Οταν δεκαετίες μετά τον θάνατο ενός μεγάλου ποιητή ή μιας μεγάλης ποιήτριας έρχονται στο φως νέα έργα τους, που είτε δεν θέλησαν είτε δεν μπόρεσαν να τα δημοσιεύσουν εν ζωή, πρόκειται συχνά για έργα μικρής σημασίας, για τον κοινό τουλάχιστον αναγνώστη. Και αν οι εφημερίδες κάνουν το χρέος τους γνωστοποιώντας το «γεγονός», γρήγορα ωστόσο πέφτουν οι νέοι στίχοι στη λήθη και οι αναγνωστικές κοινότητες συνεχίζουν να πορεύονται με το αρχικό έργο που καθιέρωσε τους δημιουργούς. Ομως, το μακρύ ποίημα του Εγγονόπουλου για τον ζωγράφο Θεόφιλο, που απόσπασμά του προδημοσιεύουμε εδώ, και θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις «Υψιλον» σε επιμέλεια Ελισάβετ Αρσενίου, είναι ένα σημαντικό, θερμό και παλλόμενο έργο, προορισμένο να διαβαστεί και να αγαπηθεί από το σημερινό κοινό της ποίησης. Ισως, μάλιστα, η ώρα του ποιήματος αυτού να είναι τώρα, περισσότερο από ό,τι τον καιρό που εικάζεται ότι το συνέθεσε ο Εγγονόπουλος, δηλαδή το 1947. Ας πιάσουμε τον μίτο που η επιμελήτρια της έκδοσης προτείνει στις αναλυτικές φιλολογικές σημειώσεις γύρω από το χειρόγραφο και στο ουσιώδες ερμηνευτικό – κριτικό επίμετρό της.

Ομοιότητες, διαφορές
Σε 272 στίχους ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) «διαβάζει» ποιητικά πίνακες του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (1873-1934), με τρόπο μάλιστα καθόλου υπερρεαλιστικό. Ολος ο Εγγονόπουλος που ξέρουμε είναι εδώ, με την ιδιοσυγκρασιακή του ευγένεια, τη συγκίνηση της ταύτισής του με τον ομότεχνο, το πικρό και τρυφερό χιούμορ, προπάντων όμως το κριτικό πνεύμα, σφάζοντας με το βαμβάκι τον κόσμο που τον περιβάλλει. Κατά την Αρσενίου, και τα τεκμήρια που παραθέτει, δεν είναι βέβαιο ότι επρόκειτο για τελική μορφή του ποιήματος. Πάντως, με τον αναγραφόμενο στο εξώφυλλο του χειρογράφου τίτλο, δηλαδή το «Á revoir: Theophilos», ο Εγγονόπουλος υποδεικνύει «να ξαναδούμε» ή και να ξαναδεί ο ίδιος τον Θεόφιλο – ίσως μάλιστα ο Θεόφιλος να βρίσκεται στην κορυφή μιας λίστας που πιστεύει ότι αξίζει να ξανακοιτάξουμε. Ο πικραμένος και αποσυνάγωγος Εγγονόπουλος της Ελλάδας του Εμφυλίου Πολέμου επιχειρεί να αποσπάσει τον Θεόφιλο από τις αλληλοσυγκρουόμενες στην εποχή του αναγνώσεις – σε αυτές, κατά τη συντάκτρια του επιμέτρου, θα πρέπει ασφαλώς να συμπεριλάβουμε και εκείνες των εξεχόντων εκπροσώπων της Γενιάς του ’30.
