Ο Πλάτων υπήρξε ο μέγας αντίπαλος της ρητορικής, επειδή ενδιαφερόταν μόνο να πείσει και αδιαφορούσε για την αλήθεια. Η πειστικότητα ωστόσο δεν συνδέεται μόνο με τη ρητορική και την παραπλάνηση, αφορά επίσης την τέχνη και την αλήθειά της (και την ίδια τη φιλοσοφία ασφαλώς, αφού το επιχείρημα πρέπει να είναι πειστικό). Ο αναγνώστης ενός λογοτεχνικού έργου πρέπει να πείθεται ότι αυτά που διαβάζει είναι αληθινά, όχι με την έννοια ότι έχουν γίνει, αλλά ότι ανήκουν στη σφαίρα του δυνατού και άρα μπορεί να αφορούν τη ζωή του. Οι μεγάλοι τεχνίτες το πετυχαίνουν. Οταν διαβάζουμε τη «Μεταμόρφωση» (1915) του Κάφκα και συζητούμε για το νόημά της, δεν αμφιβάλλουμε ότι ο Γκρέγκορ Σάμσα έχει γίνει πράγματι κατσαρίδα. Κορυφαίο παράδειγμα πειστικότητας στην τέχνη του κινηματογράφου είναι ο «Λόγος» (Ordet, 1955) του Καρλ Ντράγερ (1889-1968), με την ανάσταση της Ινγκερ στο τέλος της ταινίας. Στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη η σκηνή με μια γυναίκα που σηκώνεται μέσα από το φέρετρο και αγκαλιάζει τον άνδρα της είναι πολύ πιθανό να φαινόταν γελοία, στον «Λόγο» όμως είναι βαθιά συγκινητική και άρα αληθινή. Η ταινία δημιουργήθηκε ακριβώς για το τέλος της, για να υποστηριχτεί αυτό το τέλος.
Ο «Λόγος» βασίστηκε στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Δανού συγγραφέα και πάστορα Κάι Μουνκ (1898-1944), που δολοφονήθηκε από την Γκεστάπο, αυτός ο πρώην οπαδός του φασισμού, στις 5 Ιανουαρίου 1944, λόγω της αντιναζιστικής δράσης του. Το έγραψε το 1925, μέσα σε έξι ημέρες, και ανέβηκε στη σκηνή το 1932, με τεράστια επιτυχία. Στον Ντράγερ, που το είδε τότε στο θέατρο, γεννήθηκε αμέσως η ιδέα να το κάνει ταινία, χρειάστηκαν όμως πάνω από είκοσι χρόνια γι’ αυτό. Η ταινία, που δεν ταυτίζεται με το θεατρικό έργο, γυρίστηκε το 1954 και προβλήθηκε την επόμενη χρονιά στο Φεστιβάλ της Βενετίας, όπου κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα.
Η υπόθεση
Η τελική σκηνή της ανάστασης, στην οποία αποκλειστικά και μόνο θα περιοριστώ σε αυτό το σημείωμα, έχει πειστική δύναμη, είναι αληθινή, γιατί έχει προετοιμαστεί αριστουργηματικά από την αρχή της ταινίας. Σε ένα μικρό χωριό της Δανίας οι χριστιανοί είναι διαιρεμένοι σε δύο ομάδες: η μία καθοδηγείται από τον κτηματία Μόρτεν Μπόργκεν, που ακολουθεί τη διδασκαλία του Δανού πάστορα και θεολόγου Ν. Φ. Σ. Γκρούντβιγκ (1783-1872) για έναν χαρούμενο Χριστιανισμό, η άλλη από τον ράφτη Πίτερ, αυστηρό πιετιστή, οπαδό της εσωτερικής μεταστροφής και αναγέννησης, μαθητή του Βίλχελμ Μπεκ (1829-1901). Οι δύο διδάσκαλοι δεν κατονομάζονται, αλλά υποδηλώνονται με τη φωτογραφία τους στο καθιστικό του κάθε σπιτιού. Παρά τις θεολογικές διαφορές τους, ο κτηματίας και ο ράφτης μοιάζουν πολύ, είναι και οι δύο άκαμπτοι και σκληροί. Διαίρεση και εχθρότητα βασιλεύουν στο χωριό.
