Ανθρώπινα ναυάγια

Τα καλά κείμενα ουδέποτε παλιώνουν. Το αποδεικνύουν οι εκδόσεις Τόπος, που ξαναέφεραν στην επιφάνεια τον ξεχασμένο σήμερα μεσοπολεμικό συγγραφέα Κώστα Σούκα (1894-1981)

3' 20" χρόνος ανάγνωσης

Κώστας Σούκας
Θάλασσα
εκδ.: Τόπος, 2024, σελ. 150

Τα καλά κείμενα ουδέποτε παλιώνουν. Το αποδεικνύουν οι εκδόσεις Τόπος, που ξαναέφεραν στην επιφάνεια τον ξεχασμένο σήμερα μεσοπολεμικό συγγραφέα Κώστα Σούκα (1894-1981). Λογοτέχνες και κριτικοί, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Απόστολος Σαχίνης, ο Κωστής Μπαστιάς και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος είχαν γράψει με ενθουσιασμό για τη νουβέλα του Πειραιώτη πεζογράφου «Θάλασσα», όταν πρωτοεκδόθηκε το 1943 και επανεκδόθηκε το 1958.

Ενα φορτηγό, που πλέει στα ανοιχτά του Βισκαϊκού, πιάνει φωτιά μες στη χειμωνιάτικη θύελλα. Το πλήρωμα εγκαταλείπει το πλοίο και δεκατρία άτομα βρίσκονται σε μια σωστική λέμβο χωρίς μεγάλη ελπίδα, καθώς δεν πρόφτασαν να εκπέμψουν σήμα κινδύνου.  Αρχίζουν έτσι να παλεύουν με τα πιο άγρια στοιχεία – καταιγίδες, γιγαντιαία κύματα, κρύο, δίψα και τρόμο του θανάτου.
Και καθώς οι μέρες περνούν χωρίς καμιά βοήθεια, η δοκιμασία μες στην αντάρα αναδεικνύει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του καθενός.

Η Κατοχή

Οπως παρατήρησε ο κριτικός Γιώργος Παγανός, η νουβέλα δεν ήταν άσχετη με την εποχή που είδε το φως – κατά τη διάρκεια δηλαδή της Κατοχής. Η ιστορία ενός ναυαγίου δεν μπορούσε παρά να αντανακλά τη σκοτεινή περίοδο στην οποία κυοφορήθηκε. Οπως οι δεκατρείς ναυαγοί έτσι και ο ελληνικός λαός, υποστήριξε, δοκιμάστηκε στα ζοφερά εκείνα χρόνια φτάνοντας στα όρια της αντοχής και της ανθρωπιάς του.

Από την άποψη αυτή η «Θάλασσα» θα μπορούσε να θεωρηθεί και ιστορική αλληγορία. Πράγματι, διότι και στα μυθιστορήματα του Κώστα Σούκα «Αποστόλης Καρλάς» (1935), «Το ποινικό μητρώο μιας εποχής» (1956) και «Καταδικάζεται η ελπίδα» (1964) τίθενται οξύτατα ηθικά διλήμματα – η πάλη του καλού με το κακό. Ο συγγραφέας άλλωστε επηρεάστηκε, σύμφωνα με την κριτική, από τον Ρώσο θεολόγο Μπερντιάγεφ και από τον Ντοστογιέφσκι

Το εντυπωσιακό ωστόσο στη «Θάλασσα» δεν είναι τόσο οι ιδέες και τα νοήματά της. Είναι η αμεσότητα του λόγου, αυτή η τρικυμισμένη έκφραση, το ύφος της παραζάλης με το οποίο Κώστας Σούκας αναπλάθει με δραματική αμεσότητα ό,τι βιώνουν οι ναυαγοί. Τα τεράστια κύματα που απειλούν να καταπιούν τη βάρκα, τους αρμούς που τρίζουν, το πανί που αν δεν το κουμαντάρεις σε αναποδογυρίζει, τα σώματα που κατρακυλούν στο σκάφος ανήμπορα να αντισταθούν στους κλυδωνισμούς, το βαρελάκι του νερού που  φεύγει απ’ τα στηρίγματά του και σπάζει καταδικάζοντας τους επιζώντες στην έκτη πια μέρα της περιπέτειας στο αφόρητο μαρτύριο της δίψας.

Ακούς τον αέρα να σφυρίζει, νιώθεις τη μολυβένια σκοτεινιά του καιρού, το κρύο που περονιάζει τους ξεπαγιασμένους άνδρες, τον φόβο που τους τρώει τα σωθικά – ένα δαιμονικό χάος.

Με διαφορές βεβαίως στο ύφος, και κυρίως στα σχόλια που παρεμβάλλει ο αφηγητής του Σούκα, η νουβέλα παραπέμπει στον σπουδαίο Τζόζεφ Κόνραντ και στο αριστούργημα «Τυφώνας» (1902) όπου και πάλι αισθανόμαστε στο πετσί μας τη μανιώδη λύσσα του άσπλαχνου καιρού. 

«Ο πουνεντογάρμπης χύθηκε βουίζοντας μέσα στη βάρκα, αλλά ο Μπελάρας πρόλαβε και κράτησε το μπουγέλο και βάλθηκε ν’ αδειάζει τα νερά μ’ αληθινή μανία. Ο τρόμος παρουσιάστηκε την ώρα που ανέβηκαν στην κορφή, γύρισαν στην υγρή κατηφοριά και τους δίπλωσε το νερό, σαν ο νερόμυλος στον τροχό του. Καθώς βούτηξε με τη μύτη η βάρκα, τους πιάστηκε η ανάσα, λιγώθηκε η καρδιά τους, μια απίστευτη τους πλάκωσε λιγοψυχιά και μια δύσπνοια. Κατρακύλησαν στα τυφλά δίχως να ξέρουν αν θα ξανανέβουν απάνω».

«Στο καφενείο…»

Ο πεζογράφος ουδέποτε εγκατέλειψε τον Πειραιά. Οπως ορισμένους από τους παραδοσιακούς συγγραφείς, ο θόρυβος και η κίνηση της πόλης, όχι μόνο δεν τον εμπόδιζαν αλλά απεναντίας τον διευκόλυναν, καθώς φαίνεται, να γράφει. «Μέσα στο καφενείο άπλωνε ο Σούκας τα χειρόγραφά του και έγραφε τα πάντα αδιάφορος για τις φωνές ή τους θορύβους των γύρω του, που έπαιζαν τάβλι ή πρέφα, λες και τον συγκινούσε ή τον ενέπνεε η θορυβώδικη ατμόσφαιρα των παλιών καφενείων», είχε γράψει ο επί μισό αιώνα επικεφαλής της πειραιώτικης «Φιλολογικής Στέγης», Γιάννης Χατζημανωλάκης

Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε τοπικές εφημερίδες και ως υπάλληλος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, καθώς και ως ειδικός γραμματέας στην Ενωση Μηχανικών. Υπηρέτησε στο Ναυτικό στο πολεμικό πλοίο «Αβέρωφ», όπου και απέκτησε την εμπειρία της θάλασσας, γνώση την οποία εμπλούτισε και από τις μαρτυρίες των ναυτικών.

Το βιβλίο του «Το ποινικό μητρώο μιας εποχής» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1957.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT