Μπορείς πραγματικά να αηδιάσεις από ένα έργο τέχνης; Φυσικά. Είναι μία απολύτως συνηθισμένη αντίδραση. Σ’ ένα βίντεο με προειδοποίηση «περιέχει σκηνές που μπορεί να ενοχλήσουν» έπιασα τον εαυτό μου να αποστρέφει το βλέμμα μέσα σε δευτερόλεπτα καθώς ξεπουπούλιαζαν ή ξεκοίλιαζαν κάτι, ενώ εγώ στεκόμουν κάτω από ένα θηριώδες παλτό που απεικόνιζε κουνέλια και με ξεκάθαρο τρόπο αναφερόταν στις τερατώδεις ευθύνες της βιομηχανίας ένδυσης και μόδας σε ό,τι αφορά την εξολόθρευση γούνινων και μαλακών πλασμάτων. Η τρέχουσα έκθεση στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι αφιερωμένη στα ζώα και είναι ανησυχαστική. Αναγκάστηκα γυρίζοντας σπίτι να ανατρέξω σ’ ένα δοκίμιο της Siri Hustvedt (Why Goya?) με το ερώτημα «είναι φυσιολογικό ν’ αηδιάζω, ανατριχιάζω, απωθούμαι από ένα έργο;». Η Siri μού είπε ναι.
Οσα δεν κάνει να δεις
Η τρέχουσα έκθεση στο ΕΜΣΤ λέγεται Why Look At Animals? Γιατί να κοιτάξεις τα ζώα; Ο τίτλος είναι πολύ καλός κατά τη γνώμη μου. Πιστεύω πως οι καλλιτέχνες μπορούν να κοιτάνε ό,τι θέλουν και να φτιάχνουν τ’ αντίστοιχα έργα. Το κοινό μπορεί να κοιτάζει τα έργα ή να αποστρέφει το βλέμμα, δηλαδή να ενδιαφέρεται ή όχι. Ας κοιτάξουμε τα ζώα, λοιπόν, λέει η έκθεση και κάνει το βλέμμα μου να περάσει μέσα από το βλέμμα δεκάδων καλλιτεχνών για να καταλήξει στο γουρούνι, το σκυλί, στον ελέφαντα. Υπό αυτή την έννοια με αναγκάζει να δω κάτι που δεν βλέπω. Τι;
Το μείον ένα του μουσείου είναι η βίαιη στιγμή της έκθεσης. Τουλάχιστον εγώ έτσι την βίωσα και δεν θα γινόταν και αλλιώς. Σε αντίθεση με τους προγόνους μου, δεν κυνηγάω λαγούς, δεν ξεκοιλιάζω κότες με τις οποίες συγκατοικώ (η γιαγιά μου τις ονομάτιζε, αλλά μετά δεν είχε πρόβλημα να τις «κόψει» και να τις ρίξει στην κατσαρόλα), δεν έχω φίλη κατσίκα δεμένη σε σχοινί να της λέω γλυκόλογα για να μ’ αφήσει να την εκμεταλλεύομαι συστηματικά. Ωστόσο, δεν είμαι ηθικά ανώτερη. Είμαι εγκιβωτισμένη σ’ ένα σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης που καταστρέφει τον πλανήτη. Ως κάτοχος μεγαλύτερης μόρφωσης και εισοδήματος από τους (αγρότες) συγγενείς μου, εγώ απλώς μπορώ να αγνοώ τη βία, να πληρώνω άλλους να γίνονται βίαιοι για λογαριασμό μου. Τα έργα του μείον ένα μ’ ανάγκασαν, έως ένα βαθμό, να αντικρίσω το σφαγείο, το κλουβί, τον ιππόδρομο. Ενιωθα μεγάλη αμφιθυμία μπροστά σ’ αυτό.
Εκδήλωνα την άμυνά μου σκεπτόμενη πως δεν είναι διαγωνισμός ηθικής εδώ πέρα, αλλά μία ακόμη έκθεση. Ενα πράγμα ήταν σίγουρο, οι καλλιτέχνες έστρεφαν το βλέμμα μου σ’ αυτό που συστηματικά αγνοώ ώστε να υπάρχω: στη βιομηχανικής κλίμακας εξόντωση των πράων. Τους πράους, τους αθώους, αυτούς που αγαπούν εύκολα και χωρίς κριτήριο, αυτούς έχουμε ρίξει στον λάκκο.
