Σε άρθρο του υπογραφομένου που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της 16.3.2025, παρουσιάστηκε ανυπόγραφη προσωπογραφία ανδρός, η οποία είχε αγοραστεί από τον κάτοχό της σε παλαιοπωλείο της Φλωρεντίας. Εχοντας δε αυτοψία του συγκεκριμένου ζωγραφικού έργου και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις έως σήμερα γνωστές περιγραφές του Ανδρέα Κάλβου, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι κάλλιστα θα μπορούσε ο εικονιζόμενος να ταυτιστεί με τον ποιητή της Αρετής. Υπήρχαν, ωστόσο, επιφυλάξεις ως προς την αυθεντικότητα του πίνακα, τη χρονολόγησή του και την παλαιότητα της μνημονευθείσας χειρόγραφης ένδειξης στο πίσω μέρος του. Για τον λόγο αυτό, ανατέθηκε από τον κάτοχο του έργου στον κ. Αναστάσιο Κουτσουρή, εγνωσμένου κύρους συντηρητή έργων τέχνης, κριτικό τέχνης, δικαστικό πραγματογνώμονα και τέως επίκουρο καθηγητή στη Σχολή Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Eργων Τέχνης του ΠΑΔΑ, η σύνταξη συναφούς πραγματογνωμοσύνης. Κατόπιν αναλυτικής εξέτασης του έργου, ο κ. Κουτσουρής κατέληξε στα ακόλουθα (επιπρόσθετα στα έως σήμερα γνωστά) πορίσματα, τα οποία, με την άδειά του, όπως και με τη σύμφωνη γνώμη του κατόχου του έργου, εκτίθενται αδρομερώς εδώ:
Κάλλιστα θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον «Ποιητή της Αρετής», τόσο της περιόδου κατά την οποία ζει στη Φλωρεντία (1812-1816), όσο και της δεύτερης παραμονής του (1820) ή τα πρώτα χρόνια της διαμονής στην Κέρκυρα (1826-1852).
• Πρόκειται για ελαιογραφία ζωγραφισμένη σε καμβά διαστάσεων 59,5 x 47,5 εκ.
• Δεν διακρίνεται πουθενά κάποια υπογραφή του καλλιτέχνη.
• Η γραφή του ανοιχτού κώδικα δεν είναι ευανάγνωστη, αλλά διαβάζονται «αποσπασματικά ορισμένοι ελληνικοί χαρακτήρες (β, γ, δ, θ, ρ)», όπως και «η εγγραφή ΕΛΙ 1810» στο «άνω τμήμα της αριστερής σελίδας» του.
• Οι επίσης δυσανάγνωστες επιγραφές των τόμων της βιβλιοθήκης είναι γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες και «διακρίνονται οι λέξεις Ufficie στην πρώτη σειρά και Code et nise (?) [μάλλον mise] στη δεύτερη».
• Το υφασμάτινο υποστήριγμα του πίνακα έχει αναρτηθεί, «με παλαιά χειροποίητα καρφιά», πάνω σε ξύλινο τελάρο, το οποίο «είναι παλαιό, σύγχρονο της κατασκευής του έργου», ενώ η προετοιμασία του πορτρέτου «δεν είναι βιομηχανική αλλά ιδιόχειρη και εφαρμόσθηκε πάνω στο τεντωμένο ύφασμα» ενδεχομένως από τον καλλιτέχνη-δημιουργό.
• Κατά την εξέταση, «δεν παρατηρήθηκαν μεταγενέστερες χρωματικές προσθήκες, επιζωγραφίσεις ή αλλαγές-τροποποιήσεις» και «επομένως η ζωγραφική σύνθεση δεν έχει υποστεί προγενέστερες επεμβάσεις συντήρησης και βρίσκεται στην αυθεντική της κατάσταση».
• Η εξέταση της οπισθόγραφης επιγραφής, Effigie del sign. And. Calvo (εικόνα του κ. Ανδ[ρέα] Κάλβου), τοποθετημένης «με λεπτό χρωστήρα στο κεντρικό τμήμα του λινού καμβά», επιβεβαίωσε «την παλαιότητά της» και «πρέπει να θεωρηθεί ως μια μεταγενέστερη μαρτυρία».
• Κατά τη «μακροσκοπική και στερεοσκοπική σύγκριση του πίνακα με έργα καλλιτεχνών της ιδίας περιόδου» διαπιστώθηκαν «οι ομοιότητες στην εκτέλεση των πλασμών, των φωτισμών και των περιγραμμάτων, στα πρόσωπα, στις ενδυμασίες και στα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου με έργα της Ιταλικής και ύστερης Επτανησιακής ζωγραφικής του πρώτου ημίσεος του 19ου αι.».
Κοντολογίς, το έργο, κατά τον κ. Κουτσουρή, «βρίσκεται στην αυθεντική του κατάσταση» και, με γνώμονα την «παλαιότητα των υλικών», τη «σύσταση της ιδιόχειρης απορροφητικής προετοιμασίας», τη «λιτότητα της σύνθεσης» και τους «τεχνοτροπικούς χειρισμούς», μπορεί με βεβαιότητα να συσχετιστεί με «επιρροές της Ιταλικής και της ύστερης Επτανησιακής ζωγραφικής του 19ου αι. (1801-1850)».
