Ο Αδόλφος Χίτλερ γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1889 στο Μπραουνάουμ αμ Ιν της Αυστροουγγαρίας. Παρά το γεγονός ότι ήταν Αυστριακός πολίτης, ταυτίστηκε έντονα με τον γερμανικό εθνικισμό και θεωρούσε την Αυστρία αναπόσπαστο μέρος ενός μεγαλύτερου γερμανικού έθνους. Ετρεφε βαθιά δυσαρέσκεια προς την πολυεθνική Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και αντιθέτως αγκάλιασε την ιδέα της γερμανικής ενοποίησης. Η θητεία του στον γερμανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ενίσχυσε περαιτέρω την ιδεολογική του στράτευση σε αυτή την ιδέα. Ωστόσο, παρέμεινε νομικά άπατρις για μεγάλο μέρος της πολιτικής του πορείας μετά την αποκήρυξη της αυστριακής υπηκοότητάς του το 1925, ένα σημαντικό βήμα που απηχούσε την αποκρυστάλλωση της ιδεολογικής του ταύτισης με τη Γερμανία.
Ο Χίτλερ δεν ήθελε, όμως, να εμπλακεί απλώς στα πολιτικά πράγματα της Γερμανίας, ήθελε να την εξουσιάσει. Ενα από τα εμπόδια που έπρεπε να ξεπεράσει ήταν αυτό της γερμανικής ιθαγένειας, καθώς η γερμανική νομοθεσία απαιτούσε οι υποψήφιοι για υψηλά αξιώματα να είναι Γερμανοί πολίτες.
Οι αυστριακές Αρχές ήταν επιφυλακτικές για την ακραία εθνικιστική ρητορική του.
Βέβαια, η Αυστρία από την πλευρά της, δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να διεκδικήσει τον Χίτλερ ως πολίτη. Οι αυστριακές Αρχές ήταν επιφυλακτικές για την ακραία εθνικιστική ρητορική του και την αντίθεσή του στο αυστριακό κράτος, το οποίο ο Χίτλερ θεωρούσε παράνομη οντότητα, αυτοτελή από ό,τι αντιλαμβανόταν ως ευρύτερο γερμανικό έθνος. Η αυστριακή κυβέρνηση γνώριζε την αυξανόμενη επιρροή του Χίτλερ στη Γερμανία και φοβόταν ότι μια ενδεχόμενη επιστροφή του θα μπορούσε να πυροδοτήσει πολιτική αστάθεια. Επιπλέον, οι Αυστριακοί αξιωματούχοι επιθυμούσαν να αποφύγουν οποιαδήποτε σύνδεση με το όλο και πιο ριζοσπαστικό και βίαιο πολιτικό κίνημα του Χίτλερ.
Οταν προτάθηκε η απέλασή του στην Αυστρία, κατά τη δίκη του για το αποτυχημένο Πραξικόπημα της Μπιραρίας του Νοεμβρίου του 1923, η Αυστρία αρνήθηκε να τον δεχθεί. Με τη σειρά του, το βαυαρικό δικαστήριο εξήγησε ότι απέρριψε την απέλαση του Χίτλερ για λόγους «Προστασίας των νόμων της Δημοκρατίας»: «Ο Χίτλερ είναι Γερμανοαυστριακός. Θεωρεί τον εαυτό του Γερμανό. Κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, η έννοια και η πρόθεση των όρων του άρθρου 9, παράγραφος ΙΙ, του νόμου για την προστασία της Δημοκρατίας δεν μπορούν να εφαρμοσθούν σε έναν άνθρωπο που πιστεύει και αισθάνεται ότι είναι Γερμανός, όπως ο Χίτλερ, που υπηρέτησε εθελοντικά επί τεσσεράμισι χρόνια στον γερμανικό στρατό κατά τον πόλεμο, που τιμήθηκε με ανώτερες στρατιωτικές τιμές για εξαιρετική γενναιότητα μπροστά στον εχθρό, που τραυματίσθηκε, υπέστη βλάβες στην υγεία του και που απολύθηκε από τον στρατό κάτω από τον έλεγχο της Ι Περιφέρειας Διοικήσεως Μονάχου».
Διορίστηκε σε θέση που απέδιδε αυτομάτως τη γερμανική υπηκοότητα, προκειμένου να παρακαμφθούν οι συνήθεις διαδικασίες.
Ετσι, η πολιτογράφηση του Χίτλερ στη Γερμανία ήταν πλέον μονόδρομος. Και παρά τις διάφορες προσπάθειες που είχαν γίνει –και αποτύχει– στο παρελθόν, αυτή τη φορά, το σχέδιό του θα πετύχαινε. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε στο κρατίδιο του Μπράουνσβαϊγκ, όπου το NSDAP είχε αποκτήσει πολιτική επιρροή. Ο Ντίτριχ Κλάγκες, υποστηρικτής των Ναζί και υπουργός Εσωτερικών του Μπράουνσβαϊγκ, έπαιξε βασικό ρόλο στη διαδικασία πολιτογράφησης. Για να παρακάμψει τις συνήθεις διαδικασίες, ο Κλάγκες διόρισε τον Χίτλερ κυβερνητικό σύμβουλο (Regierungsrat) στην Υπηρεσία Κρατικής Κουλτούρας και Καταμετρήσεων του κρατιδίου, καθώς και μέλος της αντιπροσωπείας του στο Βερολίνο. Η θέση αυτή απέδιδε αυτομάτως τη γερμανική υπηκοότητα στον Χίτλερ, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1932, ο Αδόλφος Χίτλερ έλαβε επίσημα τη γερμανική υπηκοότητα και την επομένη έδωσε τον όρκο του ως δημόσιος υπάλληλος προς το γερμανικό κράτος. Αυτή η κίνηση, υποβοηθούμενη από τον Κλάγκες, του εξασφάλισε αμέσως τις προϋποθέσεις για να θέσει υποψηφιότητα στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, εναντίον του Πάουλ φον Χίντενμπουργκ.
Ηταν ένα σημείο καμπής στην πολιτική πορεία του Χίτλερ, καθώς αφαίρεσε το τελευταίο νομικό εμπόδιο στην επιδίωξή του για την κατάληψη της εξουσίας. Αν και δεν κέρδισε στις εκλογές, εξασφάλισε σημαντικό ποσοστό των ψήφων, εδραιώνοντας περαιτέρω τη θέση του ως ηγέτη του ισχυρότερου εθνικιστικού κινήματος της Γερμανίας. Αυτή η εκστρατεία, μαζί με την αυξανόμενη αστάθεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον διορισμό του ως καγκελάριου στις 30 Ιανουαρίου 1933.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

