Ο Συμεών ο Στυλίτης του Καβάφη

Στη μνήμη του Ανδρέα Μπελεζίνη (1929-2011), από τον οποίο πρωτάκουσα το ποίημα αυτό, στο Φροντιστήριό του, ένα πρωί Κυριακής του 1971. Το ποίημα «Συμεών» γράφτηκε τον Ιούλιο του 1917 και ανήκει στα ανέκδοτα ή κρυμμένα του ποιητή

4' 56" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Στη μνήμη του Ανδρέα Μπελεζίνη (1929-2011), από τον οποίο πρωτάκουσα το ποίημα αυτό, στο Φροντιστήριό του, ένα πρωί Κυριακής του 1971.

Το ποίημα «Συμεών» γράφτηκε τον Ιούλιο του 1917 και ανήκει στα ανέκδοτα ή κρυμμένα του ποιητή. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1968 από τον Γ. Π. Σαββίδη (Κ. Π. Καβάφη, «Ανέκδοτα ποιήματα, 1882-1923», Ικαρος) και αργότερα βεβαίως συμπεριλήφθηκε στα «Κρυμμένα ποιήματα 1877; -1923», πάντα σε φιλολογική επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη (Ικαρος, 1993), με πλουσιότερο υπομνηματισμό. Ο μεγάλος θαυμασμός του Καβάφη για τον Συμεών έχει εκφραστεί γραπτώς, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν από το ποίημα, σε αγγλόφωνο σημείωμά του, όπου σχολιάζει αντιρρητικά όσα απαξιωτικά έγραφε για τον Στυλίτη ο Γίββων στο «The History of the Decline and Fall of the Roman Empire» (επικριτικά σχολιάζει επίσης εκεί ο Καβάφης και το ποίημα του Τέννυσον). Το σημείωμα εξέδωσε ο Μιχάλης Περίδης στο βιβλίο Κ. Π. Καβάφη, «Ανέκδοτα πεζά κείμενα» (Νέα Βιβλιοθήκη Φέξη, 1963, σ. 70-75). Παραθέτω την πρώτη παράγραφό του, κατά τη μετάφραση του Περίδη: «Αυτός ο μεγάλος, αυτός ο υπέροχος άγιος είναι ασφαλώς θέμα που πρέπει να ξεχωρισθή μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία, για να θαυμασθή και μελετηθή. Υπήρξε, ίσως, ο μόνος άνθρωπος που ετόλμησε να ζήση πραγματικά ολομόναχος» (σ. 71). Ο Καβάφης υπογραμμίζει στο σχόλιό του τη λέξη alone. Σε αυτήν ακριβώς τη λέξη συμπυκνώνεται ο μεγάλος θαυμασμός του: ο Συμεών τόλμησε κάτι που δεν είχε κάνει κανείς άλλος έως τότε, έζησε μόνος! Ο Περίδης χρονολογεί το σημείωμα «γύρω στα 1890» (σ. 29), ενώ ο Σαββίδης, που το αναδημοσιεύει στα «Κρυμμένα» (σ. 184-185), περ. το 1896-1899. Βλ. σχετικά και Diana Haas, «Le problème religieux dans l’ oeuvre de Cavafy. Les années de formation (1882-1905)», Presses de l’ Université de Paris-Sorbonne, 1996, σ. 182-191. Δεν μου χρειάζονται εδώ άλλα φιλολογικά.

Κάτω από τον στύλο

Ο νεαρός Μέβης (εμφανίζεται και στο ποίημα «Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας») θέλει να συζητήσει με τον αφηγητή τα ποιήματα του Λάμονα (φανταστικά πρόσωπα και οι δύο), με τα οποία έχει ενθουσιαστεί όλη η Βηρυτός, μα εκείνος δεν μπορεί, είναι ταραγμένος και δεν έχει καμιά όρεξη για τέτοιες κουβέντες. Ο λόγος είναι πως την προηγουμένη έγινε μάρτυρας μιας ακραίας πράξης, ήταν «κάτω απ’ του Συμεών τον στύλο». Προσθέτει ότι βρέθηκε εκεί τυχαία, ίσως για να μην περάσει από τον νου του εθνικού φίλου του ότι άλλος λόγος ενδεχομένως να οδήγησε τα βήματά του εκεί. Αυτό που είδε τον συγκλόνισε: «Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς / που σιωπηλοί προσεύχονταν κ’ ελάτρευαν, / και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Χριστιανός / την ψυχική γαλήνη των δεν είχα – / κ’ έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα· / κ’ έφριττα, και ταράττομουν, και παθαινόμουν.».

