«Μπήκε και γύρεψε να βρει την ψυχική διάθεση που είχε όταν ήταν παιδί και πήγαινε στην εκκλησία», γράφει κάπου στους Υπνοβάτες ο Χέρμαν Μπροχ. Η τριλογία Υπνοβάτες του Αυστριακού λογοτέχνη και δοκιμιογράφου Χέρμαν Μπροχ είναι στα ελληνικά περίπου 700 πυκνογραμμένες σελίδες (μετάφραση Σοφία Αυγερινού, Εκδόσεις Ερμα). Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας. Μα καλά δεν μπορούσε να συντομεύει; Το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν; Επρεπε να ’ναι τόσο μεγάλο;
Το έργο θα ξεδιπλωθεί αργά και θα σε συντροφεύσει
Το 2024 κυκλοφόρησε η αγγλική μετάφραση του πιο πρόσφατου βιβλίου του Νορβηγού Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, The Third Realm (μετάφραση Martin Aitken, Harvill Secker, Λονδίνο). 493 σελίδες. Αραιή στοίχιση. Μεγάλα γράμματα. Αλλά και πάλι: ο χρόνος λιώνει μέσα στο βιβλίο. Το διαβάζω και δεν μ’ αφορά τίποτα πια, ειλικρινά: τα ’χω γραμμένα όλα, θέλω μόνο να τρώω τις σελίδες. Η εναλλαγή των προσώπων έχει κάτι το επικό: μία σειρά από άνδρες και γυναίκες (έως τώρα στη Νορβηγία και τη Ρωσία) για τους οποίους και μαθαίνουμε και δεν μαθαίνουμε αρκετά πράγματα. Αχρηστα πράγματα, υλικό για γερό editing στην περίπτωση λιγότερο αυθάδικων συγγραφέων, μένουν μέσα στο κείμενο του Κνάουσγκορντ. Αυτό που κάνει είναι μια πράξη συλλογικής σαγήνης, λένε.
Αλλά σκεφτείτε και τις εκτενείς σειρές μάνγκα (ιαπωνικά γκράφικ νόβελς). Το Death Note, η απίστευτα δημοφιλής ιστορία των Tsugumi Ohba και Takeshi Obata, εκτείνεται σε 12 «τόμους» – αν και μάλλον διαβάζονται μέσα σε ελάχιστες ώρες. Η ταινία The Brutalist διαρκεί 215 λεπτά. Καθισμένη σε μία καφετέρια πίνω φρέντο καπουτσίνο και διαβάζω ψιλοκαταθλιπτικά δοκίμια ώσπου να ’ρθει η ώρα να μπω στην «Ελλη» να δω το έργο. Γιατί πάω;
Κυρίως για τη διάρκειά του. Η ιδέα πως θα καθίσω στη σκοτεινή αίθουσα σχεδόν τέσσερις ώρες μού ασκεί μία απίστευτη σαγήνη. Μπαίνοντας στα έργα τέχνης ψάχνω αυτό που έψαχνε ο ήρωας του Μπροχ επιστρέφοντας στην εκκλησία, την ψυχική διάθεση που έχουμε όταν πηγαίνουμε παιδιά εκεί που πραγματικά πιστεύουμε πως κατοικεί ο θεός. Είναι η φυγή σε άλλους κόσμους που δεν είναι καν μέρη. Το παραμύθιασμα, μια ανάγκη παλιά.
Η αποερωτικοποίηση της τέχνης
Την εποχή μας συνοδεύει ένα από-. Απομάγευση. Απογοήτευση. Αποερωτικοποίηση. Στα ψιλοκαταθλιπτικά δοκίμια του Μαρκ Φίσερ που διαβάζω καθώς πίνω τον καφέ μου βρίσκω τη φράση «η κουλτούρα αποερωτικοποιείται» (Η Ακύρωση του Μέλλοντος, Αντίποδες, μετάφραση Αλέξανδρος Παπαγεωργίου). «Η τέχνη της αποπλάνησης απαιτεί πάρα πολύ χρόνο», προκειμένου να μας σαγηνεύσει ένας δημιουργός χρειάζεται: χρόνο. Δηλαδή: χρήμα, προσοχή, άνεση να πειραματιστεί. Οι σύγχρονοι άνθρωποι, όμως, βρίσκονται σε μία κατάσταση ταυτόχρονης «εξάντλησης και υπερδιέγερσης. Σε μία πολιορκία της προσοχής».