Ολη η ταινία έχει για θέμα την πίστη, που δεν είναι άλλο από την πίστη στην Ανάσταση. Από τα πρόσωπα του έργου ξεχωρίζει ο δευτερότοκος γιος του Μπόργκεν, ο Γιοχάνες, τον οποίο ο πατέρας του έστειλε να σπουδάσει θεολογία, για να αναλάβει σημαντικό αναμορφωτικό έργο, αλλά τρελάθηκε και πιστεύει τώρα ότι είναι ο Χριστός. Ο Γιοχάνες θεωρεί ότι όλοι τους είναι άπιστοι, αφού δεν πιστεύουν όσα διαβάζουν στο Ευαγγέλιο για τον Χριστό και τα θαύματά του. Η ζωή θα μπορούσε να κυλήσει έτσι, με όσο πιστεύει ή δεν πιστεύει ο καθένας τους, αλλά εισβάλλει ο θάνατος: η Ινγκερ, γυναίκα του Μίκελ, πρωτότοκου γιου του Μπόργκεν, γεννάει πρόωρα, το νεογέννητο πεθαίνει και μετά από λίγο πεθαίνει αναπάντεχα και η ίδια. Ο θάνατος νίκησε, η αγάπη του Μίκελ και η επιστήμη του γιατρού δεν κατάφεραν τίποτε. Ολα τέλειωσαν, σε λίγο θα μπει το καπάκι πάνω στο ανοιχτό φέρετρο. Μόνο η Μάρεν, η μικρή κόρη της Ινγκερ, πιστεύει με απόλυτη σιγουριά ότι ο θείος της θα ξαναφέρει τη μητέρα στη ζωή. Ο Γιοχάνες το δοκιμάζει, αποτυγχάνει, λιποθυμάει και εξαφανίζεται. Ο θάνατος της Ινγκερ συντρίβει τη οικογένειά της, αλλά συνεφέρνει τον Πίτερ, που ευχόταν προηγουμένως τον θάνατό της, για να κλονιστεί ο πατέρας της και να προσχωρήσει στην αληθινή πίστη (τη δική του)! Πάει στο σπίτι του Μπόργκεν, ζητάει συγγνώμη και συγκατατίθεται στον γάμο της κόρης του με τον Αντερς, τον τρίτο γιο του. Ο Γιοχάνες επιστρέφει στο σπίτι, έχοντας προηγουμένως επιστρέψει στον εαυτό του, δεν έχει πια την αυταπάτη ότι είναι ο Χριστός. Η μικρή Μάρεν επείγεται να γυρίσει η μητέρα της στη ζωή και πιέζει τον Γιοχάνες να βιαστεί. Ο Γιοχάνες προστάζει την Ινγκερ να εγερθεί, εν ονόματι του Χριστού. Και η Ινγκερ πράγματι ανασταίνεται, μπροστά στα μάτια μας, αληθινά! Οσες φορές και αν δω τη σκηνή αυτή, τη βλέπω πάντα με δάκρυα χαράς! Η βεβαιότητα του παιδιού, η πίστη του Γιοχάνες αλλά και η καταλλαγή των εχθρών οδηγούν στον τελικό θρίαμβο της ζωής. Ζωή, Ζωή, Ζωή είναι οι τελευταίες λέξεις της ταινίας! Η Ανάσταση είναι η κορυφαία έκφραση της Αγάπης: ο θάνατος δεν θα μας πάρει για πάντα τους αγαπημένους! Αγάπη και Ανάσταση είναι ένα. «Μόνο η Αγάπη μπορεί να πιστέψει στην Ανάσταση», κατά πως έλεγε συγκλονιστικά ο Βιτγκενστάιν [«Πολιτισμός και αξίες», μτφρ. Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου, Κωστής Μ. Κωβαίος, Καρδαμίτσας, 2000 (1η έκδοση 1986), σ. 59].
«Μόνο η Αγάπη μπορεί να πιστέψει στην Ανάσταση», κατά πως έλεγε συγκλονιστικά ο Βιτγκενστάιν.
Ο Πολ Οστερ
Θα επικαλεστώ για όσα έγραψα παραπάνω την επιμαρτυρία του Πολ Οστερ, μη θρησκευόμενου Εβραίου. Αφηγείται, σε δεύτερο πρόσωπο, ο ετοιμοθάνατος Ανταμ Γουόκερ, που είδε την ταινία σε ένα σινεμά του Μπρόντγουεϊ: «Αν εξαιρέσει κανείς το τέλος, ο “Λόγος” δεν θα σε είχε αγγίξει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο καλό έργο που έχεις δει μέσα στα χρόνια. Το τέλος είναι εκείνο που μετράει, γιατί το τέλος έχει μια εντελώς αναπάντεχη επίδραση πάνω σου και σε χτυπάει με την ορμή που το τσεκούρι βρίσκει τη βελανιδιά. […] Ο κινηματογράφος είναι γεμάτος κόσμο και σχεδόν οι μισοί ξεσπούν σε δυνατά γέλια βλέποντας τη θαυματουργική ανάσταση. Εσύ δεν φθονείς τον σκεπτικισμό τους, αλλά βιώνεις μια υπερβατική στιγμή, παραμένοντας ακίνητος στο κάθισμά σου, σφίγγοντας το χέρι της αδελφής σου, ενώ τα δάκρυα τρέχουν στα μάγουλά σου. Το αδύνατο έγινε δυνατό, κι εσύ έχεις αποσβολωθεί από το θέαμα που αντίκρισες. Κάτι άλλαξε μέσα σου έπειτα από αυτό. Δεν ξέρεις τι είναι, όμως τα δάκρυα που έχυσες όταν είδες τη γυναίκα να επιστρέφει στη ζωή μοιάζουν σαν να σε απάλλαξαν σε έναν βαθμό από το δηλητήριο που συσσωρευόταν μέσα σου. […] Αλλες στιγμές είσαι πεπεισμένος ότι εξαιτίας μιας περίεργης, μεθεκτικής αλληλεπικάλυψης υποκειμένου και αντικειμένου, αισθάνθηκες πως έβλεπες τον εαυτό σου να ανασταίνεται εκ νεκρών. Τις επόμενες δύο εβδομάδες, το περπάτημά σου αρχίζει να γίνεται σταδιακά πιο ανάλαφρο. Εξακολουθείς να νιώθεις καταδικασμένος, αισθάνεσαι όμως ότι, όταν έρθει η σειρά σου να οδηγηθείς στο ικρίωμα, ίσως και να βρεις μέσα σου τη δύναμη να πετάξεις κανένα αστείο ή να ανταλλάξεις πειράγματα με τον κουκουλοφόρο δήμιό σου» [Paul Auster, «Αόρατος», μτφρ. Σπύρος Γιανναράς, αλλαγμένη σε μία λέξη, Μεταίχμιο, 2021 (1η έκδ. 2013), σ. 136-138].