Οι πίνακες που επιλέγει να «πει» ο Εγγονόπουλος μοιάζει να συγκροτούν δύο ενότητες: μια ερωτική και μια ηρωική, με τη δεύτερη να περιλαμβάνει ένα πάνθεον, από τον Μεγαλέξανδρο και τον Ρήγα Φεραίο μέχρι τον Παναγή Κουταλιανό και τον Σμολένσκη. Κάπου ανάμεσα χωράνε και τα τραπεζάκια ενός βολιώτικου τσιπουράδικου. Ισως «ξαναβλέποντας» τον Θεόφιλο ο Εγγονόπουλος προτείνει να «ξαναδούμε» τους μύθους της φυλής αλλά και τα ερωτικά μοτίβα των λαϊκών και των λόγιων αφηγήσεων αξεχώριστα πλεγμένα. Θα μας παροτρύνει άραγε αυτό να «ξαναδούμε» σήμερα και τον ίδιο τον Εγγονόπουλο;
Οι πίνακες που επιλέγει να «πει», μοιάζει να συγκροτούν δύο ενότητες: μια ερωτική και μια ηρωική, με τη δεύτερη να περιλαμβάνει ένα πάνθεον ηρώων, από τον Μεγαλέξανδρο μέχρι τον Παναγή Κουταλιανό.
Η συζήτηση περί του υπερρεαλισμού ως ακραίας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, αλλά και οι απόψεις περί της αυθεντικής λαϊκότητας ή/και της μοναδικής ελληνικότητας δεν αφορούν πραγματικά τους σημερινούς ανθρώπους. Η εκ μέρους του Εγγονόπουλου ανάδειξη της εκ μέρους του Θεόφιλου ελεύθερης, δηλαδή αμιγώς καλλιτεχνικής, παραμυθένιας χρήσης της ιστορίας, αξεχώριστης από τον μύθο και την επινόηση του δημιουργού, μας βοηθάει να αποδώσουμε, με τη σειρά μας, τον ποιητή σε μια σύγχρονη διάσταση. Είναι ένα λαμπερό κομμάτι του παγκόσμιου πλέον, όπως με φυσικότητα (θα έπρεπε να) είμαστε σε θέση να τον αντιληφθούμε, εαυτού μας – σε γλώσσα ελληνική.
Το αρχείο
Καθώς με τη φροντίδα του Παντείου Πανεπιστημίου, της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, και με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (φορέας υλοποίησης είναι το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας) το αρχείο του ποιητή ψηφιοποιήθηκε φέτος και σύντομα θα διασφαλιστεί η πρόσβαση σε αυτό όσων ενδιαφέρονται, περιμένουμε, όχι δίχως αδημονία, και άλλα ανέκδοτα ποιήματα που, όπως μαθαίνουμε, περιλαμβάνονται σε αυτό.
Ευχαριστίες οφείλονται στις εκδόσεις «Υψιλον» και στην Ελισάβετ Αρσενίου για την παραχώρηση του υλικού της προδημοσίευσης, και στην Ερριέττη Εγγονοπούλου για την παραχώρηση της εικόνας του χειρογράφου.

Ο Ρήγας Φερραίος, τα γλέντια στον Βόλο και ο θάνατος του ζωγράφου
Προδημοσίευση
Ὁ Ρήγας ὁ Φερραῖος μὲ τὸ γνωστὸ τζουμπέ του
στρογγυλοπρόσωπο, ὡραῖο παλληκάρι, μὲ τὴ φλόγα
στὰ μάτια, στὰ μακρυὰ μαλλιά, στ’ ἀνδροπρεπὲς μουστάκι,
τοῦ μαρτυρίου τὴ φλόγα ὅπου τονὲ προσμένει,
95 τείνει τὸ χέρι καὶ σοβαρὰ κυττάει
τὸν Κοραῆ
ἴδιο μὲ γέρο πίθηκο νὰ φοράει ραντικότα.
Ψηλὰ στὸ βάθρο της ἡ Ἀθηνᾶ, ἢ ἡ Ἐλευθερία, ἢ ἡ Ἑλλάδα
(τὸ ἴδιο κάνει),
τοὺς βλέπει κι’ εἶναι τὸ ὅλο σχέδιό της
σὰ νὰ τοὺς χαιρετᾶ κι’ αὐτὴ καὶ τὴ χειρονομία τους νὰ
ἐγκρίνει.
Γύρωθε τεῖδε κακεῖσε μάρμαρα ναῶν κατεσπαρμένα ποὺ ἡ πνοὴ τοῦ Ρήγα σύντομα θ’ ἀναστηλώση.
