Τους ταραχώδεις πρώτους μήνες του 1933, η Γερμανία βρισκόταν σε ένα σταυροδρόμι. Οι δημοκρατικοί θεσμοί της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι οποίοι είχαν ήδη αποδυναμωθεί από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής διαμάχης, αντιμετώπιζαν μια τεράστια απειλή. Στις 6 Φεβρουαρίου, ο Γερμανός πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και ο αντικαγκελάριος Φραντς φον Πάπεν κατάφεραν ένα αποφασιστικό χτύπημα σε ό,τι είχε απομείνει από τη δημοκρατική διακυβέρνηση, διαλύοντας το πρωσικό κοινοβούλιο. Δεν επρόκειτο απλώς για μια διοικητική απόφαση. Ηταν ένα σημείο καμπής που θα επιτάχυνε την κατάρρευση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και θα άνοιγε τον δρόμο για την ολοκληρωτική κυριαρχία του Αδόλφου Χίτλερ.
Η Πρωσία δεν ήταν ένα οποιοδήποτε γερμανικό κράτος. Ηταν το μεγαλύτερο, το ισχυρότερο και -κυρίως- ένα από τα τελευταία αναχώματα στο ανερχόμενο ναζιστικό κίνημα. Διαλύοντας το κοινοβούλιό της, ο Χίντενμπουργκ και ο φον Πάπεν βοήθησαν ακούσια στο να τεθούν οι βάσεις για την ταχεία εδραίωση της εξουσίας του Χίτλερ. Αυτό που ξεκίνησε ως ένας πολιτικός ελιγμός σύντομα έγινε ένα σημαντικό ορόσημο για τη διάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Την εποχή της Βαϊμάρης, η Πρωσία θεωρούνταν κέντρο της δημοκρατικής αντίστασης.
Η Πρωσία αποτελούσε επί μακρόν πολιτικό προπύργιο των μετριοπαθών και αριστερών κομμάτων, ιδίως των Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής της Βαϊμάρης, η Πρωσία θεωρούνταν κέντρο της δημοκρατικής αντίστασης απέναντι στην αυξανόμενη επιρροή των δεξιών δυνάμεων. Το κράτος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην προάσπιση των δημοκρατικών αξιών και στην αντιμετώπιση των εξτρεμιστικών κινημάτων. Ωστόσο, μετά το Preußenschlag (Πρωσικό Πραξικόπημα) του 1932, ο φον Πάπεν, ενεργώντας για λογαριασμό του Χίντενμπουργκ, είχε ήδη αποπέμψει την εκλεγμένη πρωσική κυβέρνηση και ανέλαβε τον άμεσο ομοσπονδιακό έλεγχο του κράτους. Αυτό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την πλήρη διάλυση του πρωσικού κοινοβουλίου λίγους μήνες αργότερα.
Το πρωσικό πραξικόπημα δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα της αποκατάστασης της δημόσιας τάξης, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια απροκάλυπτη αρπαγή της εξουσίας. Η αστυνομική δύναμη του κρατιδίου, η οποία ήταν μία από τις ισχυρότερες στη Γερμανία, τέθηκε υπό ομοσπονδιακό έλεγχο, επιτρέποντας στις δεξιές δυνάμεις να καταστείλουν με ευκολία τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Με την ουσιαστική εξουδετέρωση της Πρωσίας, οι συντηρητικές ελίτ που ενορχήστρωσαν αυτή την κίνηση πίστευαν ότι είχαν εξασφαλίσει ισχυρότερη επιρροή στη γερμανική πολιτική. Ωστόσο, η απόφαση αυτή είχε απρόβλεπτες συνέπειες, καθώς αφαίρεσε ένα από τα τελευταία μεγάλα εμπόδια στην άνοδο του Χίτλερ.
Ο φον Πάπεν πίστευε ότι ο έλεγχος της Πρωσίας θα ενίσχυε την επιρροή του συντηρητικού κατεστημένου.
Η διάλυση του πρωσικού κοινοβουλίου στις 6 Φεβρουαρίου 1933, ήρθε μόλις μία εβδομάδα μετά τον διορισμό του Αδόλφου Χίτλερ ως καγκελάριου της Γερμανίας. Η κίνηση αυτή εξάλειψε ένα από τα τελευταία θεσμικά εμπόδια για την εδραίωση της εξουσίας των Ναζί. Παραγκωνίζοντας την πρωσική πολιτική αντιπολίτευση, ο φον Πάπεν και ο Χίντενμπουργκ συνέβαλαν στο να ανοίξει ο δρόμος για το Διάταγμα για την Πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ (Reichstagsbrandverordnung) και την Πράξη Εξουσιοδότησης (Ermächtigungsgesetz), τα οποία σύντομα θα παραχωρούσαν στον Χίτλερ δικτατορικές εξουσίες.
Εκείνη την εποχή, ο φον Πάπεν πίστευε ότι ο έλεγχος της Πρωσίας θα ενίσχυε την επιρροή του συντηρητικού κατεστημένου στη γερμανική πολιτική. Ωστόσο, συνέβη ακριβώς το αντίθετο, καθώς το Ναζιστικό Κόμμα ξεπέρασε γρήγορα τους συντηρητικούς συμμάχους του, χρησιμοποιώντας τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας στην Πρωσία για να καταστείλει την αντιπολίτευση, να εκφοβίσει τους αντιπάλους και να επιταχύνει την προώθηση της ολοκληρωτικής ατζέντας του. Οι Ναζί επέκτειναν γρήγορα τον έλεγχό τους στις τοπικές κυβερνήσεις, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα σώματα επιβολής του νόμου, εξασφαλίζοντας ότι οι αντίθετες φωνές φιμώνονταν συστηματικά.
Η καταστολή του πρωσικού κοινοβουλίου λειτούργησε επίσης ως προπομπός της διαδικασίας Gleichschaltung, ή «συντονισμού», που χρησιμοποίησαν οι Ναζί για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όλες τις πτυχές της γερμανικής κοινωνίας. Η καταστροφή της αυτονομίας των κρατιδίων ήταν ένα κρίσιμο βήμα για τη διάλυση του ομοσπονδιακού συστήματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την αντικατάστασή του από μια συγκεντρωτική, αυταρχική δομή.
Το 1934, η Πρωσία απορροφήθηκε ουσιαστικά από το συγκεντρωτικό ναζιστικό κράτος.
Πάντως, η διάλυση του πρωσικού κοινοβουλίου ήταν μόνο η αρχή της παρακμής του κράτους. Το 1934, η Πρωσία απορροφήθηκε ουσιαστικά από το συγκεντρωτικό ναζιστικό κράτος και οι εναπομείναντες θεσμοί της διαλύθηκαν. Η άλλοτε πανίσχυρη γραφειοκρατία, η αστυνομία και η διοικητική δομή του κράτους ενσωματώθηκαν πλήρως στην αυξανόμενη δικτατορία του Χίτλερ.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι συμμαχικές δυνάμεις αναγνώρισαν τον ιστορικό ρόλο που είχε διαδραματίσει η Πρωσία τόσο στον γερμανικό μιλιταρισμό όσο και στην επέκταση της αυταρχικής διακυβέρνησης. Ως αποτέλεσμα, το 1947, η Πρωσία καταργήθηκε επίσημα ως πολιτική οντότητα από το Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου. Αυτό σηματοδότησε το τελευταίο κεφάλαιο στη μακρά ιστορία ενός κράτους που κάποτε ήταν η κυρίαρχη δύναμη στις γερμανικές υποθέσεις.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

