Στο Αρχοντικό Φρόσως Ιωαννίδου, στο γραφικό χωριό του Ζαγορίου με την πλατανοσκέπαστη πλατεία, ψηλά στα 1.080 μέτρα, καταστρώσαμε ένα λαμπρό γιορτινό μενού με ποταμίσιες καραβίδες, ηπειρώτικη κρεατόπιτα και ζαρκάδι.
Φτάσαμε αργά το βράδυ στο Τσεπέλοβο. Κατάκοποι από τις διαδρομές και ξυλιασμένοι από το γερό κρύο, χωθήκαμε στο πανδοχείο, πήραμε θέση δίπλα στο τζάκι και δεν το κουνήσαμε παρά μόνο το επόμενο πρωινό. Κατεβήκαμε στην πλατεία στο μεσοχώρι, διασχίζοντας τα καλντερίμια του χωριού ντυμένοι όσο πιο ζεστά γινόταν. Ανείπωτη η ομορφιά του μέρους μες στο θαμπό φως του πρωινού. Ήταν η ώρα που σχολούσε η εκκλησία. Στην πλατεία με τους δυο πλατάνους είχαμε συναπαντήματα με τους ντόπιους, καλημέρες και καλωσορίσματα, και περάσαμε να ανάψουμε κι εμείς ένα κεράκι στον Άγιο Νικόλαο, που τόσο μας τον είχανε παινέψει, και δικαίως, ως τοπόσημο του χωριού. Μια εκκλησιά ζωγραφιστή, τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, που όλο της το εσωτερικό είναι ένα λεπτό εργόχειρο που αγιογραφήθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη το 1786 από δεξιοτέχνες αγιογράφους Καπεσοβίτες.
Από πάντα κεφαλοχώρι
Κεφαλοχώρι ήδη από τον 18ο αιώνα, οπότε υπήρξε διοικητικό κέντρο του Ζαγορίου, το Τσεπέλοβο, στα 1.080 μέτρα στις πλαγιές της Τύμφης, είναι ακόμα και σήμερα, πληθυσμιακά, το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής. Έχει να καμαρώνει για τη μεγαλύτερη ντίβα του ελληνικού θεάτρου, τη σπουδαία Μαρίκα Κοτοπούλη, εκ καταγωγής Τσεπελοβίτισσα. Αν και η απογραφή του 2021 αναφέρει 220 κατοίκους, αυτή τη στιγμή οι μόνιμοι δεν ξεπερνούν τους 80.
Πολλοί από αυτούς είναι συνταξιούχοι, ενώ οι περισσότεροι από τους εν ενεργεία εργαζομένους διαθέτουν οικογενειακές επιχειρήσεις τουριστικού ενδιαφέροντος. Λίγοι δραστηριοποιούνται πλέον στο εμπόριο ξυλείας, στη γεωργία, στην κτηνοτροφία και στην τυροκόμηση κι αρκετοί έχουν το κυνήγι σαν χόμπι. Στο παρελθόν το χωριό ήταν σχεδόν αύταρκες. Είχε κρεοπωλείο, χασαπαριό, φούρνο κι άλλα πολλά μαγαζιά, από υποδηματοποιείο και τσαρουχάδικο μέχρι παντοπωλείο, ζαχαροπλαστείο και τενεκετζίδικο. Είχε μέχρι και αλευρόμυλους η περιοχή.
«Εμένα, όταν τελείωσα το Δημοτικό και γράμματα δεν μάθαινα, με έστειλαν και έμαθα τέχνη και έγινα ράφτης. Έραβα ρούχα, σακάκια, παντελόνια των αντρών, τα οποία τα ύφαιναν οι γυναίκες από τα μαλλιά του πρόβατου», μας διηγείται ο κ. Βασίλης Σουλτάνης, γιος Σαρακατσάνου τσέλιγκα, γεννημένος το ’40 στο Τσεπέλοβο.
«Κι ύστερα, όταν σταμάτησα από ράφτης, έπιασα να δουλεύω στον δασικό συνεταιρισμό. Φεύγαμε τη Δευτέρα και γυρίζαμε το Σάββατο, όλη μέρα ήμαστε με σκηνές στο δάσος. Εκεί μαγειρεύαμε, εκεί τρώγαμε και δουλεύαμε όλη μέρα στα κούτσουρα. Παίρναμε ένα ζυγούρι, το σφάζαμε εκεί πέρα, το βάζαμε στη σακούλα μην το φτύσουν οι μύγες και το κρεμάγαμε, και το μαγειρεύαμε ή με πατάτες ή με μακαρόνια ή με κριθαράκι. Το βράδυ τρώγαμε μια κονσέρβα και τα πρωινά, αυγά και τυρί, ό,τι είχε καθένας έτρωγε», αναπολεί, ευχαριστώντας παράλληλα τον ταβερνιάρη που του έφερε ένα δεύτερο ουζάκι: «Μπράβο, Θόδωρα, να ζήσει η πεθερά σου!».
Και ενθυμούμενος τα παλιά, μας λέει: «Εκείνα τα χρόνια ήμασταν εδώ απάνω 500 άτομα και τώρα έχουμε απομείνει όλοι γερόντοι. Ήμασταν στον συνεταιρισμό 35 άτομα και τώρα ζούμε μόνο τρεις, όλοι οι άλλοι έφυγαν». Πλέον, εκτός από δυο-τρία καφέ, ταβέρνες και ξενώνες, στο Τσεπέλοβο λειτουργεί μόνο ένα μικρό παντοπωλείο και καταστήματα με τουριστικά είδη. «Από τα πρώτης ανάγκης χρειαζούμενα, το ψωμί μάς το στέλνουν από τις Καρυές και τα φάρμακα από τα Γιάννενα», μας λέει ο κ. Θωμάς Κήττας, ιδιοκτήτης του εστιατορίου Μικρή Άρκτος, που βρίσκεται κάτω από τον έναν πλάτανο της πλατείας.
Το Τσεπέλοβο είναι χαρακτηρισμένο παραδοσιακός οικισμός, αληθινό κόσμημα του Ζαγορίου, ένας τόπος που υμνεί τη θρυλική ηπειρώτικη αρχιτεκτονική, όχι μόνο με τα πανέμορφα σπίτια και τα αρχοντικά του, αλλά και με τα δεκάδες πρότυπα πέτρινα γεφύρια που βρίσκονται στη γύρω περιοχή, όπως αυτά της Κοβάτσαινας, του Κονόμου, το Παλιογέφυρο, το γεφύρι Χάτσιου και η ξακουστή τοξωτή γέφυρα του Κοκκόρη ή του Νούτσου, που χτίστηκε το 1750 και είναι υπόδειγμα ηπειρώτικης γεφυροποιίας.
Οι διαδρομές μέσα στην πλούσια φύση με τα ψηλά βουνά και τα ωραία δάση μάς οδήγησαν πρώτα βορειοανατολικά, στη Σαρακατσάνικη Στάνη, στον Γυφτόκαμπο, όπου υπάρχει κατασκευασμένο σύμπλεγμα από καλύβες, με στόχο να αποδοθεί το περιβάλλον της σαρακατσάνικης ζωής με τον χαρακτήρα της νομαδικής κτηνοτροφίας. Ύστερα πήραμε πάλι τον δρόμο προς τα πίσω και νοτιοδυτικά, φτάσαμε έως την περίφημη στροβιλιστή Σκάλα του Βραδέτου του 18ου αιώνα, ένα ιδιότυπο πέτρινο κατασκεύασμα με 1.100 μικρά σκαλοπάτια, τρεις λωρίδες κυκλοφορίας και μήκος1,5 χιλιόμετρο, που χτίστηκε για να συνδέει το χωριό Βραδέτο με το Καπέσοβο και έχει πλέον χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Χριστούγεννα με κολεντήνες και λαλαγγίτες
Εθιμοτυπικά το ψωμί των Χριστουγέννων στο Τσεπέλοβο λέγεται κολεντήνα, φτιαχνόταν παραδοσιακά με σταρένιο αλεύρι και πλαθόταν σε σχήμα 8 την παραμονή της γιορτής, «τα κόλεντε», όπως τη λέγανε. Δίνανε και στα αναδεχτούδια (βαφτιστήρια) τις κολεντήνες, κρεμώντας τες στον λαιμό τους με κόκκινο μπρισίμι (κλωστή).
