενοκράτους, η οποία λειτουργεί εκεί από το 1939. Αυτή είναι η πολύχρωμη και ζωντανή Λαϊκή Αγορά που έχει αποτυπώσει και ο Παναγιώτης Τέτσης (ο οποίος είχε το ατελιέ του στην Ξενοκράτους) στην ομώνυμη, μνημειώδη σειρά έργων του, συνολικού μήκους 58 μέτρων. Μανταρίνια, πορτοκάλια αλλά και μοβ καρότα και λαχανίδες και ιδιαίτερα μανιτάρια στολίζουν σήμερα τους πάγκους. Σε εκείνον του Παναγιώτη Μπάκου θα βρει κανείς από φρέσκα μανιτάρια σιτάκε και βασιλομανίταρα μέχρι μανιτάρια «χαίτη του λιονταριού», με την εξαιρετικά «κρεατένια» υφή, και πορτομπέλο, τα οποία καλλιεργούνται στην Αρκαδία, στις εγκαταστάσεις της οικογενειακής επιχείρησης.

Λίγο παραπέρα, μπροστά στο ψυγείο του, στέκεται και ο Αντώνης Τριανταφυλλόπουλος με τα διαλεγμένα ελληνικά τυριά του, που σπάνια συναντά κανείς ακόμα και σε εξειδικευμένα καταστήματα, ανάμεσα στα οποία και πολλά αιγαιοπελαγίτικα. Έχει σκοτύρι και τριλογία από το Νιώτικο τυροκομείο της Ίου, βολάκι Άνδρου και αληθινά πικάντικη κοπανιστή από τη Μύκονο, αρσενικό Νάξου, πρέντζα, παλαιωμένες γραβιέρες αλλά και στακοβούτυρο, φρέσκο βούτυρο του Ιδρύματος Τοσίτσα και ένα σωρό ακόμα λιχουδιές από διάφορες μεριές της Ελλάδας.
«Ήταν το όνειρό μου να “κυνηγάω” και να φέρνω στην αγορά τα εξαιρετικά προϊόντα που έχουμε στη χώρα μας», λέει ο κύριος Τριανταφυλλόπουλος, πρώην δημοσιογράφος σε γνωστές εφημερίδες και περιοδικά, ο οποίος πριν από μερικά χρόνια έκανε αλλαγή καριέρας και ζωής. Σήμερα τον βρίσκουμε τέσσερις μέρες την εβδομάδα σε λαϊκές της Αθήνας, όπως αυτή της Ξενοκράτους και του Νέου Κόσμου. «Έχω μεγαλώσει σε ένα μικρό χωριό και τα τυριά του μου το θυμίζουν», λέει μια περαστική πελάτισσα. «Νόστος-νόστιμος!», απαντά εκείνος.
Εστιατόρια-σαλόνια των θαμώνων τους

![]() |
![]() |
Εκατό χρόνια (και βάλε) μετράει πλέον ο Φιλίππου, το αστικό μαγειρείο με την ανοιχτή κουζίνα, τα οικεία ελληνικά φαγητά στη βιτρίνα και τα κολλαριστά λευκά τραπεζομάντιλα. Ήταν 1923 όταν ο Κωνσταντίνος Φιλίππου, από το Διχώρι στα Βαρδούσια, άνοιξε ένα παγοπωλείο-καρβουνιάρικο στις πλαγιές του Λυκαβηττού. Λίγο αργότερα το μετέφερε στη σημερινή του θέση, όπου άρχισε να λειτουργεί ως κρασοπουλειό, κερδίζοντας μάλιστα το 1935 χρυσό βραβείο για το κρασί που έφτιαχνε στο υπόγειο. Όπως συνέβαινε συχνά εκείνη την εποχή, το μαγαζί άρχισε να σερβίρει και μερικά απλά μεζεδάκια για να τρώνε «στο πόδι» όσοι πήγαιναν να προμηθευτούν το κρασί τους και, σιγά σιγά, πήρε τη σημερινή του μορφή, με τα λαδερά, τα όσπρια, τα κοκκινιστά και τα άλλα μαγειρευτά σε πρώτο πλάνο. «Το μαγαζί γεννήθηκε από τη φακή και τη φασολάδα, και η φακή και η φασολάδα παραμένουν τα πιο δυνατά του πιάτα», λέει η Πατρίσια Φιλίππου, που μαζί με τις κόρες της, Σύνθια και Μαριάννα, κρατούν τα ηνία του εστιατορίου. Οι γεύσεις είναι απλές, καθαρές και η φροντίδα έκδηλη σε κάθε πιάτο, από την ντοματοσαλάτα μέχρι το παστίτσιο και τον μουσακά. Για πολλούς από τους θαμώνες, εδώ είναι το σπίτι τους και δεν είναι καθόλου σπάνιο να δεις κάποιους από αυτούς να πιάνουν τραπέζι και, συχνά συνοδεία εφημερίδας, να απολαμβάνουν την κότα μιλανέζα ή το κοκκινιστό τους κατά μόνας.
![]() |
![]() |
«Κάποια στιγμή που ανακαινίζαμε το μαγαζί, πολλοί θαμώνες περνούσαν αγχωμένοι, φοβούμενοι ότι θα αλλάξουμε κάτι στον χώρο. Φυσικά δεν το άλλαξα, ούτε και έχω σκοπό να το αλλάξω ποτέ. Νιώθω ότι δεν έχω το δικαίωμα. Μαγαζιά σαν το δικό μας θεωρώ ότι είναι το σαλόνι του πελάτη», περιγράφει ο Απόστολος Γεροδήμος, ιδιοκτήτης του έτερου κλασικού μαγειρείου της Ξενοκράτους. Στην ταμπέλα του Όμορφου, ως έτος ίδρυσης αναφέρεται το 1936. Το ξεκίνησε ένας Ηπειρώτης από την Κόνιτσα και αρχικά βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ενώ το 1964 μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση λειτουργώντας ως καφενές-ταβερνάκι. Τη δεκαετία του ’80 πέρασε στα χέρια της οικογένειας Γεροδήμου (η οποία έχει επίσης καταγωγή από την Ήπειρο), αρχικά στον Βασίλη και στη σύζυγό του Χρυσαυγή και έπειτα στον γιο τους Αποστόλη, που μεγάλωσε μέσα στο μαγειρείο.

«Έχω φωτογραφία του μαγαζιού από τότε που δεν υπήρχαν τριγύρω καθόλου πολυκατοικίες και ο Λυκαβηττός ήταν ακόμα νταμάρι, δεν είχαν φυτευτεί καν δέντρα! Η περιοχή ήταν βοσκότοπος, γι’ αυτό και λεγόταν “κατσικάδικα” ή “προβατάδικα”», περιγράφει ο ίδιος. Οι παιδικές του αναμνήσεις από την Ξενοκράτους και την οικογενειακή επιχείρηση έχουν ενδιαφέρον: «Το μαγαζί ήταν στέκι παλιών πολιτικών και καλλιτεχνών: Μερκούρη, Ντασέν, Τζούμας, Πλωρίτης… Έχω σερβίρει αυλάρχη του βασιλιά αλλά και έναν από τους αγαπημένους μου θαμώνες, τον δημοσιογράφο Κωνσταντίνο Ρουσσέν. Στον συγκεκριμένο δρόμο, επειδή ήταν και είναι ένας από τους πιο όμορφους της Αθήνας, έχουν γυριστεί πάρα πολλές ελληνικές ταινίες. Το Περάστε την πρώτη του μηνός, για παράδειγμα, με τον Παπαμιχαήλ και τη Φόνσου, έχει γυριστεί και στο δικό μας μαγαζί, το ίδιο και διάφορες σειρές του Θανάση Βέγγου και πολλές ακόμη ταινίες, στις οποίες μάλιστα τα παιδιά της γειτονιάς συμμετείχαν ως κομπάρσοι!», λέει και συμπληρώνει ότι «η Ξενοκράτους έχει ακόμα αίσθηση γειτονιάς και μια πραγματική, ωραία αστική αρχοντιά».
