Τη συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου στη Μαλακάσα. Την εμφάνιση του Γιώργου Λούκου στο Φεστιβάλ Αθηνών. Τους Δράκους της Μνουσκίν, επίσης. Θα κρατούσα ακόμη τη συζήτηση για την Ευρώπη και τη Δύση που προκάλεσε η παράσταση του Ουαζντί Μουαουάντ στην Επίδαυρο. Τις ουρές έξω από τα θερινά σινεμά και τις παραστάσεις που ζωντάνεψαν μικρούς και μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους σε όλη την επικράτεια. Μπορεί η διάρκεια ζωής τους να ήταν μικρή, αλλά όπως λέει και μια φίλη, δεν χρειάζεται να τα βρίσκουμε όλα παντού και για πάντα. Φαγωθήκαμε με την Πορτάρα και συζητήσαμε για την «Τελειότητα» που κυνηγάει, τελικά, κάθε γενιά και τρώει τα μούτρα της. Θα μας λείψουν ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο Μπομπ Γουίλσον, η Σοφία Σεϊρλή.
Πριν φύγω στα μέσα της εβδομάδας για το Καστελλόριζο και το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, είδα μέσα από το σάιτ της «Κ» την ταινία του Τίμωνα Κουλμάση «Το βράδυ υποχωρεί», που παρουσιάστηκε και στις υπαίθριες προβολές της Μεγίστης. Μέσα σε 70 λεπτά περνάει από μπροστά μας η ζωή του φημισμένου γλύπτη Μέμου Μακρή και της συζύγου του και εικαστικού Ζιζής Μακρή, και η συνάντησή τους με την ιστορία του 20ού αιώνα, τα τραύματα και τις ματαιώσεις. Από την κατοχή στην Ελλάδα, στο μεταπολεμικό Παρίσι και στην κομμουνιστική Ουγγαρία. Η δόξα και η διάψευση.
Το ντοκιμαντέρ γεννάει σκέψεις και συνειρμούς για τη στρατευμένη τέχνη σε μια εποχή που εκτυλίσσονται παράλληλα δύο διακριτά φαινόμενα πολιτισμικού τραμπουκισμού: από τη μία πλευρά, ο πρόεδρος της Αμερικής, της χώρας που είναι συνυφασμένη με τη δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία, προσπαθεί να ελέγξει τι δείχνουν και τι λένε τα κρατικά μουσεία και οι πινακοθήκες της χώρας του ενόψει και της επετείου των 250 ετών από την αμερικανική ανεξαρτησία του 1776. Από την άλλη, αριστερόστροφες ομάδες και κινήματα τύπου BDS μποϊκοτάρουν καλλιτέχνες και δημιουργούς στο όνομα του παλαιστινιακού λαού. Οι μποϊκοτέρ, όμως, δεν έχουν βάθος. Ακυρώνουν μέσα από τα σόσιάλ τους κάποιον ή κάτι με το οποίο (νομίζουν ότι) διαφωνούν εκείνη τη στιγμή. Σαν το ζευγάρι της «Τελειότητας» του Βιντσέντζο Λατρόνικο, που συμπάσχει με τους μετανάστες μέσα από το Διαδίκτυο, επιφανειακά.
Το ντοκιμαντέρ του Κουλμάση δείχνει ότι τότε, τουλάχιστον, υπήρχε μια πρόταση ζωής, ένα άλλο σύστημα που ήταν μεν ουτοπικό αλλά υπήρχε. Τώρα η στράτευση μοιάζει με παβλοφικό αντανακλαστικό, κόβουμε ό,τι μοιάζει ισραηλινό χωρίς να το δούμε πραγματικά και να το εξετάσουμε ή να δούμε τις συνθήκες. Αντίστοιχα και με τους Ρώσους καλλιτέχνες νωρίτερα. Ή μήπως τότε ήταν το «καλό» μποϊκοτάζ; Εκεί, κολλάω.

