Ποιες τάσεις χαρακτηρίζουν στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα τη νεοελληνική λογοτεχνία; Μεταβλήθηκε, για παράδειγμα, η σχέση της με την Ιστορία και τα λογοτεχνικά ρεύματα του παρελθόντος; Γιατί επανέκαμψε η ποίηση και τι καινούργιο έφερε η φεμινιστική και queer ματιά; Οι θεσμικές αλλαγές στην πολιτική για το ελληνικό βιβλίο και τη διεθνοποίησή του έχουν επίσης τη σημασία τους, όπως και ο τεχνολογικός παράγοντας. Και αυτά είναι μερικά από τα πεδία που επιχειρεί να χαρτογραφήσει ο συλλογικός τόμος «Από την παγκοσμιοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη: Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα» (εκδ. Διόπτρα), που επιμελήθηκε ο ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ –και βραβευμένος το 2022 με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων– Δημήτρης Τζιόβας. Τα 22 κείμενα του τόμου παρουσιάστηκαν σε συνέδριο που διοργάνωσε το 2024 η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και με τον κ. Τζιόβα ως συντονιστή. Οι συγγραφείς των κειμένων προέρχονται από διαφορετικές γενιές και χώρους (της λογοτεχνίας, της κριτικής, της δημοσιογραφίας, της ακαδημαϊκής έρευνας, των εκδόσεων κ.ά.), στοχεύοντας σε έναν πολυθεματικό διάλογο για την ελληνική λογοτεχνική επικράτεια, του οποίου οι βασικοί άξονες –και τα ζητούμενα– περιγράφονται από τον κ. Τζιόβα στη συνέντευξη που ακολουθεί.
– Ποια εγχώρια και διεθνή γεγονότα επηρεάζουν την ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα;
– Νομίζω ότι η οικονομική κρίση σημάδεψε την πορεία της ελληνικής λογοτεχνίας και ενεργοποίησε το ενδιαφέρον του ξένου κοινού που προσπάθησε να κατανοήσει το τι συμβαίνει στη χώρα, ανατρέχοντας και στη σύγχρονη λογοτεχνία. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Ουκρανία, καθώς λόγω του πολέμου στραφήκαμε σε λογοτεχνικά ή ιστορικά κείμενα για να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Aλλωστε η λέξη «αποτύπωμα» δεν έχει χρησιμοποιηθεί για κανένα άλλο γεγονός σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, παρά μόνο για την κρίση. Eγκυρες μελέτες για τη μεταπολιτευτική πεζογραφία περιέχουν κεφάλαια για την πεζογραφία της κρίσης, ενώ ήδη έχουμε και ένα βιβλίο στα ισπανικά για την ποίηση της κρίσης. Η άλλη εξέλιξη, που επηρέασε την ελληνική λογοτεχνία ως ευρύτερο οικοσύστημα, είναι η εξάπλωση του Διαδικτύου και της κοινωνικής δικτύωσης. Aλλαξε και αλλάζει τους τρόπους που διαβάζουμε, γράφουμε, επικοινωνούμε και αξιολογούμε. Πρόκειται για μια επανάσταση, ο αντίκτυπος της οποίας αρχίζει να φαίνεται στις νεότερες γενιές που μεγάλωσαν με το Διαδίκτυο, τον ψηφιακό εθισμό και την κουλτούρα της σύντομης διάρκειας – βλέπε TikTok.
– Διαβάζεται περισσότερο η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό;
– Δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για να κρίνουμε. Ούτε μπορούμε να μιμηθούμε ό,τι κάνουν οι Ιρλανδοί, που η λογοτεχνία τους θεωρείται ότι ανθεί ξανά και ως μέτρο χρησιμοποιείται η αύξηση των υποψηφιοτήτων για το αγγλόφωνο βραβείο Booker. Σήμερα, δεν υπάρχει ζήτηση για εθνικές λογοτεχνίες, αλλά για μεμονωμένους συγγραφείς ή κείμενα που ανήκουν σε διεθνή είδη –π.χ. αστυνομικό μυθιστόρημα– ή προβάλλουν μη κυρίαρχες αφηγήσεις – μαύρων, γυναικών, queer. Κατά τη γνώμη μου, το πιο ανησυχητικό στοιχείο για τις τύχες της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό είναι ότι δεν εμφανίζονται νέοι μεταφραστές, που θα μπορούσαν να αποδώσουν πιο συγχρονισμένα τη γλώσσα της τρέχουσας λογοτεχνίας.