Ο Μέβης δεν συμμερίζεται τον συγκλονισμό του φίλου του και χαμογελάει (αμήχανα ή ειρωνικά), οπότε ο αφηγητής συνεχίζει με μεγαλύτερη ένταση: «Τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου – / χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε / χρόνια επάνω σ’ έναν στύλο ζει και μαρτυρεί. […] πριν γεννηθούμ’ εμείς, φαντάσου το, / ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο / κ’ έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό». Μετά από αυτό που είδαν τα μάτια του πώς να κουβεντιάσει για ποιήματα; «Α, Μέβη, τι Λιβάνιος! και τι βιβλία! / και τι μικρότητες! …..». Ολα αυτά χάνουν τη σημασία τους, ακόμη και ο πολύς Λιβάνιος, ο δικός τους Λιβάνιος! Επειδή δεν είχε καμιά όρεξη για τέτοιες κουβέντες, θα κλείσει βαριεστημένα τη συζήτηση, παραγγέλλοντας στον Μέβη να πει πως ναι, τον παραδέχεται «τον Λάμονα / για πρώτο της Συρίας ποιητή». Δεν μπορώ να φανταστώ πιο δραστικό τρόπο για να υποδηλωθεί ότι αυτό δεν έχει καμιά απολύτως σημασία από τούτη την αναγνώριση της ποιητικής πρωτοκαθεδρίας. Στο ποίημα αντιπαραβάλλεται η ποίηση με την πράξη και το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι ξεκάθαρο: η ποίηση απαξιώνεται, μηδενίζεται, ενώ η πράξη καταξιώνεται και θαυμάζεται.

«Τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου – / χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε / χρόνια επάνω σ’ έναν στύλο ζει και μαρτυρεί. […] πριν γεννηθούμ’ εμείς, φαντάσου το, / ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο / κ’ έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό».

Σε ένα άλλο ποίημα του Καβάφη, στο πολυσυζητημένο «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», δημοσιευμένο τρία χρόνια μετά τον «Συμεών» (1920), αντιπαραβάλλονται ξανά η πράξη και η ποίηση. Ο ηθοποιός, που διασκεδάζει τους αρωματισμένους Σιδώνιους νέους απαγγέλλοντας επιγράμματα (Μελέαγρο, Κριναγόρα και Ριανό), είχε στο ρεπερτόριό του και το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου, στο οποίο δεν μνημονεύεται διόλου η ποίησή του αλλά μόνο ότι πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα κατά των Περσών. Το τετράστιχο επιτύμβιο ενοχλεί τον νεαρό Σιδώνιο: «Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λειποψυχίες». Η αποσιώπηση του υψηλού ποιητικού έργου («της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό») και η αποκλειστική μνεία μιας πολεμικής πράξης («μόνο [υπογραμμισμένο από τον ποιητή] που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό / πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη»), αυτό ακριβώς είναι που θεωρείται από τον Σιδώνιο νέο λειποψυχία. Αντιπαραβάλλεται πάλι εδώ η ποίηση με την πράξη και το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι επίσης ξεκάθαρο: απαξιώνεται η πράξη και καταξιώνεται η ποίηση.

Το εξαίρετο, το μοναδικό

Ο αφηγητής της Βηρυτού και ο σύγχρονός του πάνω κάτω νέος της Σιδώνος φαίνεται να τηρούν μια διαμετρικά αντίθετη στάση απέναντι στο ζεύγος ποίηση-πράξη. Ετσι φαίνεται, μα δεν είναι έτσι. Ο αφηγητής του «Συμεών» απαξιώνει μια μέτρια ποίηση έναντι της εξαίρετης και μοναδικής πράξης του Στυλίτη, ενώ το ζωηρό παιδί απαξιώνει τη συμμετοχή σε μια συλλογική πράξη (ακριβέστερα: την αποκλειστική μνεία σε αυτήν) έναντι της εξαίρετης και μοναδικής ποίησης. Πιστεύω πως η φαινομενικά αντιθετική στάση των δύο παρακμιακών νέων υπόγεια ενώνεται: και οι δυο τους καταξιώνουν το εξαίρετο, το μοναδικό, αδιάφορο αν είναι ποίηση ή πράξη, αυτό που βρίσκεται πάνω από τα κοινά μέτρα, αυτό που «πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει» («Το πρώτο σκαλί»). Αν ο Καβάφης ήταν «άνθρωπος του πλήθους», όπως τον περιέγραψε ο Σαρεγιάννης, ήταν πάντως ως αισθητής. Ο ίδιος επιδίωκε το εξαίρετο, το μοναδικό. Αυτό ήταν για εκείνον το εκλεκτό, όπως ακριβώς και στον έρωτα «εκλεκτή εμορφιά» είναι η ξεχωριστή «εμορφιά των ανωμάλων έξεων», πέρα από το «οπωσδήποτε επιτετραμμένον» και την «τρεχάμενη ηθική» («Σ’ ένα παλιό βιβλίο -»).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT