Το παράδοξο της εγχώριας κριτικής

Γιατί δημοσιεύονται σπανίως αρνητικές γνώμες για βιβλία;

4' 13" χρόνος ανάγνωσης

Στην Ελλάδα σπάνια βλέπει κανείς αρνητική κριτική για βιβλίο (και ειδικά για βιβλίο Ελληνα συγγραφέα). Κάθε νέα έκδοση που θα τύχει της δέουσας προσοχής του εκδότη θα βρει τον δρόμο της προς τους κριτικούς. Εκτός από τις σελίδες των παραδοσιακών ΜΜΕ, το βιβλίο χαίρει και προβολής από τους εκάστοτε βιβλιόφιλους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) που με το πρόσχημα της βιβλιοφιλίας θα το εκθειάσουν. Ολα θεμιτά. Οπως θεμιτό είναι να σκέφτεται όποιος παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια τα εκδοτικά δρώμενα πως ό,τι φτάνει στα βιβλιοπωλεία δεν είναι τίποτα λιγότερο από αριστούργημα. Μικρή χώρα, μικρή αγορά. Με πληθώρα δημιουργών και μετρημένους αναγνώστες. Το σύστημα πρέπει να χορδιστεί, ώστε να βγαίνουν τα κουκιά: να εισπράττουν ηθική ικανοποίηση οι μεν, να μένουν ευχαριστημένοι οι δε.

Κηδεία χωρίς φίλους

Θα προσπαθήσω να περιγράψω το παράδοξο του κριτικού λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Λέει ένα παλιό γνωμικό: «Στην κηδεία του καλού κριτικού εμφανίζεται μόνο ο παπάς». Και είναι μεγάλος ο πειρασμός, καθώς αρχίζετε να μειδιάτε, να το ερμηνεύσετε μέσω του εξής απλού συλλογισμού: ο καλός κριτικός, εφόσον δεν χαρίζεται, λέει την αλήθεια, άρα καταντάει μισητός. Στην κηδεία του εμφανίζεται μόνο ο παπάς. Στην ανάγνωση αυτή δεν διακρίνεται όμως κάποιο παράδοξο. Σας καλώ να ερμηνεύσετε το γνωμικό αλλιώς. Γιατί να μην υπάρχουν φίλοι και συγγενείς σε αυτή την κηδεία; Τι διάολο ήταν αυτός ο κριτικός; Δεν ήταν άνθρωπος;

Ο καλός κριτικός θα πρέπει με κάποιο τρόπο να διασφαλίσει την ανεξαρτησία του απέναντι στους παράγοντες της αγοράς. Τόσο, δηλαδή, απέναντι στους εκδότες όσο και απέναντι στους συγγραφείς. Ο κριτικός θα πρέπει να περάσει από μια κοπιώδη φάση αναγνώρισης και καταξίωσης που δεν θα στηρίζεται σε γνωριμίες, αλλά στα κείμενά του. Πώς όμως θα αναγνωριστεί, έστω και η όποια περιορισμένη αξία του, αν δεν γνωρίζει ανθρώπους του κυκλώματος που θα του δώσουν σημασία; Οταν λοιπόν αναλογιστεί κανείς με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τις καταστάσεις και τη δυναμική του χώρου, καταλήγει στο παράδοξο: ο κριτικός θα πρέπει, χωρίς να αποτελεί μέλος της άτυπης λογοτεχνικής συγκλήτου, να συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο της. Και μάλιστα σε περίοπτη θέση. Θα πρέπει δηλαδή να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, αλλά ταυτοχρόνως θα πρέπει να μην έχει και καμία επαφή με τα συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα. Η σχέση κριτικού – συγγραφέα συνίσταται σε μια ιερή συνθήκη: ο κριτικός οφείλει να «οικειοποιείται» τον συγγραφέα αποκλειστικά και μόνο μέσα από το εκάστοτε έργο του το οποίο καλείται να κρίνει. Οποιαδήποτε άλλη επαφή με τον συγγραφέα είναι εκ του πονηρού, καθώς υποσκάπτει την ιερή συνθήκη.