Μπορείς να καταναλώνεις έναν ποπ καλλιτέχνη σήμερα, έναν ποπ χορευτή αύριο και μεθαύριο θα βγει κάποιος παρόμοιος. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν ποπ είδωλα, όπως σε άλλες δεκαετίες (όχι απαραιτήτως κακό). Ο μύλος αλέθει πυρετωδώς μουσικούς που μοιάζουν τραγικά μεταξύ τους και που βαριέσαι ώς και να γκουγκλάρεις πώς λέγονται. Μουσική για γυμναστήρια κ.λπ. «Σε αυτή την κατάσταση αϋπνίας και υπερφόρτωσης, υποστηρίζει ο Μπεράρντι, η κουλτούρα αποερωτικοποιείται». Βιάζομαι να καταναλώσω το έργο να ξεμπερδεύω.
Θέλουμε μια γρήγορη συγκίνηση (βλ. πορνογραφία, ναρκωτικά). «Επαφές», όχι σχέσεις, εκτός κι αν είναι δημόσιες σχέσεις, οπότε το πράγμα αλλάζει κι όλη αυτή η ταλαίπωρη κούραση του να τις συντηρείς μοιάζει με ορθολογική επένδυση. Το ίδιο και με το κεφάλι: ψάχνουμε ένα διανοητικό φαστ φουντ. Ετσι εξηγεί ο Φίσερ την επικράτηση του παλιού, του ρετρό, του βίντατζ και της νοσταλγικής καλτίλας. Ψάχνω το σιγουράκι μου: μία συγκίνηση οικεία που δεν θα με ταρακουνήσει.
Γιατί κάποιοι βλέπουν ακόμη τις σειρές της εφηβείας τους;
Σειρές, τραγούδια και τηλεοπτικά πρόσωπα άλλων δεκαετιών, όλα εξακολουθούν να είναι αηδιαστικά δημοφιλή. Χρειάζεται μόνο ένα μικρό ρετούς, αλλά όχι υπερβολικό – πρέπει πάντα να μου θυμίζουν πώς ένιωθα όταν ήμουν σχολείο, γύριζα στις δύο και μισή, έβρισκα το φαγητό της μαμάς και άνοιγα την τηλεόραση να δω σκουπίδια. Παλιές τηλεοπτικές περσόνες σχεδόν μας ενοχλούν που μεγάλωσαν, αλλά ταυτόχρονα συγκινούν την ηδονοβλεψία μας με τα μπότοξ και τις ρυτίδες τους.
Ηθοποιοί, δημοσιογράφοι και άλλα δεινά που νόμιζες πως είχαν συνταξιοδοτηθεί μπορούν να μου ξανασερβιριστούν και να με ξανασυγκινήσουν τάχα, όπως με συγκινεί, τάχα, το κιτς στο θέατρο, η επίμονη επάνοδος στην ελληνική επαρχία στις τηλεοπτικές παραγωγές, η νοσταλγική κλάψα στο θέατρο πάλι και η άβολα παλιακή αισθητική στην τηλεόραση. Ξανά και ξανά και ξανά, θέλω να μου δίνουν αυτό που το μασάω και γνωρίζω από πριν όχι μόνο τη γεύση του, αλλά και ένα ένα τα συστατικά του.
Ομως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο στο πεδίο της ζήτησης, αλλά και της προσφοράς. Οι καλλιτέχνες πρέπει να παράγουν, να παράγουν, να παράγουν. Μια προστασία από αυτήν την πίεση είναι οι κρατικές χρηματοδοτήσεις ή οι ιδιωτικές χορηγίες (όλη η ταινία Brutalist μπορεί να ιδωθεί και σαν μια ιστορία για το πώς η καλλιτεχνική πρωτοπορία χρειάζεται κεφάλαια). Το αποτέλεσμα; Αφού εντατικοποιείται η παραγωγή καλλιτεχνικών προϊόντων, πολλοί κάνουν αυτό που μοιάζει «με ό,τι ήταν ήδη επιτυχημένο».
