Μ.Δ. ΚOΝΑΡΗΣ
Λευκαύγεια
εκδ. Σμίλη, 2025 σελ. 24
Φαίνεται ότι ο όρος «λευκαύγεια», που δίνει τον τίτλο στην υπό συζήτηση τρίτη συλλογή του Μιχάλη Κονάρη (γεν. 1978), δεν είχε καθιερωθεί την εποχή που κυκλοφόρησε το εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Ελευθερουδάκη, δηλαδή στον Μεσοπόλεμο. Με λίγο μπρος – πίσω στις εγκυκλοπαιδικές πηγές, οδηγούμαστε στην πληροφορία ότι αυτός ο όρος της φυσικής, με ευρύτατη εφαρμογή στην αστρονομία, είναι το αλλοτινό «άλβεδον», «εκ του λατιν. albedo ήτοι λευκότης» (Ελευθερουδάκης). Το παλαιό άλβεδον, λοιπόν, η σημερινή λευκαύγεια της Βικιπαίδειας, είναι απλώς το ποσοστό του φωτός που ένα σώμα αντανακλά από το σύνολο του φωτός που πέφτει πάνω του. Στην τρίτη ενότητα του σπονδυλωτού ποιήματος – βιβλίου, η λέξη του τίτλου επαναλαμβάνεται γίνεται τώρα λόγος για «αβάσταχτη λευκαύγεια των σελίδων». Ρίχνεται άραγε πάνω τους σαν φως ο ποιητής κι αυτές τον απορρίπτουν; Ή τον εκπέμπουν φωτεινό;
Προηγουμένως, ένας δεύτερος γρίφος έχει κιόλας προστεθεί σε εκείνον του τίτλου: ξεφυλλίζοντας για να πάμε από την πρώτη στη δεύτερη ενότητα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα παράξενο σχέδιο στην κορυφή της σελίδας. Πρόκειται για ένα τρίγραμμα, που θα αναγνωρίσει όποιος έτυχε να διαβάσει το περίφημο «Ι Τζιγκ», το βιβλίο με τα εξάγραμμα, που κατά την κινεζική παράδοση φιλοσοφεί και χρησμοδοτεί. Το συγκεκριμένο τρίγραμμα αποτελείται από μια συνεχή, μια «γιαγκ» γραμμή στη μέση, που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο διακεκομμένες, δυο «γιν» γραμμές επάνω και κάτω: είναι το τρίγραμμα του νερού. Ενα υδροφόρο μινιμαλιστικό έπος για τη διαχρονική και διαγλωσσική περιπέτεια της ποιητικής γραφής και της ανάγνωσής της, όπου «παράτολμοι ποιητές αυτοδύτες/ άθελά τους καταθρυμμάτισαν/ τους λευκούς πήλινους κορμούς», είναι η «Λευκάγεια».
Μελωδική αφήγηση
Η αφήγηση είναι μελωδική, ο τόνος της παραμένει γλυκός από την αρχή μέχρι το τέλος, ακόμη κι όταν το περιεχόμενο είναι οδυνηρό. Το ποιητικό εγώ δεν παραβλέπει τη σκληρότητα, μα δεν συγκατανεύει σε αυτήν: «Αιμορραγώντας προχωρείς/ ξέπνοος πλησιάζεις/ μισοθαμμένα μέσα στο χιόνι/ σημαδεμένα με κιννάβαρι σκαλοπάτια/ λαξεμένα από τον γαλάζιο χαλαζία των στίχων». Η περιήγηση στον παγκόσμιο μαγικό ιστό των στίχων μέσα από υδάτινους δρόμους έχει ξεκινήσει και θα διαρκέσει 19 αυτοτελείς μονοσέλιδες ενότητες. Μέσα από την πάλη με τη λευκότητα των σελίδων που παραπέμπει, χωρίς απαραίτητα να το γνωρίζει ή να το επιδιώκει ο ποιητής, τόσο στα σεφερικά «Τρία Κρυφά Ποιήματα» («τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης/ επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν», Θερινό Ηλιοστάσι Η΄) όσο και στον «Χιονάνθρωπο» του Ουάλας Στίβενς, αντιμετωπίζουμε το πολλαπλό θαύμα της ποιητικής γραφής, που είναι ταυτόχρονα θαύμα της ρυθμικής αφήγησης και της συντονισμένης ανάγνωσής της. Υπάρχει μια προσεκτική θρησκευτικότητα, που απλώνεται σαν ασημένιο δίχτυ δεν προκαλεί, αλλά και δεν κρύβει το σθένος της. Μια πίστη που δίνει νόημα στην ανθρώπινη περιπέτεια χωρίς να αρνείται τον αισθησιασμό και το κάλλος, αρδεύει το έργο από την αρχή μέχρι το τέλος. Να είναι άραγε η πίστη στον ίδιο τον στίχο; Στο παραμύθι; Στη μαγεία; Στο ταξίδι; Εχοντάς μας υποβάλει ως κλειδιά για να τον διαβάσουμε από τη μια τη φυσική και την αστρονομία, από την άλλη την εξωτική, στα δυτικά μας μάτια, σοφία των Κινέζων, κι ακόμη τα ομηρικά θεμέλια της δυτικής αλλά και της ελληνικής παράδοσης (τα «αναρίθμητα εκμαγεία των ποιημάτων// άγρια άλογα έτοιμα να καλπάσουν/ τέκνα της Μέλαινας Ιλιάδας και των ωκεανών»), ο Κονάρης μάς παρασέρνει, χωρίς να το καταλάβουμε, στην ιδιοκατασκευή του μύθου του, που αναδύεται στέρεος, παλιός, παγκόσμιος. Δείτε πώς συγκροτεί τη γενεαλογία: «Σκοτεινιάζει κι όμως αναγνωρίζεις τους εαυτούς σου/ να συμβαδίζουν με σκιές/ να σφιχταγκαλιάζονται μ’ όσους/ πριν από εσένα κατέφυγαν σε τούτες τις σελίδες». Αραγε είναι μια γενεαλογία του ποιητή ή του αναγνώστη; Ή μήπως, έχοντας εγγραφεί σε αυτήν πριν το καταλάβουμε, αποφασίζουμε ότι δεν έχει, εντέλει, σημασία;
Βάθος και μακρά πνοή
Κάθε τόσο εντυπωσιάζομαι, διαβάζοντας, από την ασύμμετρη αίσθηση βάθους και μακράς πνοής που προκαλεί ένα έργο τόσο μικρό, τόσο σύντομο. Κι ακόμη, θέτω ξανά και ξανά στον εαυτό μου το ερώτημα: ποιος μιλά; Αυτός που διαβάζει; Αυτός που γράφει; Αυτός που παίζει τη λύρα; Αυτός που χορεύει; Μήπως ο εξερευνητής άγνωστων κόσμων; Ο παλιός θαλασσοπόρος; Ολοι αυτοί μαζί συγκροτούν, αποφασίζω εντέλει, ένα ποιητικό εγώ, που παραμένει μολαταύτα ανοιχτό να του προσδώσει και λίγα δικά του χαρακτηριστικά η κάθε αναγνώστρια και ο κάθε αναγνώστης.

