Ο λιμός του χειμώνα του 1920-1921 απέδειξε στην ηγεσία των μπολσεβίκων ότι η μετάβαση της Ρωσίας στον σοσιαλισμό διά του πολεμικού κομμουνισμού απέτυχε. Κατά τους πρώτους μήνες του 1921 γενικεύτηκε η δυσαρέσκεια του πληθυσμού, ειδικά σε περιοχές όπως η δυτική Σιβηρία και η νότια ευρωπαϊκή Ρωσία, όπου έλαβε μεγάλες διαστάσεις η δήμευση των αγροτικών προϊόντων. Ο αριθμός των θυμάτων του μεγάλου λιμού εκείνου του χειμώνα υπολογίζεται ότι ξεπέρασε τα τέσσερα εκατομμύρια άτομα.
Οι επιτάξεις των αγροτικών προϊόντων για την τροφοδοσία των πόλεων δεν βελτίωσαν την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα. Οι εργάτες στις αστικές βιομηχανίες εξακολουθούσαν να είναι εξαντλημένοι από την εργασία, σημειώθηκε έλλειψη καύσιμης ύλης για τα εργοστάσια, ενώ ο λιμός προκάλεσε απεργίες και διαδηλώσεις του πληθυσμού κατά των μπολσεβίκων. Στις αρχές της άνοιξης του 1921, η ηγεσία του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανοικοδόμηση της Ρωσίας κατά τη μαρξιστική θεωρία και η σταθεροποίηση του καθεστώτος απαιτούσαν τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων.
Δόθηκε η δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν μικρές επιχειρήσεις καθώς και η ευκαιρία για επενδύσεις ξένου κεφαλαίου.
Στη διάρκεια της σοβαρής κρίσης των αρχών του 1921, ο Βλαντίμιρ Λένιν απέδειξε για ακόμα μια φορά ότι εκτός από θεωρητικός του μαρξισμού ήταν και ένας ρεαλιστής πολιτικός. Κατά τη διάρκεια του 10ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος, και συγκεκριμένα στις 12 Μαρτίου 1921, πρότεινε μια νέα οικονομική πολιτική, η οποία θα περιείχε στοιχεία της οικονομίας της αγοράς. Είχε ήδη νομιμοποιήσει το 1917, αμέσως αφότου εξερράγη η Οκτωβριανή Επανάσταση, τη μετατροπή των χρηστών της γης σε ιδιοκτήτες της, μολονότι αυτή η ενέργεια αντίβαινε στη μαρξιστική θεωρία. Στόχος του ήταν να καταστεί επαρκής ο ανεφοδιασμός των πόλεων με τρόφιμα αυξάνοντας την αγοραστική δύναμη των αγροτών.
Ο αγρότης είχε τη δυνατότητα να πουλήσει το περίσσευμα της σοδειάς στις τοπικές αγορές.
Η βίαιη επίταξη αγροτικών αγαθών αντικαταστάθηκε από έναν σταθερό φόρο σε είδος, ο οποίος αργότερα θα μετατρεπόταν σε χρηματικό φόρο. Μάλιστα, όσο θα αυξανόταν η παραγωγή των αγροτών, τόσο θα μειωνόταν αυτός ο φόρος, ενώ το περίσσευμα της σοδειάς, ο αγρότης είχε τη δυνατότητα να το πουλήσει ελεύθερα στις τοπικές αγορές. Δόθηκε, επίσης, η δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν στη χώρα μικρές επιχειρήσεις καθώς και η ευκαιρία για επενδύσεις ξένου κεφαλαίου.

Η Νέα Οικονομική Πολιτική δέχθηκε εξαρχής τη σφοδρή κριτική τόσο της δεξιάς όσο και της αριστερής πτέρυγας του Κομμουνιστικού Κόμματος, μολονότι ο Λένιν ανακοίνωσε ότι επρόκειτο για τακτικό βήμα σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ότι δεν άλλαζε ο τελικός στόχος, δηλαδή η μετάβαση προς τον σοσιαλισμό. Η αριστερή πτέρυγα του κόμματος έκανε λόγο για δεύτερη ταπείνωση έπειτα από την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτοφσκ, δείχνοντας την ενόχλησή της γιατί αποκαταστάθηκε έστω και μερικώς η ιδιωτική ιδιοκτησία και η ελεύθερη αγορά. Από την άλλη, η δεξιά πτέρυγα ήγειρε τον κίνδυνο υιοθέτησης των θέσεων των μενσεβίκων, με τους οποίους οι μπολσεβίκοι είχαν συγκρουστεί ιδεολογικά στο παρελθόν. Για την αποφυγή μιας διάσπασης στο κόμμα, ο Λένιν πρότεινε στο ίδιο Συνέδριο την απαγόρευση της δημιουργίας φραξιονιστικών ομάδων εντός του ΚΚΡ.
Η αριστερή πτέρυγα έκανε λόγο για δεύτερη ταπείνωση, ενώ η δεξιά ήγειρε κίνδυνο υιοθέτησης θέσεων των μενσεβίκων.
Σε γενικές γραμμές τα μέτρα της ΝΟΠ είχαν θετικά αποτελέσματα. Συνεισέφεραν στον επισιτισμό των πόλεων και στη βελτίωση της πρώιμης σοβιετικής βιομηχανίας. Μέσα σε λίγα χρόνια η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή έφθασαν στα επίπεδα προ της έκρηξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, η πορεία της ΝΟΠ συνδέθηκε με τη διατήρηση της εξουσίας από τον Λένιν. Επειτα από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων που ξεκίνησαν τον Μάιο του 1922, ο Λένιν πέθανε τον Ιανουάριο του 1924.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