Ηδη ένιωθα απαίσιος άνθρωπος από τις πρώτες στιγμές της έκθεσης. Η αποικιοκρατία, η εκμετάλλευση των ζώων σε μαζική κλίμακα, το κυνήγι (ανδραγάθημα, σπορ ή απλώς ανήθικη εισβολή στο φυσικό περιβάλλων πτηνών, ελαφιών και αρκούδων) – ουφ! Από ένα βίντεο με άλογο που υπέφερε οπισθοχώρησα ταραγμένη. Αρχισα να προσέρχομαι με μεγαλύτερη προσοχή στα έργα. Είχα ήδη δει πολλά κέρατα, ξεκοιλιασμένα κουνέλια, ίνες και δέρματα. Είχα αρχίσει να φυλάγομαι. Σε κάθε περίπτωση, το βλέμμα μου πήγαινε σ’ αυτά που δεν κάνει να δω. Σε κάτι που απασχολεί συχνά τη σύγχρονη τέχνη, άλλοτε επιτυχημένα, άλλοτε κουραστικά: τις κρυφές οικονομίες κάτω και πίσω από την οικονομία της ζωής μου.
Στα σφαγεία που λειτουργούν στο φουλ, χύνουν το αίμα, τροφοδοτούν το σούπερ μάρκετ. Η κρεατοφαγία έχει κάνει τη μεγάλη επιστροφή. Οι σύγχρονες διατροφικές τάσεις λένε: πρωτεΐνη, πρωτεΐνη, πρωτεΐνη. Μέχρι να μας πουν κάτι άλλο –δεν θα πάρει καιρό– τα τσιγκέλια με τα αναποδογυρισμένα μαδημένα ζώα γυρίζουν.
Δεν το βρίσκω ακριβώς εκτρωματικό, γιατί μεγάλωσα μέσα και γύρω σ’ όλα αυτά. Αδυνατώ να μισήσω τους ανθρώπους που εργάζονται νυχθημερόν στα σφαγεία, τους κρεοπώλες στη γειτονιά, τους χωριάτες που μιλάνε με το ζώο τους και μετά από λίγες μέρες το σφάζουν. Γνωρίζω ότι το φουά γκρα και το ταρτάρ μόσχου καταναλώνονται από ανθρώπους ανώτερων εισοδηματικά τάξεων (από αυτούς που συχνά συχνάζουν στα εγκαίνια εκθέσεων σύγχρονης τέχνης και που πρέπει κανείς να αποφεύγει ή να προσεταιρίζεται αναλόγως), γνωρίζω ότι η περιβαλλοντική υποβάθμιση προέρχεται από τα ιδιωτικά σκάφη και τα τζετ που προσφέρουν διακοπές σε πλούσιους χορτοφάγους κι έτσι αισθάνομαι περίεργα όταν καλείται κανείς από ένα έργο να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στις διατροφικές του επιλογές. Η κοπή κρέατος είναι αηδία, ναι, αλλά μετά τι; Ωχ, όχι πάλι, σκέφτηκα. Οχι, πάλι αυτά τα πανίσχυρα ηθικά επιχειρήματα υπέρ της διακοπής κατανάλωσης κρέατος. Οχι, πάλι αυτό το εντελώς πειστικό κάλεσμα να κάνει κανείς το σωστό απέναντι στα σφαγμένα γουρουνόπουλα. Γιατί δεν μπορώ να είμαι καλή;
Μπορώ να συγκινούμαι πια;
Διάφοροι δοκιμιογράφοι, καλλιτέχνες κ.λπ. αναρωτιούνται κάθε τόσο εάν μπορούμε να ξαναεκτεθούμε στη βία και να αισθανθούμε κάτι, εάν, δηλαδή, η υπερβολική έκθεσή μας στη βία έχει ναρκώσει την ικανότητά μας να τρομάζουμε μπροστά στη βία. Οταν μπαίνεις σ’ ένα μουσείο δεν είσαι προετοιμασμένος να δεις ένα άλογο να υποφέρει. Είναι σοκαριστικό, απωθητικό δυσβάσταχτο. Υπό αυτή την έννοια η έκθεση στο ΕΜΣΤ έχει μια απάντηση: η βία πάντα σοκάρει, ειδικά όταν εκτεθείς σε αυτήν στο προσεκτικά επιμελημένο περιβάλλον ενός μουσείου.
Ο θρήνος για ωκεανούς που φτωχαίνουν, τα παιχνιδιάρικα ηχοτοπία εντόμων που ζουζουνίζουν, οι ξεκούραστοι ψαλμοί πουλιών διαδέχονταν φωτογραφίες βίαιης εξολόθρευσης των πιο αθώων, γούνινων πλασμάτων. Σκέφτεσαι τη διαδρομή του ζώου πριν γίνει τροφή; με ρωτούσε ο Mostafa Saifi Rahmouni (Μαροκινός καλλιτέχνης με έδρα το Βέλγιο και το Ραμπάτ) μέσα απ’ το έργο του και πάσχιζα να του εξηγήσω ότι δεν είμαι η Σιμόν Βέιλ να φάω χόρτα γιατί οι άλλοι υποφέρουν, είμαι κατώτερη εκδοχή ανθρώπου, αντέχω να υπάρχω στη ζωή αγνοώντας πράγματα, αυτή είναι η κρυφή δύναμή μου. Δεν με λυπήθηκε. Εριχνε προς το μέρος μου πριονισμένα κεφάλια πιθήκων και προβιές λονταριών σε πλαστικό.
Κι ύστερα ήρθαν έργα που αναδείκνυαν το μέγεθος της καταστροφής του ίδιου του δικού μας βιότοπου. Τη βία που ασκούμε σ’ εμάς τους ίδιους εξαφανίζοντας μία μία τις αναγκαίες προϋποθέσεις της επιβίωσής μας. Εδώ μάλλον ο πρώτος πληθυντικός είναι λάθος: έχοντας γεννηθεί το 1992 δεν διάλεξα ποτέ να κατοικώ σ’ ένα μολυσμένο περιβάλλον που φέρνει αρρώστιες και εξαφανισμένα είδη. Δεν διάλεξα να κολυμπάω και το νερό να είναι σαν ξεβρασμένο από έναν γιγαντιαίο θερμοσίφωνα απάθειας και συλλογικής αποτυχίας να εφαρμοστούν πολιτικές που θα διασφαλίσουν ότι η ζωή θα παραμείνει ζωή.
Γνήσια χαρά
Ξεκολλώντας επιτέλους από το μείον ένα, στάθηκα να πάρω μια ανάσα στο όμορφο καφέ του μουσείου. Ηταν ένα ήσυχο απόγευμα Παρασκευής και έξω από το μουσείο έβρεχε αυτήν τη δυσοίωνη βροχή με τη σκόνη που εισπνέουμε με τη βοήθεια αντιισταμινικών χαπιών. Τέλος πάντων, η διάθεσή μου χρειαζόταν κάποια άμεση βελτίωση, οπότε έριξα λίγη ζάχαρη στον εσπρέσο και πήγα στον πάνω όροφο, στο 1 πια, όπου μου επιτέθηκε η ομορφιά της εγκατάστασης του Jakup Ferri. Οποιος έχει συζήσει με ζώο ξέρει ότι η σχέση είναι βαθιά, περίπλοκη, γεμάτη χαρές, αυτοσχέδια τραγούδια και γούνινο ύπνο.