– Πώς προσεγγίζει το ιστορικό παρελθόν η ελληνική λογοτεχνία σήμερα και ποιες παροντικές κατευθύνσεις διαθέτει;
– Είναι, νομίζω, εντυπωσιακός ο αριθμός των μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησαν για τον ελληνικό Εμφύλιο στον 21ο αιώνα. Νομίζω ότι σε αυτό συνέβαλαν οι διαμάχες των ιστορικών για τον Εμφύλιο, καθώς και οι νέες τάσεις στη μελέτη του. Επίσης, οι επέτειοι του 1821 και του 1922, καθώς και η εμφάνιση των graphic novels, ενίσχυσαν την ιστορική και βιογραφική ροπή του ελληνικού μυθιστορήματος. Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης έντονη η παροντική κατεύθυνση της πεζογραφίας, με αφηγήσεις σχετικές με την επισφάλεια των millennials, το Διαδίκτυο, τις οικογενειακές σχέσεις, τις έμφυλες ταυτότητες ή τη ρευστότητα των φύλων. Αυτές οι δύο τάσεις δεν φαίνεται να επικοινωνούν μεταξύ τους και διακινδυνεύω την άποψη ότι στο μέλλον η ιστορική κατεύθυνση θα υποχωρήσει και θα επιβιώσει περισσότερο στην κατηγορία των πιο «εκλαϊκευτικών» ιστορικών αναγνωσμάτων.
Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησαν για τον ελληνικό Εμφύλιο στον 21ο αιώνα. Νομίζω ότι σε αυτό συνέβαλαν οι διαμάχες των ιστορικών, καθώς και οι νέες τάσεις στη μελέτη του.
– Ποιοι δεσμοί με παλιότερες σημαντικές λογοτεχνικές μορφές και ρεύματα έχουν διακοπεί και ποιες νέες εμπνεύσεις αναζητούνται;
– Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα επιδιώκει να συνομιλήσει κυρίως με την ξένη λογοτεχνία και λιγότερο με την εγχώρια, χωρίς αυτό να την εμποδίζει να προτείνει τον δικό της κανόνα – όχι τόσο αναλυτικά, με δοκίμια, όσο ευκαιριακά, με συνεντεύξεις και άρθρα σε περιοδικά. Δεν λείπει επίσης η εμμονή με τη γενιά του ’30, στην οποία εξακολουθούν να αναφέρονται ορισμένοι ποιητές και μελετητές, αναδεικνύοντας τον Βύρωνα Λεοντάρη ως το αντίπαλον δέος του Σεφέρη. Ενώ η πεζογραφία παραμένει έκκεντρη και δεν αναζητά προγόνους, ούτε κάνει λόγο για γενιές, η ποίηση κινείται μεταξύ φεμινισμού, μεταπολιτικής και αριστερής μελαγχολίας, εκδηλώνοντας κάποια προτίμηση για την παλαιότερη λογοτεχνία της αμφισβήτησης και προβάλλοντας γυναίκες ποιήτριες. Η ποίηση δεν νοείται ως ενόραση, αλλά ως σωματική πράξη, συμβάν και όχι απλώς γραφή, καθώς επιδιώκεται να αποκτήσει ξανά τον κοινωνικό της ρόλο και τον αντιεξουσιαστικό της λόγο.
– Γιατί επανέκαμψε η ποίηση στον 21ο αιώνα; Αναδύθηκε κάποια νέα ποιητική γενιά ή είναι προτιμότερο να μιλάμε για κοινά εγχειρήματα και δράσεις;
– Αν στη δεκαετία του 1980 η συλλογική ανησυχία ανταγωνιζόταν τη «γενιά του ιδιωτικού οράματος» και την απο-συλλογικοποίηση της λογοτεχνίας, στην ποίηση του 21ου αιώνα επανέρχεται η έννοια της γενιάς, με τους ποιητές και τις ποιήτριες του 2000 να θεωρούνται μια συνεργατική γενιά, που αξιοποιεί τη διαμεσική επιτέλεση, την προφορικότητα και τη συμμετοχή του κοινού. Οι πεζογράφοι φαίνεται να ακολουθούν μοναχικές διαδρομές, ενώ οι ποιητές συσπειρώνονται σε κοινές δράσεις και συλλογικά εγχειρήματα. Η πεζογραφία από τη δεκαετία του 1990 ακολούθησε τις υπαγορεύσεις του best seller και της παγκοσμιοποιημένης εξατομίκευσης, ενώ η σύγχρονη ποίηση επαναφέρει σταδιακά το συλλογικό και το πολιτικό. Αν και έχουν εμφανιστεί μικροί εκδοτικοί οίκοι που τυπώνουν κυρίως ποιητικές συλλογές, το κοινό της ποίησης αναγκάζεται να παρακολουθεί την εκδοτική κίνηση μέσω των κοινωνικών δικτύων, των εκδηλώσεων και των περιοδικών, γιατί οι νέες ποιητικές συλλογές προβάλλονται ελάχιστα μέσα από τους καθιερωμένους διαύλους.
Η πεζογραφία από τη δεκαετία του 1990 ακολούθησε τις υπαγορεύσεις του best seller και της παγκοσμιοποιημένης εξατομίκευσης, ενώ η σύγχρονη ποίηση επαναφέρει σταδιακά το συλλογικό και το πολιτικό.
– Πότε κατέστη σημαντική η σύγχρονη φεμινιστική και queer λογοτεχνία και τι το νέο έφεραν στα λογοτεχνικά πράγματα;
– Τα τελευταία χρόνια εκδηλώνεται ένα είδος επιθετικού φεμινισμού, ενώ παρατηρούμε και τη δυναμική παρουσία της queer κουλτούρας. Το 2022 η Εταιρεία Συγγραφέων βράβευσε queer ποιητική συλλογή, ενώ την επόμενη χρονιά η έννοια του queer συζητήθηκε στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης και κυκλοφόρησε η πρώτη Ανθολογία Ελληνικής Κουήρ Ποίησης. Επίσης, παλαιότερα κείμενα διαβάστηκαν και μελετήθηκαν από μια queer προοπτική, διαμορφώνοντας την αντίστοιχη γενεαλογία. Μέσω του φεμινισμού και του queer, η ελληνική λογοτεχνία ευθυγραμμίζεται και συνομιλεί με τις διεθνείς τάσεις, αρκεί να μη βαφτίζονται όλα queer, όπως παλαιότερα σχεδόν τα πάντα χαρακτηρίζονταν μεταμοντέρνα.
– Τι είδους έρευνες, μετρήσεις και δεδομένα λείπουν; Θα μπορούσε να αναλάβει αυτόν τον ρόλο το νεοσύστατο Ελληνικό Ιδρυμα Βιβλίου και Πολιτισμού;
– Με το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ η εικόνα της βιβλιοπαραγωγής κατέστη ελλιπής. Ευτυχώς η χαρτογράφηση του εκδοτικού τοπίου την οποία επιχείρησε η έρευνα του ΟΣΔΕΛ για την περίοδο 2009-2022 κάλυψε εν μέρει το κενό. Ωστόσο, ο μεγάλος άγνωστος παραμένει ο τομέας της αυτοέκδοσης. Πόσα βιβλία αυτοεκδίδονται στην Ελλάδα; Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που ευνοούν τις αυτοεκδόσεις; Συμβαίνει το ίδιο φαινόμενο σε άλλες χώρες; Συνιστά η ανάγκη του Νεοέλληνα να εκφραστεί και να αυτοεκδοθεί πολιτισμικό φαινόμενο άξιο μελέτης; Πάντως, ο όγκος των βιβλίων που εκδίδονται στην Ελλάδα είναι εντυπωσιακός και αναρωτιέμαι αν όλα αυτά τα βιβλία αγοράζονται και διαβάζονται. Παλαιότερα, έβλεπες σε χώρους αναμονής ή σε αεροπλάνα και λεωφορεία ανθρώπους να διαβάζουν βιβλία. Σήμερα όλοι περιεργάζονται τα κινητά τους. Εν ολίγοις, ο όγκος της βιβλιοπαραγωγής δεν συνάδει με τη φθίνουσα φιλαναγνωσία. Ελπίζω το νεοσύστατο Ελληνικό Ιδρυμα Βιβλίου και Πολιτισμού να βελτιώσει τις βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων και να τις καταστήσει πιο ενημερωμένες και εύχρηστες.
– Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στην εγχώρια εκδοτική παραγωγή και στην αναγνωστική διαδικασία;
– Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς εισερχόμαστε στον μετανθρωπιστικό κόσμο του deep fake. Με τον θρίαμβο των data, η λογοτεχνία μπορεί να μεταμορφωθεί σε κειμενικό παιχνίδι αλγορίθμων και συνδυασμό λέξεων. Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη απειλή της τεχνητής νοημοσύνης συνίσταται στο ότι αναιρεί τη διάκριση αληθινού/γνήσιου/πραγματικού αφενός και ψευδούς/πλαστού/επινοημένου αφετέρου, την οποία ενίοτε προϋποθέτει και η λογοτεχνία, αλλά σε άλλους χώρους αυτή η αναίρεση θα οδηγήσει σε φοβερή σύγχυση και θα σημάνει την κατάργηση κάθε έννοιας copyright. Σε πρόσφατη έρευνα αμερικανικού πανεπιστημίου, η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων δεν κατάφερε να διακρίνει τη διαφορά ποιημάτων και ποιητικών κατασκευασμάτων μέσω της τεχνητής νοημοσύνης. Η τελευταία δεν θα προσφέρει απλώς μια βάση δεδομένων, αλλά θα επιφέρει τεκτονικές αλλαγές και στον χώρο της μετάφρασης, προτείνοντας τις καταλληλότερες λέξεις ή συνδυασμούς τους. Ετσι, οι μεταφράσεις ενδεχομένως να γίνουν φθηνότερες και ευκολότερες, αλλά δεν είναι δυνατό να το ξέρουμε ακόμη. Εξαρτάται επίσης και από την έκταση της βάσης δεδομένων για κάθε γλώσσα και τη νομιμότητα συναγωγής τους.
*«Από την παγκοσμιοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη: Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα». Συλλογικό (επιμέλεια: Δημήτρης Τζιόβας), εκδ. Διόπτρα, σελ. 384