Μὲ περικεφαλαία τρομερὴ ὡσὰν τοῦ Ἕκτωρα, μ’ ἄγρια
χαίτη,
κραδαίνοντας τὴν πάλα, ζωσμένος φυσεκλίκια,
πέδιλα ἀρχαῖα στὰ γυμνά του πόδια, τῆς Πίστης πρόμαχος, τοῦ Ἑλληνισμοῦ κολώνα,
νέος κι’ ὡραῖος ὡς θἂν’ ἀργότερα κι’ ὁ Διάκος:
Ἀλέξανδρος ὁ Μέγας, ἀγλάϊσμα τοῦ γένους
γιὸς καὶ πατέρας μαζὺ τῆς Ρωμιωσύνης
καύχημα τρανταχτὸ τῶν Μακεδόνων
καμάρι τῆς Ἀρβανιτιᾶς— μιὰ ποὺ ἡ μάνα του εἴτανε ἀπὸ
τῶν Μολοσσῶν τὴ φάρα —
σύμβολο δόξας καὶ πολιτισμοῦ
ἥρωας καὶ ἡμίθεος
αὐτὸς π’ ἀγαπήσανε οἱ Γοργόνες κι’ ὅλο τὸν γυρεύουν.
Φιλίππου γιός, Νεκτεναβοῦ τὸ σπέρμα,
αὐτὸς ποὺ θάμπωσε τὴν ἀνθρωπότητα μέχρι τῆς συντελείας
τῶν αἰώνων.
Καβάλα πάνω εἰς τὸν Βουκεφάλα,
ἄγγελος στὴ μορφὴ μαζὺ κι’ ἐκδικητὴς ἀπαίσιος
στρώνοντας μπρὸς τοὺς φτερωτοὺς Ἰνδιάνους
τοὺς λιανίζει ὅλους
τοὺς περνάει ἀπὸ στόματος ρομφαίας κι’ ἕναν δὲν ἀφίνει.
Ἀλλ’ ὄχι, λάθος, ἕναν τὸν ἀφίνει,
ἕνανε μοναχά,
αὐτόνα «τῶν Μοϊκανῶν τὸν τελευταῖο»
γιὰ νἄχουμε κι’ ἐμεῖς,
—δὲν εἶν’ ἔτσι κύριε Ἐμπειρῖκο—
στ’ ἀναγνώσματα τῶν παιδικῶν μας χρόνων
κάτι ἐξωτικὸ νὰ ὀνειροπολοῦμε
καὶ ταυτόχρονα
ν’ ἀπαλύνετ’ ἡ ψυχή μας.
(…)
ὀρθὸς πάνω σ’ ἄτι μαῦρο κι’ ἀνήμερο μὲ φλογισμένα
τὰ ρουθούνια
λαμπρὸς καὶ ὑπερήφανος κι’ ἐλπιδοφόρος
μὲ τὴν ὡραία τὴ γαλάζια τὴ στολή του
πλῆθος χρυσὰ γαλόνια καὶ παράσημ’ ἀμέτρητα στὸ στῆθος
μὲ τὸ μουστάκι ἀρειμάνιο, λοφίο μπλὲ καὶ ἄσπρο,
μὲ κάτι τὸ πολὺ ἀρρενωπὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἤπιο
στὸ βλέμμα
προβαίνει ὁ ἀρχιστράτηγος Σμολένσκης
τῶν δούλων τ’ ὄνειρο ν’ ἀναφτερώση.