Πολλές κριτικές, όμως, συντάσσονται από συγγραφείς που γνωρίζουν καλά ότι κάθε βαριά κουβέντα, όταν θα φτάσει η στιγμή να κριθεί το επόμενο βιβλίο τους, θα τη βρουν μπροστά τους. Μέσα σε αυτό το διάφανο αλισβερίσι ο επιμελής αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μια σταθερή ροή διθυραμβικών κριτικών. Κριτικών που σιγά σιγά μαθαίνει να ζυγίζει και να οσμίζεται. Μαθαίνει δηλαδή ποιοι θα γράψουν για ποιους, ποιοι θα ξεχάσουν ποιους, ποιοι θα ανταποδώσουν χάρες, ποιοι θα ξοφλήσουν αλλά και ποιοι θα ανοίξουν λογαριασμούς. Ετσι βιώνουμε το εξής σκηνικό: μόλις απομακρυνθεί λίγο ο αναγνώστης από τον προβολέα των διθυράμβων και ρωτήσει, λέμε τώρα, κατ’ ιδίαν, ακόμη και τον ίδιο τον συντάκτη της διθυραμβικής κριτικής, θα ακούσει μια διαφορετική ιστορία από την επίσημα καταγεγραμμένη. Ιστορία που θα στάζει συγκεκαλυμμένη, ή και όχι, χολή. Αν επομένως το βιβλίο δεν είναι αριστούργημα, αλλά δεν είναι και για πολτοποίηση, τι είναι το ρημάδι που δύναται να σου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον και πού θα βρεις μια υπεύθυνη κρίση;

Το ερώτημα αφήνει όμως παραμελημένους τους συγγραφείς. Πού θα ακούσουν μια υπεύθυνη γνώμη για την ποιότητα του έργου τους; Αρκεί η αρχική έγκριση του εκδότη και τα όποια σχόλια του επιμελητή – πόσους Ουίλιαμ Μάξγουελ και Γκόρντον Λις έχουμε δα στην Ελλάδα;

Ο μεγαλύτερος χαμένος

Ο συγγραφέας είναι τελικά ο μεγαλύτερος χαμένος. Δεν του λένε, θα αντιτείνει κάποιος, φίλοι του συγγραφείς μια υπεύθυνη γνώμη; Του λένε, ναι. Αλλά αρκεί; Ο φίλος, ξέρετε, είναι κάποιος που βρίσκεται κοντά στον συγγραφέα και πολλές φορές η αλήθεια πονάει περισσότερο αυτόν που την εκστομίζει παρά αυτόν που την ακούει. Για αυτό συνήθως ο συγγραφέας δεν μαθαίνει την αλήθεια. Η ιερή συνθήκη, που αναφέρθηκε, αυτήν ακριβώς την αλήθεια έρχεται να προασπίσει, έτσι ώστε ο συγγραφέας να μη βαυκαλίζεται για την αξία του από γνώμες που σαν σκοπό έχουν να στηρίξουν το εγώ του και να πουλήσουν το έργο του. Θα μου πείτε, αν πουλάει το βιβλίο και παίρνει και βραβεία, τι παραπάνω μπορεί να θέλει ο αχάριστος συγγραφέας;

Οι αναγνώστες δεν αποζητούν τους Eλληνες Μπαχτίν και Μπλουμ. Η λογοτεχνία είναι πρωτίστως απόλαυση· όχι πεδίο κομπορρημοσύνης και εστετισμού.

Επαναλαμβάνω: μικρή χώρα, μικρή αγορά. Οι συγγραφείς αδυνατούν να βιοποριστούν από τη συγγραφή, οι εκδότες από την έκδοση λογοτεχνίας. Αναλογιστείτε, τώρα, πού και πώς χωράει, σε αυτό το πλαίσιο, το πάρεργο του κριτικού. Η κριτική που δημοσιεύεται σε μέσα μεγάλης κυκλοφορίας δεν σηκώνει σχοινοτενείς αναλύσεις και θεωρητικολογία. Οι αναγνώστες δεν αποζητούν τους Eλληνες Μπαχτίν και Μπλουμ. Η λογοτεχνία είναι πρωτίστως απόλαυση· όχι πεδίο κομπορρημοσύνης και εστετισμού. Ο κριτικός οφείλει να επισημαίνει ποιότητες και να καταδεικνύει αστοχίες. Η δε δημιουργικότητά του να εξαντλείται στις δύο παραμέτρους.

Γράφει κάπου ο Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Για τον κριτικό, ύπατος κριτής είναι οι συνάδελφοί του. Oχι το κοινό».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT