ΛΕΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
Φύση μισή. Τα χειρόγραφα από το σπίτι του λόφου
εκδ. Πόλις, σελ. 120
Η πολυσχιδής Λένια Ζαφειροπούλου, βραβευμένη ήδη για τα προηγούμενα ποιητικά βιβλία της, θυμίζει, από τους πρώτους στίχους που δημοσίευσε, αυστηρά και μόνον τον εαυτό της. Είναι τόσο έντονα ιδιοσυγκρασιακή, ώστε μπορούμε να αναγάγουμε εύλογα την προγενέστερη αμηχανία της κριτικής απέναντί της στη δυσκολία να την κατατάξει κανείς. Ηδη από το «Paternoster Square» (2012) η Ζαφειροπούλου αποδεικνύεται και παραδοσιακή και ριζοσπάστης, αλλά με τον εντελώς δικό της τρόπο. Σημαντικό ρόλο παίζει, εν προκειμένω, το γεγονός ότι τα διαβάσματά της είναι σε μεγάλο βαθμό πολύγλωσσα ακούσματα καθώς, ως κλασική τραγουδίστρια, γαλουχήθηκε με πλήθος μελοποιημένων στίχων μιας πλούσιας και διαχρονικής ευρωπαϊκής παράδοσης. Στα ελληνικά συμφραζόμενα ήταν και παραμένει ένα ενδιαφέρον υβρίδιο, που από την πρώτη στιγμή δεν πέρασε απαρατήρητο.
Στα τρία προηγούμενα βιβλία της, στις καλές όσο και στις λιγότερο καλές στιγμές τους, η Ζαφειροπούλου, που την απασχολεί διαρκώς η θέση του ανθρώπου στη δυναμική όσο και τρομακτική αιχμή του σύγχρονου πολιτισμού, δεν παύει να δίνει την εντύπωση ότι πειραματίζεται. Οτι αναζητάει τη φωνή της. Ε, λοιπόν, αν δεν πέφτω έξω, στο υπό συζήτηση έργο τη βρήκε, την καθάρισε, τη δυνάμωσε. Επιλέγοντας μια χαλαρή θεατρική δομή, που απαρτίζεται από είκοσι οκτώ τραγούδια συγκεκριμένων ρόλων (ο χωρικός, η κυρά, η χήνα η χρυσοτόκος, ο κυνηγός, άλλα πουλιά και ζώα του δάσους), η ποιήτρια-αοιδός κινείται σε έναν χώρο με τον οποίο τη συνδέει οικειότητα. Αυτό τη βοηθάει να ξεπεράσει ένα σφίξιμο, ένα κράτημα, έναν στόμφο, που ίσως βάραιναν εδώ κι εκεί παλαιότερες δουλειές της. Αφήνει πια τον λυρισμό να ξεχειλίσει, οργανωμένος με ασφάλεια σε πλοκή και χαρακτήρες. Το αποτέλεσμα μαγεύει.
Ο μύθος που αφηγείται το ποίημα μοιάζει με κάθε νέα ανάγνωση να πλησιάζει περισσότερο το λιμπρέτο ενός μουσικού θεατρικού έργου: είναι παλιός, θα λέγαμε κυριολεκτικά αρχέγονος. Σε αντίστιξη όμως με αυτή την αρχετυπική παλαιότητα, στην αφήγηση κυριαρχεί η κούραση και η θλίψη που σωρεύει πάνω στους αιώνες η εκλεπτυσμένη σοφία του μοντέρνου ανθρώπου. Μοιάζει μια ευρωπαϊκή και λόγια εκδοχή ενός κόμικ της Μάρβελ. Οι ήρωες φυτρώνουν θαυμαστά μέσα στη σκοτεινή πηγή του ρομαντισμού. Καθώς αυτονομούνται, δίνουν περισσότερο την αίσθηση των πετάλων ενός κρίνου που σχηματίζονται σαν σχίσιμο από έναν κάλυκα, που τα κρατάει για πάντα και εξ ορισμού ενωμένα. Ας διαβάσει, αντί άλλων, ο βιαστικός αναγνώστης, για του λόγου μου το αληθές, το 17ο ποίημα, όπου μιλάει μια εντελώς δευτερεύουσα φωνή, η κουκουβάγια: «Λανθάνοντας ανάμεσα στους κόσμους θα είσαι/ θα είσαι κάτι,/ κάτι σαν μεταμεσονύκτια τελετή./…Θα είσαι κάτι,/ κάτι σαν την τυχαία σωτηρία./ Θα είσαι κάτι,/κάτι σαν γλώσσα αρχαία, απ’ όλους ξεχασμένη». Θα προτιμούσα να απέφευγε η ποιήτρια τις επεξηγηματικές σημειώσεις στο τέλος· να εμπιστευόταν απλά τη δύναμη του έργου της πάνω μας.