Το συνταγολόγιο του μαγαζιού έχει πάνω από 150 διαφορετικά πιάτα της ελληνικής κουζίνας, που εναλλάσσονται κάθε μέρα: κατσικάκι με πατάτες, σπανακόρυζο, γίγαντες Καστοριάς πλακί, κοτόσουπα με κριθαράκι, μοσχαράκι με κολοκυθάκια αυγολέμονο, λαχανοντολμάδες, ηπειρώτικες πίτες, όταν προλαβαίνουν… Μαγειρεύουν αποκλειστικά με ελαιόλαδο, ενώ το μενού της επόμενης μέρας βγαίνει τελευταία στιγμή, το προηγούμενο βράδυ, ανάλογα με τα φρέσκα υλικά που θα βρουν στην αγορά.
Καφέ ντε Παρί ή nigiri;
![]() |
![]() |
Δεν είναι μόνο ένα από τα παλιότερα γαλλικά της Αθήνας, αλλά σταθερά ένα από τα καλύτερα. Πού αλλού θα βρεις τέτοια αντρεκότ Καφέ ντε Παρί με τραγανές πατατούλες λεπτές σαν σπιρτόξυλα, ταρτάρ, φιλέτο με σος πιπεριού, τουρνεντό Rossini, κρεμμυδόσουπα, σαλιγκάρια Βουργουνδίας, ρουστίκ coq au vin ή γλώσσα meunière, και μάλιστα σερβιρισμένα με όλα τα γοητευτικά τελετουργικά του παρελθόντος, μέσα από επάργυρες καμπανούλες που ανασηκώνουν συγχρονισμένα οι σερβιτόροι με τα λευκά πουκάμισα και τα μαύρα γιλέκα; Από τα τραπέζια του έχουν περάσει αμέτρητες προσωπικότητες, από τον Ομάρ Σαρίφ και τον Μπελμοντό μέχρι τον Ωνάση και την Κάλλας. Ο λόγος για το αειθαλές L’Abreuvoir, που άνοιξαν το 1965 ο γαλλοτραφής Αλέξης Κώτσης μαζί με τη σύζυγό του Γιάννα, μια εποχή που η Αθήνα είχε ελάχιστα εστιατόρια και ακόμη λιγότερα εστιατόρια με διεθνή κουζίνα. Σήμερα τα παιδιά τους, Σπύρος και Κλαίρη, συνεχίζουν με την ίδια ακριβώς φιλοσοφία. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφεθείς στη φροντίδα τους και να θυμηθείς να παραγγείλεις εγκαίρως το σουφλέ σοκολάτας, που θέλει τον χρόνο του για να γίνει, αλλά αξίζει και με το παραπάνω.
![]() |
![]() |
Πολύ νεότερο, αλλά με τη δική του ιστορία στην κατηγορία του, το Kiku, ένα από τα πρώτα μαγαζιά που σέρβιραν ιαπωνική κουζίνα στην Αθήνα τη δεκαετία του ’90, έχει μετακομίσει πλέον από την οδό Δημοκρίτου στην Ξενοκράτους. Στο νέο του πόστο, με τον ατμοσφαιρικό χαμηλό φωτισμό, το μενού έχει και πιο δημιουργικές προτάσεις, όπως και επιρροές από άλλες κουζίνες του κόσμου, με highlight όμως πάντα τα καλοφτιαγμένα nigiri και τα rolls. Θα τα συνοδεύσετε με κοκτέιλ ή, ακόμα καλύτερα, με σάκε από την εκτενή συλλογή τους.
Πηγή: Γαστρονόμος











