ΛΟΥΙΣ ΝΤΕ ΚΑΜΟΕΣ
Λουσιάδες,
μτφρ.: Κύρος Κόκκας,
εκδ. Ευρασία, 2025, σελ. 487
Ευτυχήσαμε να αποκτήσουμε και στη γλώσσα μας ένα από τα μεγάλα κλασικά κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Τη δυσκολία του εγχειρήματος φανερώνει το γεγονός ότι τετρακόσια πενήντα χρόνια από την πρώτη τους κυκλοφορία το 1572 στη Λισσαβώνα, οι έμμετροι «Λουσιάδες» του Πορτογάλου Λουίς ντε Καμόες έχουν μεν κυκλοφορήσει σε πολλές χιλιάδες αντίτυπα, έχουν αναγνωριστεί ως καταστατικό κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και οι στίχοι τους έχουν αναλυθεί λέξη προς λέξη, έχουν όμως μεταφραστεί μόνον σε δεκατέσσερις γλώσσες.
Με τα δέκα του άσματα, τις 1.102 στροφές και τους 8.816 στίχους του, το έργο αποτελεί ένα έπος όπως η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» του Ομήρου και η «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Σύμφωνα με τα εξαιρετικώς εμπεριστατωμένα προλεγόμενα του μεταφραστή Κύρου Κόκκα, Λουζιτανοί ονομάζονταν οι κάτοικοι οι οποίοι στην εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ζούσαν στο τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου που αντιστοιχεί στη σημερινή Πορτογαλία. Η υπόθεση του έργου είναι η ιστορία του πρώτου ταξιδιού του θαλασσοπόρου Βάσκο ντα Γκάμα το 1498 ο οποίος, περιπλέοντας την Αφρική, έφτασε στην Ινδία ανοίγοντας τον δρόμο για τη δημιουργία της πορτογαλικής αυτοκρατορίας. Παρότι ο Καμόες αφηγείται τις επικίνδυνες περιπέτειες πραγματικών θαλασσοπόρων, ακολουθώντας ταυτόχρονα το τυπικό του αρχαίου έπους αναμειγνύει στις ιστορίες του θεούς της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, οι οποίοι παρεμβαίνοντας, άλλοτε βοηθούν (Αφροδίτη, Αρης) και άλλοτε πολεμούν (Βάκχος) τον στόλο του Βάσκο ντα Γκάμα στη δύσκολη αποστολή του.
«Τότε ήταν που σηκώθηκε απ’ το θρονί του ο Αρης… / Κι έτσι αντρίκια στάθηκε όρθιος μπροστά στον Δία,/ αρματωμένος, δυνατός, σίγουρος για την γνώμη./ Χτυπάει το κοντάρι του με δύναμη στον θρόνο/ τόση, ώστε για μια στιγμή ο Ηλιος εσκοτίστη/ και ο πελώριος Ουρανός συθέμελα εσείστη».
Θεοί και δαίμονες
Δηλητήρια, παγίδες, θαλασσοταραχές, από μηχανής θεοί, ανατροπές, εικόνες μαγικές, ποιητικές μεταφορές, όλα τα συστατικά ενός κλασικού έπους γραμμένου στην εποχή της Αναγέννησης. Με τη διαφορά, όπως παρατηρεί ο μεταφραστής, ότι ο Καμόες ταξίδεψε στους ωκεανούς, πολέμησε, φυλακίστηκε και είχε προσωπική εμπειρία των όσων γράφει. Κι ακόμα πως ο πληθυντικός του τίτλου –Λουσιάδες– δεν είναι καθόλου τυχαίος, καθώς σε αντίθεση προς την «Οδύσσεια» και την «Αινειάδα» αποσκοπεί στο να εξυμνήσει ένα συλλογικό κατόρθωμα και όχι τα πεπραγμένα ενός μόνον άνδρα. Eνα παράδοξο βέβαια είναι πως οι ναυτικοί και ο αρχηγός τους μετέχουν σε αυτή την περιπέτεια ως χριστιανοί που θέλουν να μεταφέρουν την πίστη τους στα πέρατα του κόσμου. Με τη βοήθεια όμως του μυθολογικού Δωδεκάθεου; Ναι – και ας μην απορούμε, αφού ακόμα και ο λογοκριτής της καθολικής Ιεράς Εξέτασης επέτρεψε την έκδοση των Λουσιάδων με την εξής αιτιολογία: «Δεδομένου ότι το συγκεκριμένον έργον είνε ποίησις και μυθοπλασία, και ο συγγραφέας, ως ποιητής, δεν επιδιώκει άλλον τι, ει μη να προσδώση γλαφυρότηταν εις το ποιητικόν του ύφος, δεν θεωρείται απρεπές να αναφέρεται ο μύθος των θεών εν αυτώ».
Οκτάβες
Το πρωτότυπο, διευκρινίζει ο Κύρος Κόκκας, αποτελείται από οκτάστιχες στροφές (οκτάβες)· κάθε στίχος είναι ενδεκασύλλαβος και η τελευταία λέξη είναι παροξύτονη. Ποια στρατηγική ακολούθησε ο μεταφραστής, οφθαλμίατρος κατ’ επάγγελμα, έτσι ώστε να παραδώσει μια θαυμάσια μεταγλώττιση αν κρίνουμε από την απόλαυση με την οποία τη διαβάζουμε; Επέλεξε το «εθνικό» μέτρο της ελληνικής ποίησης, τον δεκαπεντασύλλαβο των 8 και 7 συλλαβών, δημιουργώντας κυρίως εξάστιχες, επτάστιχες και οκτάστιχες στροφές σε έναν ρυθμό που ρέει, χωρίς να επιδιώξει να ακολουθήσει τον ομοιοκατάληκτο σχεδιασμό της οκτάβας – δείχνοντας επιπλέον πως είναι δυνατόν να αποκτήσουμε και σήμερα ωραίες έμμετρες μεταφράσεις των δικών μας επών σε δεκαπεντασύλλαβο. Ο Κύρος Κόκκας μετέφρασε από τα πορτογαλικά, και θα έλεγε κανείς ότι η έκδοση αυτή μαζί με τα προλεγόμενα και τα σχόλια αποτελούν έργο ζωής. Διότι κάθε ενασχόληση με το ποίημα Λουσιάδες προϋποθέτει πολύ καλή γνώση της αρχαίας γραμματείας, καθώς και της πορτογαλικής, της αρχαιοελληνικής και της ρωμαϊκής ιστορίας. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το αναγεννησιακό (και ανδροκρατούμενο) αυτό έργο δεν προσέχθηκε από το κοινό. Και μόνον όταν άρχισαν, μετά τον θάνατο του Καμόες, να το εκθειάζουν οι Ισπανοί Θερβάντες και Λόπε ντε Βέγα, ο Ιταλός Τορκουάτο Τάσο και ο Γάλλος Μοντεσκιέ, έλαβε τη θέση που του αξίζει στο λογοτεχνικό στερέωμα, συνιστώντας ταυτόχρονα καταστατικό πορτογαλικό κείμενο δεδομένου ότι επιδίωξε και συνέβαλε στη σφυρηλάτηση της πορτογαλικής εθνικής συνείδησης και στην καλλιέργεια της γλώσσας.

