ΣΚΗΝΗ ΜΙΚΡΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ. Αυλαία κλειστή από βυσσινί βελούδο. Μουσική από ακορντεόν. Το κεφάτο παλιό τραγούδι των μπουλουκιών: «Γιαξεμπόρε».
Η μουσική τελειώνει. Από το άνοιγμα της αυλαίας βγαίνει στο προσκήνιο ένας γέρος, αδύνατος, με γκρίζο τριμμένο κοστούμι και καπέλο. Ενα ταλαιπωρημένο ακορντεόν κρέμεται από τους ώμους του με λουριά και σπάγκο. Υποκλίνεται κοιτάζοντας κατευθείαν μπροστά. Λέει:
Το έργο που θα σας παίξουμε απόψε, εις πράξεις πέντε, είναι το αθάνατο ειδυλλιακό δράμα του Σπυρίδωνος Περεσιάδου «Γκόλφω η βοσκοπούλα».
Με θίασο εκλεκτό. Ηθοποιούς σπουδαίους παλιότερους και νέους. Ο έρωτας της Γκόλφως, τραγικός, στα βάθη της καρδιάς σας θα μιλήσει και ο έρωτάς της θα σας συγκινήσει.
Υποκλίνεται πάλι και ξαναμπαίνει. Από μέσα ακούγονται δυνατά πάνω στο σανίδι της σκηνής τα χτυπήματα έναρξης.*
Η ΣΚΗΝΗ ΑΥΤΗ, ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΘΙΑΣΟΥ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, δεν είναι τυχαία. Είναι η αντανάκλαση μιας ολόκληρης εποχής, των παραστάσεων που ταξίδευαν από πόλη σε πόλη και των θιάσων που έστηναν τις παραστάσεις τους όπου υπήρχε σανίδι και κοινό. Αλλά και ο χώρος όπου εκτυλίσσεται αυτή η σκηνή δεν είναι φανταστικός. Είναι αληθινός -και υπάρχει ακόμα. Στην καρδιά της Αμφισσας, το «Μεγάλο Καφενείο 1929» -ή «Πανελλήνιον» όπως ήταν γνωστό κάποτε- υπήρξε το πραγματικό σανίδι πάνω στο οποίο πέρασαν δεκαετίες θεάτρου, μουσικής, περιφερόμενων θιάσων και ταξιδευτών. Και το 1974, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος το επέλεξε για τα γυρίσματα του «Θιάσου», μιας ταινίας που θα άφηνε ανεξίτηλο αποτύπωμα στον παγκόσμιο κινηματογράφο.

Τον έναν μήνα που διήρκησαν τα γυρίσματα μήνα, το Μεγάλο Καφενείο ζούσε σε δύο χρόνους: το πρωί λειτουργούσε όπως πάντα – οι θαμώνες έπιναν καφέ στα μαρμάρινα τραπεζάκια, συζητούσαν, διάβαζαν εφημερίδες. Το βράδυ, όμως, μεταμορφωνόταν σε κινηματογραφικό πλατό. Οι κάμερες στήνονταν, οι ηθοποιοί έμπαιναν στις θέσεις τους, τα φώτα χαμήλωναν. Σήμερα, αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τις σκηνές της ταινίας, θα διακρίνει τα ίδια τραπεζάκια – τα μαύρα, μαρμάρινα, που βρίσκονται ακόμα εκεί.
ΑΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΤΙΣ ΣΚΗΝΕΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ, ΘΑ ΔΙΑΚΡΙΝΕΙ ΤΑ ΙΔΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙΑ – ΤΑ ΜΑΥΡΑ, ΜΑΡΜΑΡΙΝΑ.
«Λένε πως ο Αγγελόπουλος το γνώριζε το καφενείο και για αυτό το επέλεξε», διηγείται ο Παναγιώτης Ταλάντης, ο σημερινός του ιδιοκτήτης, που μπορεί να μην έχει ο ίδιος αναμνήσεις από εκείνη την εποχή, σερβίρει όμως μέχρι και σήμερα τους θαμώνες του τότε. Ενας από τους πιο σταθερούς πελάτες του είναι ο κυρ Μίμης, που για χρόνια είχε το φαρμακείο ακριβώς δίπλα από το καφενείο. Το 1976 είχε διαθέσει και ο ίδιος το μαγαζί του για τα γυρίσματα της ταινίας «Μια Γυναίκα στο Παράθυρο» όπου πρωταγωνιστούσε μια από τις μεγαλύτερες σταρ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου: η Ρόμι Σνάιντερ.

Η ΡΟΜΙ ΣΝΑΙΝΤΕΡ κάθε πρωί, ντυμένη κομψά και με την ακαταμάχητη γοητεία της, έμπαινε στο καφενείο και καθόταν σε ένα συγκεκριμένο τραπέζι. Παρήγγελνε πάντα καφέ. Μόνο που υπήρχε μια μικρή ιδιαιτερότητα: δεν τον δοκίμαζε η ίδια πρώτα. Ενας άνδρας – πιθανότατα από την ομάδα της παραγωγής ή σωματοφύλακάς της – έπαιρνε πάντα την πρώτη γουλιά. «Ισως από μια ιδιοτροπία, ίσως από προληπτική συνήθεια; Ποιος ξέρει;» αναρωτιέται ο κυρ- Μίμης.


ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ, καθώς συνδύαζε δύο κόσμους: την καθημερινή ζωή και την τέχνη. Στην αρχή, λειτουργούσε ως ένα παραδοσιακό καφενείο, όπου σύχναζαν άνθρωποι της πόλης, εργάτες, έμποροι, καλλιτέχνες. Ομως, η προσθήκη της θεατρικής σκηνής το 1936 το μετέτρεψε σε πολιτιστικό πυρήνα. Από τότε, δεν ήταν απλώς ένας χώρος για καφέ. Ηταν ένας χώρος για θέατρο. «Ηταν σαν να είχαμε ένα μικρό Εθνικό Θέατρο στην Αμφισσα», λέει ο κύριος Σωτήρης που έχει παρακολουθήσει στη σκηνή του επιθεωρήσεις, πρόζες, μουσικές βραδιές, αλλά και οπερέτες.
Εφημερίδα Αμφισσαϊκή (1937). Διαφήμιση της παράστασης στο «Πανελλήνιον», όπως ήταν τότε γνωστό το καφεθέατρο.«Κάθε φορά που ένας θίασος έφτανε στην Αμφισσα, οι καρέκλες του καφενείου τοποθετούνταν σε σειρές, και ο χώρος μεταμορφωνόταν σε θεατρική αίθουσα. Ηταν το πρώτο θεατρικό βήμα για πολλούς ηθοποιούς, που ξεκινούσαν από την Αθήνα και έδιναν τις πρώτες τους παραστάσεις εδώ, πριν συνεχίσουν την περιοδεία τους στην ελληνική επαρχία».
Οι αφηγήσεις θέλουν θρυλικούς ηθοποιούς όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Ορέστης Μακρής, ο Μάνος Κατράκης, η Στέλλα Στρατηγού, η Καλή Καλό να έχουν ανέβει στη σκηνή. «Το 1941 ο Μίμης Πλέσσας έπαιξε πιάνο σε μια οπερέτα», αναφέρει ο κύριος Σωτήρης, ενώ και ο Παναγιώτης επιβεβαιώνει τις αφηγήσεις του. «Μιλάμε για τη μεγαλύτερη θεατρική σκηνή την περίοδο του Μεσοπολέμου μετά τις αθηναϊκές», διηγείται ο Παναγιώτης. «Ολοι οι περιφερόμενοι θίασοι, τα μπουλούκια, όταν έφευγαν από την Αθήνα, ο πρώτος προορισμός ήταν η Αμφισσα και το “Μεγάλο Καφενείο”». Η σάλα του μπορούσε να φιλοξενήσει 370 καρέκλες -ένας αριθμός εντυπωσιακός αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για ένα καφενείο σε μια επαρχιακή πόλη.
ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΘΕΛΟΥΝ ΘΡΥΛΙΚΟΥΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ ΟΠΩΣ ΟΙ ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ, ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΑΚΡΗΣ, ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ, ΣΤΕΛΛΑ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ, ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΑΝΕΒΕΙ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ «ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ».

ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΥΝΔΕΘΕΙ ΑΡΡΗΚΤΑ με το «Μεγάλο Καφενειο» είναι αυτό του Θανάση Μαστρονικολόπουλου, του ιδιοκτήτη που δούλεψε εκεί από τα 16 του χρόνια, το 1949, και το κράτησε ανοιχτό μέχρι το 2016. Αμεσως μετά το ανέλαβε ο Παναγιώτης Ταλάντης, που ήθελε να συνεχίσει αυτό που ο κυρ-Θανάσης είχε κρατήσει ζωντανό για δεκαετίες. «Ηταν ένα όνειρο ζωής για μένα αυτός ο χώρος», λέει ο Παναγιώτης Ταλάντης. «Οταν ήμουν 23 χρονών, το είχα ζητήσει από τον κυρ-Θανάση, αλλά θυμάμαι ότι τότε μου είχε πει: “Eίσαι μικρός ακόμη γι’ αυτό το μαγαζί”. Ηρθε όμως η ώρα και το ανέλαβα. Δεν ήθελα να γίνει μουσείο», λέει.
Το πάλαι ποτέ θέατρο των μπουλουκιών μπορεί να μην είναι πια όπως παλιά, αλλά η σκηνή του δεν έσβησε ποτέ.
«Ηθελα να συνεχίσει να είναι ένας ζωντανός χώρος. Να ακούγεται ξανά φωνή, γέλιο, χειροκρότημα». Και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Σήμερα, το «Μεγάλο Καφενείο 1929» φιλοξενεί παραστάσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, stand-up comedy, μουσικές βραδιές. Το πάλαι ποτέ θέατρο των μπουλουκιών μπορεί να μην είναι πια όπως παλιά, αλλά η σκηνή του δεν έσβησε ποτέ. Και το σημαντικότερο; Τα τραπεζάκια με το μαύρο μάρμαρο, τα ίδια που φαίνονται στον Θίασο, είναι ακόμα εκεί – μάρτυρες μιας ιστορίας που δεν έχει τελειώσει.

*Tο σενάριο του Θιάσου εκδόθηκε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» το 1975 με επιμέλεια και σημειώσεις του Φώτου Λαμπρινού.

