Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έχει απασχολήσει εκτενώς τους ιστορικούς όχι μόνο ως το πρώτο πραγματικά δημοκρατικό εγχείρημα στη Γερμανία αλλά και ως υπόδειγμα αποτυχίας ενός δημοκρατικού πολιτεύματος να επιβιώσει σε συνθήκες κρίσης και ακραίας πολιτικής πόλωσης. Η κατάρρευσή της οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού και, τελικά, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, η συζήτηση για τη Βαϊμάρη δεν αφορά μόνο τους ιστορικούς και δεν περιορίζεται απλώς στην αναζήτηση των αιτών της υπονόμευσης της δημοκρατίας στη μεσοπολεμική Γερμανία. Αντίθετα, αφορά όλους τους σκεπτόμενους και πολίτες και ανανεώνεται διαρκώς· μάλιστα σήμερα αποκτά εξαιρετική επικαιρότητα υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι δυτικές κοινωνίες στη σύγχρονη εποχή.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γεννήθηκε μέσα στο βαρύ κλίμα της ήττας και της εθνικής ταπείνωσης της Γερμανίας έπειτα από τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της έφερε το στίγμα ενός καθεστώτος το οποίο πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν ότι ήταν επιβεβλημένο από τους νικητές του Μεγάλου Πολέμου. Παρά τις πρωτοφανείς για την εποχή προοδευτικές διατάξεις του Συντάγματός της, η Δημοκρατία στη Γερμανία αντιμετώπισε εξαρχής πολλά προβλήματα, τα οποία οφείλονταν εν πολλοίς στους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, στην οικονομική καταστροφή και στο υπέρογκο χρέος, στις κοινωνικές διαιρέσεις και ανισότητες, καθώς και στην πολιτική βία.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις της δεκαετίας του 1920 κατέδειξαν ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης παρέμενε εξαιρετικά εύθραυστη παρά το φιλελεύθερο πνεύμα, με το οποίο περιβαλλόταν. Όπως τονίζει ο Frank McDonough στον δεύτερο τόμο του έργου Τα χρόνια του Χίτλερ – Βαϊμάρη: Η άνοδος και η πτώση 1918-1933, ο οποίος κυκλοφορεί την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025 με την Καθημερινή, εμπόδιο στην εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος υπήρξαν ακόμη και ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι υπερεξουσίες που δίνονταν στον Πρόεδρο με βάση το Άρθρο 48 του Συντάγματος, γεγονός το οποίο υπονόμευσε τους δημοκρατικούς θεσμούς και τον κοινοβουλευτισμό στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Θέση σε αυτή τη συζήτηση έχουν λάβει αρκετοί ιστορικοί, οι οποίοι έχουν μελετήσει εις βάθος την ιστορία της Βαϊμάρης και την άνοδο των ακραίων ιδεολογιών την περίοδο του Μεσοπολέμου. Στο πρόσφατο έργο του Wasteland: A World in Permanent Crisis, ο Robert D. Kaplan αναφέρει ότι οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στη διεθνή πολιτική προσομοιάζουν αρκετά με εκείνες που βίωνε ο κόσμος στον Μεσοπόλεμο. Όπως στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι θεσμοί αποδείχθηκαν ανίκανοι να εγγυηθούν την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα στη Γερμανία, έτσι και σήμερα η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη κινδυνεύει από την αδυναμία των θεσμών να αντιμετωπίσουν τις πανδημίες, τις οικονομικές κρίσεις, τις γεωπολιτικές συγκρούσεις και την πρόκληση της κλιματικής αλλαγής. Στο έργο του ο Kaplan δεν προειδοποιεί για την ανάδειξη ενός νέου Χίτλερ, αλλά για τη διαρκή παγκόσμια αστάθεια η οποία, αν συνεχιστεί, μπορεί να διαβρώσει εκ των έσω τις δημοκρατίες.