Γι’ αυτό μάλλον έχουμε μία παρανοϊκή σχεδόν αίσθηση πως ό,τι βλέπουμε (στο θέατρο, στην τηλεόραση, στο σινεμά) μοιάζει με κάτι άλλο που έχουμε ήδη δει. Ακόμα και τα κουρέματα και τα ντυσίματα καλλιτεχνών (ίσως θέλει εισαγωγικά εδώ) μερικές φορές είναι τόσο «αυθεντικά» που το ένα πρόσωπο μοιάζει σωσίας του άλλου. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ακριβώς πότε και πού είδαμε πρώτη φορά την τάδε κλισεδιάρικη δραματουργική διέξοδο να επαναλαμβάνεται σε κάποιο θεατρικό σαν συλλογικό παιχνίδι με καθρέφτες, αλλά κάπου, κάπου το είχαμε ξανακαταναλώσει αυτό το παραμύθι.
Γι’ αυτό όταν βγαίνει κάτι όντως αυθεντικό και ειλικρινές είναι λες και βγαίνει ο ήλιος του πρωινού. Εμφανίζονται κάθε τόσο έργα (βλέπε Κνάουσγκορντ ή Φόσε, για να μείνω στη Νορβηγία) που σμιλεύουν αλλιώς τον χρόνο, που ανοίγουν ένα πεδίο για την όντως σκέψη. Με τα λόγια του Φίσερ «η παραγωγή του νέου βασίζεται σε ορισμένα είδη απόσυρσης».
Ο μυστικισμός που λείπει από την εποχή
Δεν μπορώ, λοιπόν, να σας πω πώς νιώθω όταν διαβάζω Χέρμαν Μπροχ το πρωί με μια κούπα ζεστό καφέ φίλτρου κι ενώ ο δρόμος κι η πολυκατοικία δεν έχουν ακόμη ξυπνήσει. Οπως οι πιστοί στις εκκλησίες που δεν μιλούν, γιατί σέβονται την ψυχική διάθεση των γύρω τους, έτσι ακριβώς δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να επιχειρήσω να μεταδώσω αυτό που δεν μεταδίδεται. Ας πούμε πως πρόκειται για κάτι σαν θρησκευτική έκσταση. Αυτή η έκσταση δεν μπορεί να είναι αγώνας ταχύτητας. Δεν μπορείς να την βρεις σε κάτι που διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα. Η σκέψη, προκειμένου ν’ απλωθεί, πρέπει να έχει χώρο.
Στην ταινία The Brutalist στο «Ελλη» σχεδόν δεν έπεφτε καρφίτσα. Ελάχιστοι σηκώθηκαν να φύγουν. Στις μαραθώνιες προβολές των έργων του Ντέιβιντ Λιντς που έγιναν στην Αθήνα με αφορμή τον θάνατο του καλλιτέχνη ο κόσμος πήγε και κάθισε υπομονετικά να ξαναδεί πράγματα που είχε δει – αλλά δεν είχε αφομιώσει. Στο υγρό και παγωμένο καταφύγιο του σανατορίου του Μαγικού Βουνού του Τόμας Μαν καταφεύγουν χιλιάδες άνθρωποι τη φορά ψάχνοντας αυτή την αίσθηση ελευθερίας και παραίτησης των ασθενών που φιλοσοφούν. Κουνιέται κάτι και στη δική σας ψυχή όταν βγαίνετε από ένα έργο και η πόλη μοιάζει μαλακή;
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Οι άνθρωποι που διαβάζουν στα κρυφά ή φανερά την ώρα της εργασίας τους. Που ξεκλέβουν ώρα στο διάλειμμα του καφέ ή του μεσημεριανού και, αντί να χαζολογήσουν με τους συναδέλφους, βγάζουν το μυθιστόρημα ή την ποιητική συλλογή που κουβαλάνε αυτή την περίοδο στην τσάντα και βυθίζονται σε μερικές καλές σελίδες. Η δωρεάν, υψηλού επιπέδου μουσική παιδεία που προσφέρεται μέσω των εκπομπών του Τρίτου Προγράμματος. Κάτι σαν ηχητική φωλιά.
