Η συγγραφέας Τζορτζ Ελιοτ, μια αμφιλεγόμενη φιγούρα της εποχής της, γεννήθηκε ως Μαίρη Αν Εβανς στην επαρχία Ουόρικσαϊρ της Βρετανίας. Είχε την τύχη να αποκτήσει ασυνήθιστα καλή μόρφωση για μια γυναίκα του 19ου αιώνα. Ελαβε γνώσεις της γαλλικής και της ιταλικής γλώσσας, στα σχολεία όπου πήγε ως οικότροφος, ενώ ύστερα από την επιστροφή της στο σπίτι, με τον θάνατο της μητέρας της, της επετράπη να μελετήσει λατινικά και γερμανικά.
Το 1841 μετακόμισε με τον πατέρα της στο Κόβεντρι, όπου θα ερχόταν σε επαφή με τους ριζοσπάστες στοχαστές Τσαρλς Μπρέι και Τσαρλς Χένελ, οι οποίοι θα επηρέαζαν τη σχέση της με τη θρησκεία. Στις αρχές του 1842, αμφισβήτησε τόσο πολύ τα ιστορικά θεμέλια του xριστιανισμού, ώστε εγκατέλειψε την πίστη της και σταμάτησε να παρακολουθεί τις εκκλησιαστικές λειτουργίες. Επρόκειτο για μια απόφαση που την έφερε σε έντονη σύγκρουση με τον πατέρα της. Αφού πέρασε ένα διάστημα μεταξύ 1849 και 1850 στην Ελβετία, επέστρεψε στη Βρετανία. Με την ενθάρρυνση του Λονδρέζου εκδότη Τζον Τσάπμαν, η Εβανς δημοσίευσε μια κριτική για το Westminster Review και ενθουσιασμένη από την υποδοχή που της επιφύλαξε ο λογοτεχνικός κόσμος, αποφάσισε να προσπαθήσει να κερδίσει τα προς το ζην ως συγγραφέας στη βρετανική πρωτεύουσα.
Γνώρισε πολλές αγγλικές και αμερικανικές προσωπικότητες της λογοτεχνίας.
Κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής της με το περιοδικό, γνώρισε πολλές αγγλικές και αμερικανικές λογοτεχνικές προσωπικότητες, με σημαντικότερους ίσως τον Χέρμπερτ Σπένσερ, συγγραφέα του Social Statics (1851) και τον Τζορτζ Χένρι Λιούις, ιδρυτή της ριζοσπαστικής εβδομαδιαίας εφημερίδας Leader. Ο τελευταίος ήταν «τυπικά» μόνο παντρεμένος με την Αγκνες Τζέρβις, καθότι η τελευταία είχε φέρει στον κόσμο τα παιδιά του φίλου και συνεργάτη του, Θόρντον Χαντ. Γνωρίζοντας τη νεαρή συγγραφέα, ο Λιούις θα σύναπτε μαζί της μια σχέση η οποία θα κρατούσε μέχρι το τέλος της ζωής του και θα είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός «γάμου».
Εδειξε σημαντική έμφαση στη λεπτομέρεια αλλά και την ακρίβεια.
Το ζευγάρι ταξίδεψε στο εξωτερικό, όπου η Εβανς ξεκίνησε να δουλεύει τα πρώτα δοκίμια και μυθιστορήματά της. Επιστρέφοντας στην Αγγλία, τη δεκαετία του 1860, θα ερχόταν σε συμφωνία για την έκδοσή τους με το όνομα Τζορτζ Ελιοτ. Από την αρχή, η Ελιοτ έδειξε σημαντική έμφαση στη λεπτομέρεια αλλά και την ακρίβεια ως συγγραφέας. Στην περίπτωση του Ρομόλα, για παράδειγμα, ενός από τα λιγότερο δημοφιλή αλλά καταξιωμένο από τους κριτικούς της εποχής μυθιστόρημά της, όχι μόνο μελέτησε σχολαστικά τα κοστούμια και τους διαλόγους της Φλωρεντίας –το σκηνικό του συγκεκριμένου μυθιστορήματος– κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ιταλία το 1861, αλλά αρνήθηκε να αλλάξει τη δομή του χάνοντας τρεις χιλιάδες λίρες. Θα ακολουθούσαν αρκετές επιτυχίες με το Μίντλμαρτς: Μελέτη της επαρχιακής ζωής (Middlemarch, Α Study of Provincial Life) του 1871-72 να θεωρείται από πολλούς το πεζογραφικό της αριστούργημα.
Μεταξύ των θεμάτων των έργων της είναι η μουσική, η τέχνη ως δραστηριότητα ανεξιχνίαστης ανθρώπινης αξίας, η αντίληψη ότι το παρελθόν διαμορφώνει το παρόν και η σύγκρουση στη ζωή μιας γυναίκας ανάμεσα σε ένα μεγάλο καθήκον και την προοπτική ενός ευτυχισμένου γάμου. Οπως πολλοί από τους συγχρόνους της, η Ελιοτ δεν περιορίστηκε αποκλειστικά σε ένα είδος. Τα ποιήματά της, τόσο αφηγηματικά όσο και λυρικά, αν και δεν έχουν ολοκληρωθεί σε ορισμένες περιπτώσεις όπως τα πεζά της, καταπιάνονται με παρόμοια ζητήματα.
Υστερα από τον θάνατο του Λιούις και για αρκετά χρόνια, η Ελιοτ θα απομακρυνόταν από τον κόσμο, αφοσιώνοντας τον χρόνο της στη δουλειά. Τον Μάιο του 1880, στα 61 της χρόνια παντρεύτηκε τον 40χρονο τραπεζίτη Τζον Κρος. Τον Δεκέμβριο, λίγο αφότου είχαν επιστρέψει στο Λονδίνο, η ίδια άφησε την τελευταία της πνοή.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