Oλα αυτά συνδέονται με την επιχειρηματολογία που ήδη έχει αναπτυχθεί από τον υπογραφόμενο. Τα χαρακτηριστικά του πορτρέτου βρίσκονται πολύ κοντά σε εκείνα του διαβατηρίου του ποιητή που ανακοίνωσε προ ετών ο Σπύρος Ασδραχάς, καθώς και στις περιγραφές του από όσους τον γνώρισαν. Eτσι, ο πίνακας κάλλιστα θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον Ανδρέα Κάλβο, τόσο της περιόδου κατά την οποία ζει στη Φλωρεντία (1812-1816), όσο και της δεύτερης παραμονής του στην πόλη του Aρνου (1820) ή τα πρώτα χρόνια της διαμονής στην Κέρκυρα (1826-1852), μιας και το έργο συσχετίζεται από τον κ. Κουτσουρή με την τεχνοτροπία που επικρατεί στην Ιταλία και στα Επτάνησα κατά το πρώτο μισό του 19ου αι.
Ας σημειωθούν εδώ, επιπροσθέτως, τα ακόλουθα: Οσο συγκατοικεί ο Κάλβος με τον Ούγο Φόσκολο (1813), φιλοτεχνείται το πορτρέτο του δευτέρου από τον Φρανσουά Ξαβιέ Φαμπρ, Γάλλο ζωγράφο που ζει στη Φλωρεντία, διατηρώντας σχολή ζωγραφικής και δραστηριοποιούμενος ως συλλέκτης και έμπορος έργων τέχνης· μάλιστα, από την αλληλογραφία του Φόσκολο γνωρίζουμε ότι του είχε ζητηθεί να εξουσιοδοτήσει τον Κάλβο, προκειμένου να μεσολαβήσει στον εν λόγω ζωγράφο για να φιλοτεχνήσει αντίγραφο της προσωπογραφίας του δασκάλου του για λογαριασμό της κόμισσας d’Albany.
Από τη Φλωρεντία (στην οποία βρέθηκε και αγοράστηκε ο πίνακας), ο ποιητής φεύγει, και τις δύο φορές, εσπευσμένα και υπό πολύ αντίξοες συνθήκες – που, μάλλον, δεν του επέτρεπαν να μεταφέρει μαζί του έναν πίνακα αυτών των διαστάσεων.
Ναι, αλλά στην περίπτωση που θα συνδεθεί η συγκεκριμένη προσωπογραφία με τη φλωρεντινή περίοδο του Κάλβου, υπάρχει θέμα (λένε κάποιοι) με το χρώμα των μαλλιών του που είναι γκρίζο και που, επομένως, δεν μπορεί να ταυτιστεί με έναν νέο στη μέση, έστω, της τρίτης δεκαετίας της ζωής του (ο Κάλβος είχε γεννηθεί το 1792). Χώρια που, την εποχή εκείνη, υπέγραφε ως Calbo (συμπληρώνουν σχετικά). Ως προς το πρώτο, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι ο ζωγράφος επίτηδες έδωσε αυτήν την απόχρωση στην κόμη του εικονιζόμενου, προκειμένου να προσδώσει μιαν επίφαση «σοφίας» σε έναν νεαρό λόγιο και ηθοποιό, ενώ το ίδιο πιθανό φαντάζει τα μαλλιά του να είναι πουδραρισμένα· ως προς το δεύτερο, το όνομα σίγουρα δεν είναι γραμμένο με το χέρι του ποιητή των Ωδών και, κατά πάσα πιθανότητα, έχει γραφεί από τον ίδιο τον ζωγράφο ή κάποιον άλλο, προκειμένου να ταυτιστεί με συγκεκριμένο πρόσωπο το εν λόγω πορτρέτο. Αν, από την άλλη, συνδεθεί η δημιουργία του πίνακα με την επτανησιακή ζωγραφική παράδοση και τη διαμονή του ποιητή στην Κέρκυρα, τότε οι αμφιβολίες ως προς το χρώμα των μαλλιών του εικονιζόμενου αίρονται πλήρως (μιας και στο νησί των Φαιάκων ο Κάλβος ζει από τα 34 έως τα 60 του χρόνια).
Η επικρατέστερη εκδοχή
Εάν η εκδοχή της Φλωρεντίας φαντάζει, στα μάτια του γράφοντος, κατά τι ισχυρότερη, τούτο συμβαίνει επειδή –κατά τα φαινόμενα– ο πίνακας δεν μπήκε ποτέ σε κορνίζα και φαίνεται να μην κρεμάστηκε ποτέ σε τοίχο – κάτι λίγο δύσκολο για έναν άνθρωπο που ζει 26 χρόνια σε έναν τόπο (μολονότι όχι απίθανο, στην περίπτωση που δεν του άρεσε ή απλώς τον κράτησε αποθηκευμένο κάπου). Χώρια που η επιγραφή είναι γραμμένη στα ιταλικά και όχι στα ελληνικά. Επιπροσθέτως, από τη Φλωρεντία (στην οποία, ας μην το ξεχνούμε, βρέθηκε και αγοράστηκε ο πίνακας), ο ποιητής φεύγει, και τις δύο φορές, εσπευσμένα και υπό πολύ αντίξοες συνθήκες – που, μάλλον, δεν του επέτρεπαν να μεταφέρει μαζί του έναν πίνακα αυτών των διαστάσεων. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει πρωτεύουσα σημασία το πού δημιουργήθηκε το έργο, αλλά το αν μπορεί να συνδεθεί με τον Ανδρέα Κάλβο – κάτι που, υπό το φως των νέων δεδομένων, καθίσταται, από εύλογη υπόθεση, ισχυρό ενδεχόμενο, όπως θα καταδειχθεί στο προσεχές μέλλον, με αναλυτικότερη δημοσίευση του γράφοντος.
*Ο κ. Γιώργος Ανδρειωμένος είναι καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