Σήμερα η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη κινδυνεύει από την αδυναμία των θεσμών να αντιμετωπίσουν τις πανδημίες, τις οικονομικές κρίσεις, τις γεωπολιτικές συγκρούσεις και την πρόκληση της κλιματικής αλλαγής
Τον κίνδυνο της διάβρωσης των θεσμών μέσα από τη διαρκή κρίση επισημαίνει και ο Ian Kershaw στο βιβλίο του Στην κόλαση των δύο πολέμων (Αλεξάνδρεια, 2016). Κατά τον Kershaw, η Βαϊμάρη απέτυχε ως πείραμα, διότι δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει κοινωνική συναίνεση των Γερμανών πολιτών για το πολίτευμά της. Η ήττα στον πόλεμο και οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών δημιούργησαν δυσπιστία μεταξύ των Γερμανών για το πολίτευμά τους. Ο υπερπληθωρισμός του 1923 και η Ύφεση του 1929 αποδυνάμωσαν τη μεσαία τάξη, ενώ ο πολιτικός κόσμος δεν κατάφερε να προσφέρει αξιόπιστες λύσεις παραμένοντας κατακερματισμένος. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν οι κρίσεις παρατείνονται και οι θεσμοί αδυνατούν να προσφέρουν λύσεις στα προβλήματα των πολιτών, εκείνοι απομακρύνονται από τα συστημικά κόμματα και στρέφονται σε ακραίες εναλλακτικές. Ο Kershaw υπενθυμίζει ότι η άνοδος του Χίτλερ δεν ήταν αναπόφευκτη, αλλά εξαρτήθηκε από τις συγκυρίες και τις αποφάσεις των ηγετικών προσωπικοτήτων της εποχής.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και ο Richard J. Evans στο έργο του Η έλευση του Γ΄ Ράιχ (Αλεξάνδρεια, 2013). Ο Evans δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη σταδιακή κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με τις υπερεξουσίες που παρείχε το Σύνταγμα στον εκάστοτε Γερμανό Πρόεδρο. Από το 1930 και εξής, οι πολίτες εξοικειώθηκαν με την ιδέα των «έκτακτων μέτρων». Η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση δημιούργησε γόνιμο έδαφος για την επικράτηση των ακραίων ιδεών του Χίτλερ, τον οποίο, μάλιστα, εμπιστεύτηκαν με την ψήφο τους οι Γερμανοί πολίτες, ενώ λανθασμένα πίστεψε ένα μέρος της πολιτικής ελίτ ότι μπορούσε να ελέγξει. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία αποτελεί μια προειδοποίηση για τις σύγχρονες κοινωνίες, ότι οι δημοκρατίες μπορούν να καταρρεύσουν εκ των έσω, αν οι πολίτες παραιτηθούν από την υπεράσπισή τους και οι θεσμοί καταστούν εργαλεία αυταρχισμού.
Η μελέτη της Βαϊμάρης είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, διότι μας υπενθυμίζει ότι η δημοκρατία δεν καταρρέει ξαφνικά, αλλά φθείρεται σταδιακά μέσα και από την ανοχή των πολιτών.
Από την άλλη, ο μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm θεωρεί στο έργο του Η Εποχή των Άκρων (Θεμέλιο, 2010) τη Βαϊμάρη ως το σύμβολο της αποτυχίας του φιλελευθερισμού σε συνθήκες κρίσης. Κατά τον ίδιο, οι κοινωνικές ανισότητες και η αδυναμία των κυβερνήσεων να διαχειριστούν επαρκώς τις διάφορες κρίσεις που προκύπτουν μπορούν να υπονομεύσουν τη δημοκρατία, επιτρέποντας την ανάδειξη λαϊκιστών και αυταρχικών ηγετών.
Όλες οι οπτικές συγκλίνουν στο ίδιο σημείο, ότι η δημοκρατία δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Μπορεί να καταρρεύσει αν οι θεσμοί δεν προστατευθούν, οι κοινωνικές ανισότητες διευρυνθούν και οι πολίτες επιδείξουν αδιαφορία για την καταστρατήγησή της.
Η ιστορία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν είναι μια μακρινή ανάμνηση του παρελθόντος, αλλά ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να αντικρίσει τις αδυναμίες και τις προκλήσεις της εποχής του. Η συσχέτιση με το σήμερα είναι αναπόφευκτη, καθώς η οικονομική ανασφάλεια, η πολιτική πόλωση, η άνοδος αυταρχικών ηγετών στην εξουσία, η ενίσχυση των ακραίων ιδεολογικά κομμάτων, καθώς και η χειραγώγηση της πληροφορίας συνιστούν απειλές οι οποίες θυμίζουν έντονα το μεσοπολεμικό σκηνικό. Η μελέτη της Βαϊμάρης είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, διότι μας υπενθυμίζει ότι η δημοκρατία δεν καταρρέει ξαφνικά, αλλά φθείρεται σταδιακά μέσα και από την ανοχή των πολιτών.