(…)
Κάτω ἀπ’ τὴ φυλλωσιὰ
βαθύσκιωτου πλατάνου
—ντάλα μεσημέρι—
νοικοκυραῖοι Βολιῶτες ξεφαντώνουν:
μπρός του — πάνω στὸ τραπέζι
κρασιὰ ρακιὰ καὶ ποικιλόμορφοι μεζέδες
λίγο παράμερα — πηλιωρίτης
βρακᾶς — ὁ καφφετζῆς
στέκεται ὄρθιος μὲ τὸ πλατὺ μουστάκι
τὴν σεμνὴ ὅλως στάση:
κρατάει δίσκο
μὲ ποτηράκια — δύο τρία —
ποὔχει μάση ἀπ’ τὸ τραπέζι
(…)
ἄχ! Ρεβέκκα τί θὰ γίνουμε δίχως
αὐτὸ τὸ πράο τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ σου
αὐτὸν τὸν ταξιδιώτη ποὺ ἔχει ἀργήση
π’ ἀρέσκεται νὰ λογυρνάη μέσ’ στὰ σκοτάδια
νὰ περπατάη,
συνεχῶς νὰ ταξιδεύη
νοσταλγὸς τῶν ματιῶν σου
καὶ ὅμως ἐραστὴς ἄγνωστων τόπων
πουθενὰ νὰ μὴ σταθῆ
καὶ νὰ μένη
μακρυὰ
ἀπ’ τὴν ἀγάπη
ὅμως ἡ ὥρα ἔφτασε ποὺ πιὰ ἔχει ἀποκάμη
τὰ γυμνὰ πόδια νὰ βυθίζονται στὶς σκόνες
καὶ στὶς λάσπες — βέβαια — τῶν δημόσιων δρόμων
καὶ ράκη ὅπου στὴν παγωνιὰ νὰ τὸν τυλίγουν
καὶ τὸ πικρὸ ψωμὶ τῆς ξενιτειᾶς νὰ τρώει
καὶ ὁ Θεόφιλος πέθανε κατὰ τὸ βράδυ
σ’ ἕνα χωριὸ στὸ νησὶ τῆς Μυτιλήνης
(— ἀπ’ ὅπου ὡς λὲν καταγόταν ἡ γενιά του)
καὶ ὅπου αὐτὸς εἶχε βρῆ πιὰ στερνό του καταφύγι.
Μόλις εἶχε τελειώση τοῦ λιτό του γεῦμα
κι’ ὁ Χάροντας — ὅπου ποτέ, περίεργο, δὲν τὸν εἶχε
ζωγραφίση
ἂν καὶ εἶναι θέμα τόσο προσφιλὲς σ’ ὅλους τοὺς Ρωμαίους —
τὸν βάρεσε, κι’ ἔγειρε κι’ ἐκοιμήθη
τὸ εὐγενικὸ κορμὶ ποὺ τόσο εἴχανε κουράση
ἀπὸ τὶς στέρησες, τὰ βάσανα, τὸ χαμαλήκι
κι’ ἦρθαν δύο ἄγγελοι καὶ τονὲ πῆραν
στὰ οὐράνια:
ὄχι ἄγγελοι λατίνοι ἀλλ’ ἄγγελοι βυζαντινοὶ
ρωμαῖοι μὲ βαρειὰ ροῦχα καὶ τὰ πετραχήλια ὅλα χρυσάφι
καὶ πετράδια.
Κι’ αὐτὸς ὁ κακορίζικος νὰ μὴ
φοράη παρὰ μιὰ μακρυὰν ἄσπρη πουκαμίσα
—τῆς αἰώνιας ζωῆς ἄφθαρτη φουστανέλλα —
ὅμως τὴν λάμπρυναν κηλίδες πολύχρωμες λαμπρὲς κι’ ὡραῖες
καὶ μὲ μπογιὲς πάλι εἶχε προφτάση νὰ τηνὲ λερώση
ὡς συμβαίνει πάντα
στοὺς ζωγράφους.
ἀπὸ μακρυά, φυσικά, ἡ περὶ οὗ ὁ λόγος πουκαμίσα
—ζωγραφικὰ —
φάνταζε ἄσπρη
άλλωστε καὶ τ’ ἄσπρο εἶναι χρῶμα.
καὶ ὅπου γέρος πιὰ εἶχε κουρνιάσει
στερνό του καταφύγι.
___________________________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Ο «Εγγονόπουλος Φαναριώτης» διά χειρός Φώτη Κόντογλου. Στο μακροσκελές ποίημα «Á revoir: Theophilos», που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις «Υψιλον» (επάνω), ο Εγγονόπουλος υποδεικνύει «να ξαναδούμε» ή και να ξαναδεί ο ίδιος τον Θεόφιλο. Στις σελίδες του χειρογράφου (κάτω) υπάρχουν η ιδιοσυγκρασιακή του ευγένεια, η συγκίνηση της ταύτισής του με τον ομότεχνο, το πικρό και τρυφερό του χιούμορ, προπάντων όμως το κριτικό του πνεύμα.

