Στις πέντε το πρωί της 11ης Νοεμβρίου 1918, μέσα σε ένα σιδηροδρομικό βαγόνι στο δάσος της Κομπιένης, βόρεια του Παρισιού, υπογράφηκε το κείμενο της ανακωχής ανάμεσα στις εμπόλεμες δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υστερα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, αμέτρητους νεκρούς και τεράστιες καταστροφές, ο Μεγάλος Πόλεμος, για τον οποίο όλοι αρχικά πίστευαν πως θα ήταν σύντομος, «ο πόλεμος που θα έβαζε τέλος σε όλους τους πολέμους», έφθανε στο τέλος του, έχοντας όμως αφανίσει μια ολόκληρη ευρωπαϊκή γενιά.
Η Συνδιάσκεψη των Παρισίων ξεκίνησε τις εργασίες της στις 18 Ιανουαρίου 1919. Συνολικά 32 αντιπρόσωποι κρατών έλαβαν μέρος, ενώ κεντρικές προσωπικότητες αποτελούσαν οι ηγέτες των νικητριών δυνάμεων: ο Ζορζ Κλεμανσώ της Γαλλίας, ο Λόυντ Τζώρτζ του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Γούντροου Γουίλσον των ΗΠΑ και ο Βιτόριο Ορλάντο της Ιταλίας. Τον Ιούνιο του 1919 υπογράφτηκε η Συνθήκη ειρήνης των Παρισίων, οι όροι της οποίας επιβλήθηκαν εν πολλοίς από την έντονη επιθυμία της Γαλλίας να τιμωρήσει τη Γερμανία, ως υπεύθυνη για το ξέσπασμα του πολέμου.
Στη Γαλλία επιστράφηκαν οι περιοχές της Αλσατίας και της Λωρραίνης, οι οποίες είχαν προσαρτηθεί από τη Γερμανία μετά την ήττα των Γάλλων στον πόλεμο των ετών 1870-1871. Επιπλέον, οι Γάλλοι κατέλαβαν στρατιωτικά περιοχές του Σάαρ με σκοπό να εκμεταλλευθούν οικονομικά τα πλούσια ορυχεία της περιοχής τουλάχιστον για 15 χρόνια. Ο γερμανικός στρατός έπρεπε να περιορισθεί δραστικά, ενώ η Γερμανία υποχρεώθηκε να καταβάλει στους νικητές ως αποζημίωση το ποσό των 132 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων. Μια σειρά από άλλες διευθετήσεις –όλες σε βάρος της Γερμανίας– έδειχναν ξεκάθαρα τη διάθεση των Συμμάχων της Αντάντ να τιμωρήσουν το γερμανικό έθνος.
Η Γερμανία εισήλθε σε οικονομική κρίση με αποτέλεσμα να κλονιστούν οι κοινοβουλευτικοί της θεσμοί.
Οι δυσβάσταχτοι όροι της συνθήκης που υπογράφτηκε στις Βερσαλλίες υπονόμευσαν εξαρχής τη δημοκρατία στη Γερμανία. Πολύ σύντομα μετά την υπογραφή της συνθήκης, η γερμανική κυβέρνηση ενημέρωσε ότι αδυνατούσε να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα που είχε αποφασιστεί σχετικά με την καταβολή των αποζημιώσεων, εξαιτίας της δραματικής υποχώρησης που σημείωσε η αξία του γερμανικού μάρκου. Η χώρα εισήλθε σε οικονομική κρίση, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας ήταν ο μονίμως ελλειμματικός προϋπολογισμός και το διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών. Η κρίση στην οικονομία κλόνισε, όπως ήταν φυσικό, τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς στη χώρα.
Καθώς οι ΗΠΑ πίεζαν τους συμμάχους της Αντάντ να αποπληρώσουν τα πολεμικά τους δάνεια, οι τελευταίοι, ιδιαίτερα οι Γάλλοι, έδειχναν ακόμα πιο αποφασισμένοι να μην υποχωρήσουν στα γερμανικά αιτήματα για ρύθμιση των αποζημιώσεων. Τον Ιανουάριο του 1923, γαλλικά και βελγικά στρατεύματα κατέλαβαν την πλούσια σε ορυκτά κοιλάδα του Ρουρ, γεγονός που επέτεινε την κρίση στη Γερμανία, δίνοντας την ευκαιρία στους δημαγωγούς στο εσωτερικό της να δηλώσουν ότι επρόκειτο για ακόμα ένα πλήγμα στον εγωισμό των Γερμανών.
Στο μεταξύ, η Γερμανία αναζητούσε κάποια διέξοδο από την απομόνωση και την περιθωριοποίηση στην Ευρώπη. Στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης της Γένοβας, η Γερμανία υπέγραψε με τη Σοβιετική Ενωση στις 16 Απριλίου 1922 τη Συνθήκη του Ραπάλλο, με την οποία οι δύο χώρες τερμάτισαν τις μεταξύ τους διαφορές. Σε αντάλλαγμα για την παροχή υλικοτεχνικής υποστήριξης, η Σοβιετική Ενωση βοήθησε τη Γερμανία να αποφύγει ορισμένους από τους στρατιωτικούς όρους της Συνθήκης του 1919. Η Γερμανία αναγνώρισε το σοβιετικό καθεστώς και παρείχε τεχνική βοήθεια στον σοβιετικό στρατό. Με τη σειρά τους, οι Σοβιετικοί εξέφρασαν επίσημα την άρνησή τους να λάβουν τις γερμανικές αποζημιώσεις που δικαιούνταν. Δύο μήνες μετά τη συνομολόγηση της συνθήκης, ο ενορχηστρωτής της προσέγγισης με τη Μόσχα, υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Βάλτερ Ράτεναου δολοφονήθηκε από ακραία στοιχεία της γερμανικής κοινωνίας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