Ο Jakup Ferri (καλλιτέχνης που γεννήθηκε στην Πρίστινα του Κοσσυφοπεδίου και εργάζεται μεταξύ Πρίστινας και Αμστερνταμ) ασχολείται με την παιγνιώδη, αστεία, τρυφερή σχέση μας με τα ζώα. Ζωγραφική, κεντήματα, πολύχρωμα χαλιά. Ο τίτλος του έργου του είναι We We. Εάν τα ζώα έχουν έναν ολόκληρο ψυχικό κόσμο, βλέψεις, συναισθήματα, ανάγκες, τι χάνουμε όταν στερούμαστε την αλληλεπίδραση μαζί τους; Τι σημαίνει κλουβί; Τι είναι λουρί και τι δεσμός; Ενώ έκανα τέτοιες περισπούδαστες σκέψεις συνειδητοποίησα με εντεινόμενο αίσθημα ενοχής ότι είχα παραλείψει τα έργα στον ενδιάμεσο όροφο κι έτσι κατέβηκα να τα δω κι αυτά. Ευτυχώς, γιατί θα είχα χάσει το εξαιρετικό κινηματογραφικό δοκίμιο του Cheng Xinhao Η πομπή των ελεφάντων, που δείχνει πώς ο ελέφαντας στην Κίνα επανερμηνεύεται διαρκώς μέσα από θρησκευτικές αντιλήψεις, την πολιτική και τους θρύλους.
Σκεφτόμουν ότι η υποχώρηση της θρησκείας και των ιδεολογιών, η υποχώρηση της πίστης στο οτιδήποτε επέτρεψαν να σφάζουμε ή να αιχμαλωτίζουμε ζώα χωρίς να φοβόμαστε τα σύμβολα, τη βρωμιά, την ηθική έκπτωση. Δεν υπάρχει τιμωρία, δεν υπάρχουν άμεσες, ατομικές συνέπειες, δεν υπάρχει αμαρτία ή σφάλμα που να έλκει εποικοδομητική κριτική. Σ’ έναν κόσμο χωρίς θεό ή ιδεολογία, όλα είναι κυριολεκτικά, επομένως όλα υπόκεινται στις οικονομικές πιέσεις της «ορθολογικής» «αξιοποίησης» πόρων.
Εφυγα από την έκθεση χωρίς να την ολοκληρώσω. Η ώρα είχε πάει εφτά, το μουσείο έκλεινε κι εγώ είχα ήδη δει αρκετά. Το ΕΜΣΤ σού δίνει τη δυνατότητα να επιστρέψεις δεύτερη φορά μέσα στον ίδιο μήνα με το ίδιο εισιτήριο, έτσι το φύλαξα στο πορτοφόλι μου, απ’ όπου, όμως, συνέχεια χάνονται πράγματα. Τέλος πάντων, περπατώντας στη Λεωφόρο Συγγρού, σκεφτόμουν ότι και με αυτή την απολύτως εύστοχη έκθεση το ΕΜΣΤ συνεχίζει μία εξαιρετικά θετική πορεία που μέχρι πριν από λίγα χρόνια φάνταζε όνειρο απατηλό. Κρυμμένο συστηματικά εκτός βλέμματος, αποσιωπημένο, υπόγειο, το ζήτημα του θανάτου αναδεικνύεται θαυμάσια μέσα από το ζήτημα της μη ανθρώπινης ζωής στον πλανήτη. Είναι θέμα υπαρξιακό, αισθητικό, ζήτημα δικαιοσύνης. Σχετίζεται με την τρυφερότητα και τη σκληρότητα, το ιερό, το ταμπού και το σύμβολο. Είναι πολλά θέματα, γι ’αυτό πρέπει να επιστρέψω στην έκθεση πριν λήξει το εισιτήριό μου.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Τα χορτοφαγικά κέικ, το μπανανόψωμο. Αυτή εδώ η συνέντευξη της Χαν Κανγκ μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας όπου λέει πως ζει μια ήσυχη, απλή ζωή. «Ξέρω να κρύβομαι καλά». Σκοπός της μετά τη βράβευση είναι να μην πάθει τίποτα η συγγραφική ρουτίνα της, το πρωινό ξύπνημα, η μελέτη, το γράψιμο, οι βόλτες με τα πόδια ή το ποδήλατο. Μπορείτε να παρατηρήσετε ακόμη και στον τρόπο που μιλά πως πρόκειται για έναν ευτυχισμένο άνθρωπο. Μερικά βράδια βλέπω συνεντεύξεις της Χαν Κανγκ και σκέφτομαι: να ένας άνθρωπος που ήρθε στον κόσμο για να κάνει ακριβώς αυτό που κάνει.