Το βράδυ της παραμονής, ακόμα και τώρα, φτιάχνουν τους λαλαγγίτες, που τους λένε και «σπάργανα του Χριστού» και είναι σαν κρέπες που τις σερβίρουν με καρύδια και ζεματιστό σιρόπι ζάχαρης ή μελιού. Οι καθημερινές τους πίτες ήταν οι λαχανόπιτες και οι τυρόπιτες, όμως ανήμερα την Πρωτοχρονιά έφτιαχναν κρεατόπιτα συνήθως, που ήταν είτε αλευρόπιτα είτε αραποστόπιτα (καλαμποκόπιτα), και βάζανε μέσα ένα κομμάτι άχυρο για να προκόψουν τα σιτηρά τους, ένα κομμάτι κλήμα για να είναι τα αμπέλια τους καρπερά, ένα κομμάτι ξύλο κρανιάς για να είναι όλοι γεροί κι ένα φλουρί κωνσταντινάτο, που το έλεγαν μπάχτι, για να είναι πλούσια η χρονιά. «Βέβαια το κρέας ήταν και είναι ο βασιλιάς», συμπληρώνει ο κ. Βασίλης Σουλτάνης. «Αρνάκι ψητό στη γάστρα. Αυτό είναι το χριστουγεννιάτικο φαΐ μας».
Γιορτινό τραπέζι στο Αρχοντικό της Μάνας
Λίγα βήματα πάνω από την πλατεία του χωριού στέκει αγέρωχο το Αρχοντικό Φρόσως Ιωαννίδου, γνωστό ως το Αρχοντικό της Μάνας του Ζαγορίου. Δεν νομίζω ότι θα βρίσκαμε πιο ωραίο, πιο ταιριαστό μέρος για να στρώσουμε ένα τραπέζι γιορτινό και αρχοντικό, που να αποτυπώνει τον τεράστιο πλούτο του ηπειρώτικου τοπίου.
Οι πρώτες αχτίδες του ανατέλλοντος ηλίου πέφτουν σαν προβολείς στην μπροστινή όψη του αρχοντικού. Χτισμένο σε περίοπτη θέση, από τα παράθυρά του έχει θέα όλο το χωριό, που αναπτύσσεται σε πλαγιά, και στα βάθη τα βουνά της Πίνδου. Στην κεντρική είσοδο μας περιμένει για να μας προϋπαντήσει ο ιδιοκτήτης, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Ιωαννίδης, απόγονος της Φρόσως Ιωαννίδου και δισεγγονός του ιδρυτή, Φίλιππου Κουσίδη.
Ο κ. Ιωαννίδης μάς διηγείται: «Ο προ-προπάππους μου ήταν μεγαλογαιοκτήμονας στην περιοχή και μαζί με τη γυναίκα του Ευφροσύνη έχτισε το σπίτι του στο Τσεπέλοβο το 1876, τη χρονιά που γεννήθηκε το τέταρτο παιδί τους, η Αγγελική. Επρόκειτο για ένα λιθόκτιστο αρχοντικό σπίτι, διώροφο με κατώγι, με στοιχεία νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, που ανεγέρθηκε από τους ξακουστούς Κονιτσιώτες μαστόρους, τα λεγόμενα μπουλούκια, που γυρνούσαν από χωριό σε χωριό κι έχτιζαν σπίτια.
Ενα πολύ ιδιαίτερο, αλλά αρκετά συνηθισμένο στην περιοχή, χαρακτηριστικό του σπιτιού είναι η ύπαρξη μιας αμυντικής καταπακτής, της λεγόμενης ζεματίστρας, από την οποία έριχναν καυτό νερό στους ληστές που λεηλατούσαν την περιοχή τον 19ο αιώνα. Όπως όλα τα σπίτια του Ζαγορίου, είχε εξωτερική κουζίνα και τουαλέτα.
