Αν κάποιος έπαιρνε παρουσίες, θα σημείωνε εκείνους που μεγάλωσαν μαζί του. Εκείνους που τον άκουσαν κεφάτο στο Ηρώδειο, όσους τον είδαν πιο πριν στο Μέγαρο Μουσικής, ίσως και αυτούς που διάβασαν την ιστορία της ζωής του στο βιβλίο του. Θα έβρισκε και κάποιους νεότερους που γνώρισαν πρώτα τον ρυθμό των τραγουδιών και τον ηλεκτρισμό της μουσικής του και μετά τις ιστορίες πίσω από τους στίχους. Αλλους που μαζί με τα παιδιά τους έκαναν μια προσπάθεια να συγκεράσουν τις γενιές και τις συγκινήσεις. Και ας μην καταλάβαιναν τα μικρά εφηβάκια τις ιστορίες από το Γούντστοκ. Μπορεί να μην ήταν πολλοί όσοι έκαναν το ταξίδι στη Μαλακάσα –θέλει και αυτό μια δέσμευση–, αλλά είχαν ένα κοινό: τον σεβασμό στο πρόσωπο του δημιουργού για αυτό που εκπροσωπεί διαχρονικά· ένα συναίσθημα δεσίματος. Ενα σεβασμό που παραβλέπει το βάρος των χρόνων και την κούραση του τραγουδοποιού και ανανεώνει αυτή τη σχέση είτε στα μέγαρα είτε στο δάσος. Υπάρχουν εκπλήξεις σε έναν μαραθώνιο προσωπικών στοιχημάτων; Αλλωστε και ο ίδιος είχε ξεκαθαρίσει, αυτοσαρκαζόμενος, στο βιντεοσκοπημένο μήνυμά του πριν αριβάρει για Μαλακάσα. «Επρεπε να γίνω 80 χρονών για να με φωνάξουνε στο Rock Wave. Είμαι σαν το στιχάκι του Ιαν Αντερσον. Γέρος για ροκ, μα για τον θάνατο μικρό παιδάκι».
Η συναυλία της Μαλακάσας είναι πια Ιστορία. Συμπτωματικά, όμως, βρεθήκαμε σε μια άλλη σαββοπουλική ιστορία του παρελθόντος μερικά χιλιόμετρα μακριά, στην Ελευσίνα. Το 1976 ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν 32 ετών και εκείνο το καλοκαίρι έδωσε μια δωρεάν συναυλία στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Αυτό το στιγμιότυπο της προσωπικής του ιστορίας, μια ανάμνηση στον νου των παλαιότερων κατοίκων της περιοχής, απέκτησε υπόσταση χάρη στην τελευταία δράση της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας: τον «Αόρατο Χάρτη» της Ερατώς Κουτσουδάκη, έναν ψηφιακό χάρτη με φυσικά ίχνη πάνω στα πεζοδρόμια της Ελευσίνας. Εκεί υπάρχει και μια ιστορία για τον Μίκη Θεοδωράκη από το ’60, για το πρώτο τρένο που πέρασε από την πόλη το 1884, για τον χορό των παντρεμένων γυναικών και τη θεά Δήμητρα, για τον αδιέξοδο έρωτα της Σοφίας Λασκαρίδου και του ποιητή Περικλή Γιαννόπουλου, που οδήγησε στην αυτοκτονία του. Περπατάς, σκανάρεις και ακούς ιστορίες της πόλης που ήταν προορισμένες να χαθούν μαζί με τις πηγές τους. Τώρα κάτι τις κρατάει ζωντανές. Οσο, βέβαια, υπάρχει κάτι σαν συνέχεια αυτού του θεσμού. Υπάρχει;