»Οταν μεγάλωσαν τα παιδιά των προπαππούδων μου, το σπίτι δόθηκε προίκα στο νεότερο κορίτσι της οικογένειας, Αγγελική κι εκείνη, όταν παντρεύτηκε τον Τσεπελοβίτη γιατρό, χειρουργό και γυναικολόγο Αναστάσιο Λιάπη, το 1895. Ο Λιάπης έγινε σώγαμπρος, ένα από τα δωμάτια μετατράπηκε σε ιατρείο και ως τέτοιο λειτούργησε μέχρι και μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεχόταν δε ασθενείς όχι μόνο από το χωριό, αλλά και από ολόκληρο το Ζαγόρι. Αργότερα, το αρχοντικό πέρασε στη μοναχοκόρη τους, τη γιαγιά μου, Φρόσω Ιωαννίδου, η οποία ήταν συλλέκτρια παραδοσιακών φορεσιών και στη νεότητά της είχε δημιουργήσει ένα χορευτικό συγκρότημα με ντόπια κορίτσια, με τις οποίες παρουσίαζαν ηπειρώτικους χορούς σε χοροεσπερίδες, με σκοπό τη διάσωση και τη διάδοση του πολιτισμού της Ηπείρου. Η Φρόσω παντρεύτηκε το 1920 και μετακόμισε στα Γιάννενα, μια και από εκεί ήταν ο σύζυγός της. Διατήρησε όμως στενές σχέσεις με το Τσεπέλοβο, που το λάτρευε και το οποίο ήταν το σημείο αναφοράς της μέχρι το τέλος της ζωής της.
»Στον πόλεμο του ’40 προσέφερε το σπίτι της στα Γιάννενα, για να χρησιμοποιηθεί από τον Ερυθρό Σταυρό για την εκπαίδευση εθελοντριών νοσοκόμων. Παράλληλα ανέβαινε πολύ συχνά στο Ζαγόρι για να επισκέπτεται τους γονείς της, αλλά και για να καταγράφει τη δράση των γυναικών του Ζαγορίου στον αγώνα τους δίπλα στους Έλληνες στρατιώτες της Πίνδου. Τις καταγραφές αυτές τις εξέδωσε το ’75 σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Η γιαγιά μου τιμήθηκε το 1973 από την Ένωση Ζαγορίσιων Αθηνών για τη δράση της και τη συνολική της προσφορά στο Ζαγόρι, με τον τίτλο “Μάνα του Ζαγορίου”. Έκανε δύο παιδιά, τον πατέρα μου Σταύρο και ένα κοριτσάκι, την Αγγελικούλα, που πέθανε 6 ετών, λίγο μετά τον πόλεμο.
»Τόσο οι προηγούμενες γενιές της οικογένειάς μου, όσο και οι γονείς μου Σταύρος και Καίτη έχουν φροντίσει επιμελώς να διατηρηθεί η αρχική διακόσμηση και επίπλωση του σπιτιού, που περιλαμβάνει το νοικοκυριό πέντε γενεών. Είναι στολισμένο με τα αυθεντικά ξύλινα σκαλιστά ταβάνια, με οικογενειακά πορτρέτα, παλιές σερβάντες, σπάνια οικογενειακά χειροκέντητα υφάσματα με γυάλινες χάντρες, έναν πίνακα με θέμα πέστροφες, που ζωγράφισε η ίδια η γιαγιά μου κι έχει πάνω την υπογραφή της, τη σκαλιστή τραπεζαρία με τις καρέκλες και τον μπουφέ, που τα παρήγγειλε η ίδια την περίοδο του Μεσοπολέμου από ξυλουργό των Ιωαννίνων, και ακόμα υπάρχει σχεδόν άθικτο το ιατρείο του προπάππου μου του Λιάπη. Η μητέρα μου, νύφη στο Τσεπέλοβο, κατέβαλε κάθε προσπάθεια για τη συντήρηση του αρχοντικού, το πόνεσε και το αγάπησε. Ως ιδιοκτήτης πλέον, σκοπεύω να το διατηρήσω επισκέψιμο και ανοιχτό στο κοινό, ώστε να δίνεται η ευκαιρία στους επισκέπτες του χωριού να γνωρίσουν από κοντά ένα γνήσιο ζαγορίσιο αρχοντικό».
Ο Δημήτρης Ιωαννίδης μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και Τσεπέλοβου και έχει ιδρύσει την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Zagoristas, μέσω της οποίας στοχεύει στη λειτουργία του αρχοντικού ως επισκέψιμου μουσείου, αλλά και στη διοργάνωση εκπαιδευτικών και πολιτιστικών προγραμμάτων. Η επίσκεψη στο αρχοντικό γίνεται σε μικρές ομάδες, αποκλειστικά με ραντεβού, με επικοινωνία στο email [email protected].
Διαβάστε περισσότερα στον Γαστρονόμο

