Πέρασα το Σαββατοκύριακο συναχωμένη καταναλώνοντας εύπεπτη λογοτεχνία στα αγγλικά και συνεντεύξεις συγγραφέων στο YouTube. Η Ρω βρίσκεται σε τέλμα. Είναι μόλις τριάντα. Εχει απομακρυνθεί από τη μητέρα της, το αγόρι της την παράτησε, για να συμμετάσχει σε μία αποστολή στον Αρη. «Ερχεται αντιμέτωπη με το τραύμα της παιδικής της ηλικίας» κ.λπ. Αυτή είναι λίγο πολύ η πλοκή του κορεατικού μυθιστορήματος Sea Change. Σ’ ένα μεγάλο αγγλόφωνο βιβλιοπωλείο βρίσκει πια κανείς ολόκληρες ενότητες με comfort reads, βιβλία που θα σε κάνουν να νιώσεις καλά. Κοτόσουπες για τον τραυματισμένο ψυχικό σου κόσμο που ζει το μιλένιαλ drama του κάπου μεταξύ στεγαστικής κρίσης, εργασιακής επισφάλειας και γονιών που γερνάνε.
Ζώντας σαν Ηλικιωμένος στα Τριάντα Σου, αλλά με βιβλία από την Κορέα
Τι καλύτερο από το να καθίσεις στον ανατομικό καναπέ που χρυσοπλήρωσες ξέροντας πως θα είναι η βασική σου έξοδος τις καθημερινές, αλλά και τα Σαββατοκύριακα, να αγκαλιάσεις την κούπα με το καυτό τσάι, ν’ ανάψεις τα κεριά αιθέριων ελαίων και να γλείψεις τις πληγές σου; Η αγορά του βιβλίου είναι γεμάτη από ευκολοδιάβαστα, γλιστερά στο μάτι και στην υφή, ζουμερά έργα χαρμολύπης για τις καταρρακωμένες ψυχές που γεννήθηκαν γύρω στο 1990.
Στο βιβλίο της Νοτιοκορεάτισσας Κιμ Χιε-Τζιν, η Κόρη μου (που στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μία όμορφη έκδοση από τον Ικαρο), το επίκεντρο της ιστορίας είναι η κόρη και η κοπέλα της. Ζουν με τη γριά αφηγήτρια. Η αφηγήτρια δεν αποδέχεται τη σχέση τους. Η κόρη και η κοπέλα της δεν τα βγάζουν εύκολα πέρα. Στεγαστική κρίση, δύσκολες οικογενειακές σχέσεις, ένας κόσμος που αλλάζει και άρρωστα σώματα που θέλουν φροντίδα. Σίγουρα όχι κάτι σαχλό κι ελαφρύ, αλλά, και πάλι, ποιος ξεκουράζεται πραγματικά με σαχλαμάρες; Θέλουμε πόνο –σε όλη του την υπερβολή και τη μαγεία–, πόνο, δάκρυα και υπαρξιακό στρες.
Η Κορέα ήρθε στο επίκεντρο της λογοτεχνικής δημοσιότητας με το Νόμπελ στη Χανγκ Κανγκ, που οπωσδήποτε αξίζει να διαβαστεί. Ομως έχει εδώ και καιρό κατακτήσει τον κόσμο με μία παρηγορητική/ιαματική λογοτεχνία που αφορά μιλένιαλ με burn out και μέτρια έως τρισάθλια ψυχική υγεία. Ο Economist κάνει λόγο για κορεατικό healing novel, για το μυθιστόρημα που θεραπεύει.
Δεν είναι σελφ χελπ. Δεν σου λέει τα δέκα βήματα για την επιτυχία. Ξέρει πως εσύ ξέρεις ότι η ζωή δεν είναι «πρότζεκτ». Εχεις πατήσει τα τριάντα ή και τα σαράντα, έχεις φροντίσει κάποιον άρρωστο, έχεις χωρίσει, έχεις κακοποιηθεί στη δουλειά και στις σχέσεις, έχεις πάει από τη μία άθλια θέση στην άλλη υποαμειβόμενη ανάθεση και μπορεί να έχεις αλλάξει και μερικά διαμερίσματα σε διάφορες πόλεις του κόσμου – ίσως η μία πιο καταθλιπτική από την άλλη. Μπορεί να έχεις βγάλει έναν σκασμό λεφτά, αλλά να μην έχει βουλώσει η τρύπα του κενού. Μπορεί να παλεύεις με τη σεξουαλικότητά σου, το OCD σου ή το πένθος και τα πρώτα σοβαρά ιατρικά προβλήματα. Μπορεί να έχεις απλώς φρικάρει.
Το εύπεπτο/ευπώλητο μυθιστόρημα-κοτόσουπα που χρειάζεσαι για να νιώσεις κάπως καλά ή μία μικρή ανακούφιση πρέπει να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Να μιλάει για ocd, ptsd και άλλα τέτοια που είναι τώρα της μόδας. Πρέπει να λέει για το τραύμα και το πόσο άθλια είναι όλα και να κάνει χιούμορ – ιδανικά μαύρο. Πρέπει να έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα ή κάποιες χιλιάδες, για να νιώθεις σύνδεση (είσαι μιλένιαλ, προφανώς και δεν έχεις πολλούς φίλους). Πρέπει να δημιουργεί έναν χώρο όπου τυλιγμένη με τις καλτσούλες σου και την κουβερτούλα σου μπορείς να αφήσεις στο πλάι το ενήλικο προσωπείο και να κλαψουρίσεις μελωδικά για όλα τα κακά της μοίρας σου – δράμα, δράμα, δράμα. Ιδανικά το θεραπευτικό μυθιστόρημα θα είναι μία υπερβολικά λεπτομερής καταγραφή των κακών της μοίρας άλλων μιλένιαλ, τίγκα στην παράνοια και τον γνήσιο υπαρξιακό τρόμο, που θα σε κάνει να νιώσεις καλά με την περίπτωσή σου – το αναγνωστικό ανάλογο του ζώου που γλείφει τις πληγές του και μετά πάει παρακάτω.
Τα προβλήματά σου είναι μπανάλ, και όχι, τελικά δεν είσαι ξεχωριστή
Είχες ποτέ την παρόρμηση να σκεφτείς τα χειρότερα για τον κοινωνικό σου περίγυρο; Εχεις βρεθεί σε πάρτι όπου θέλεις να πεθάνεις, αλλά έχεις καταλήξει απλά μεθυσμένη σε κάποιο ντροπιαστικό πάρκινγκ να δένεσαι με άτομα που δεν σκόπευες να τους ξαναμιλήσεις, με αποτέλεσμα την άλλη μέρα ν’ αναρωτιέσαι πού πάει η ζωή σου; Ή έχεις ζήσει αυτό το κενό ανάμεσα στις δουλειές, αυτό που αλλάζεις δουλειές, πόλεις, σχέσεις, παρέες και όλα δεν οδηγούν κάπου; Οι χαρακτήρες της Halle Butler (Banal Nightmare, από την Random House) είναι απαίσιες νέες κοπέλες που κάνουν χόρτο και λένε κακίες η μία για την άλλη ή για τους πρώην τους, έχουν καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, αλλά η σύγχρονη εικαστική τέχνη είναι αυτή η απογοητευτική, ναρκισσιστική αθλιότητα που συχνά συναντάμε στις γκαλερί κ.λπ κ.λπ. Ολο το βιβλίο ουσιαστικά είναι 307 σελίδες με προβλέψιμες κακίες, αυτομαστίγωμα, μαστίγωμα και ψευτοwoke ειρωνικά σχόλια που θα μπορούσαν να είναι διάλογοι στο Gossip Girl ή εύπεπτη ταινία του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου ή μία καίρια ειρωνική συμβολή στην κριτική του σύγχρονου πολιτισμού.
Γιατί το διαβάζω αυτό; Μα φυσικά επειδή νιώθω τέλεια. Είναι σαν να τρώω μία ζεστή κολοκυθόσουπα. Δεν είναι υψηλή τέχνη. Δεν είναι γκουρμέ. Μπορώ να σκεφτώ πώς το έφτιαξε και να διακρίνω τα συστατικά. Κάθε μπουκιά είναι προβλέψιμη, εκεί είναι και η γοητεία της. Κάπως σαν να παίρνεις το πικρό χάπι της ενηλικίωσης σερβιρισμένο μέσα σ’ ένα ζαχαρούχο ποτό.
Feelgood
Λατρεύω τις ενότητες feelgood στα μεγάλα αγγλόφωνα βιβλιοπωλεία. Τα εξώφυλλα απ’ αυτά τα απροκάλυπτα ευπώλητα έργα ευρείας απεύθυνσης θα έχουν συνήθως απαλά χρώματα, ροζ, λευκό, ξεφτισμένο μπλε, μπορεί να συνοδεύονται από προωθητικό μότο του τύπου «θα σε κάνει να νιώσεις καλά» ή «μια κουήρ ιστορία» κ.λπ., η υφή τους θα είναι ευχάριστη και το φύλλο θα είναι φθηνό, λεπτό, ανακυκλωμένο χαρτί. Μπορεί το βιβλιοπωλείο να έχει ξεχωρίσει κάποια ειδικά comfort reads (παρηγορητικά αναγνώσματα) που προτείνει και να λέει, για παράδειγμα, «αυτά τα βιβλία θα σε βοηθήσουν να βγάλεις το φθινόπωρο» ή «να ξεχάσεις τον/την/το πρώην σου» κ.λπ. Ιδανικά το βιβλιοπωλείο που τα πουλάει όλ’ αυτά πουλάει καφέ, κέικ και υγιεινά ροφήματα. Ξέρεις ότι όλ’ αυτά είναι χίπστερ και μιλάς ειρωνικά για το σύνολο αυτών των πραγμάτων, αλλά τελικά κάθεσαι και νιώθεις καλά εκεί μέσα.
Αυτά τα βιβλία ξέρουν πως προορίζονται να είναι παρηγοριές στην ουρά του ελέγχου του αεροδρομίου (εκεί διάβασα το Banal Nightmare), στο λεωφορείο ή το βράδυ στο κρεβάτι. Τα άτομα που τα γράφουν είναι εξαιρετικά μορφωμένοι άνθρωποι γύρω στα τριάντα που ξέρουν όντως να γράφουν και που έχουν χιούμορ και ειρωνεία και μία κοσμοπολίτικη θέαση – γι’ αυτό και μπορώ να ταυτίζομαι με ντροπιαστικές στιγμές μεταξύ φτωχών συγκατοίκων στο Μπέλφαστ της Susannah Dickey ή με άβολες συγκατοικήσεις στη Νότια Κορέα της Κιμ Χιε-Τζιν. Φυσικά, τα βιβλία που σε κάνουν να νιώθεις καλά μέσα από τη λεπτομερή παρουσίαση των αποτυχιών, των ματαιωμένων ελπίδων και τον απίστευτα ντροπιαστικών στιγμών των άλλων δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ενα κλασικό –και αληθινά αστείο βιβλίο– για τη χάλια ζωή ενός φτωχού, ανυπόλυπτου ακαδημαϊκού: το Lucky Jim (Kingsley Amis, 1953).
Η ψυχική σου υγεία, αυτό το κουρέλι
Σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία για την ψυχική υγεία των νέων ανθρώπων στην Ευρώπη είναι αρκετά αποθαρρυντικά. Πολλοί άνθρωποι αδυνατούν να νιώσουν ελπίδα. Η μοναξιά θερίζει. Πολλοί τριαντάρηδες, επιτυχημένοι ή αποτυχημένοι (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), αισθάνονται πως η ζωή τους δεν βγάζει κάπου. Μπορεί να είμαστε «χιονονιφάδες», μπορεί και όχι. Μάλλον όχι. Μερικές φορές θέλεις απλώς την κουβέρτα σου, το κλειστό κινητό σου, την κολοκυθόσουπα/το τσάι λεμόνι και το βιβλίο που δεν θα σου αλλάξει τη ζωή, που δεν είναι μεγάλη τέχνη, αλλά που θα σε κάνει να νιώθεις μια ανευ όρων σύνδεση. Μπορεί να νιώσεις και γνήσια χαρά. Και ίσως γελάσεις και λίγο. Μπορεί απλώς να περάσεις τ’ απόγευμα ήσυχα, δεν είναι και λίγο. Σίγουρα θα νιώσεις όπως στο προαύλιο του σχολείου μετά τη γυμναστική, όταν είχες μία κλίκα με την οποία απλώς λέγατε τις μεγαλύτερες κακίες του κόσμου, μες στο δράμα και στην υπερβολή, για άλλα αθώα δεκαπεντάχρονα.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτήν την εβδομάδα
Οι συγγραφείς που δεν κρύβουν την ευαλωτότητά τους, αλλά δείχνουν την πληγή τους, για να ιαθούν οι πληγές όλων μας. Η ήσυχη ιδιοφυΐα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας σε αυτήν την παλιά συνέντευξη. Δεν κρύβει το άγχος, την τελειομανία του και την προφανή διαπίστωση πως οι περισσότερες συνεντεύξεις είναι κάπως απογοητευτικές, λόγω της κλισεδιάρικης, πεζοπεζής σκέψης των δημοσιογράφων του πολιτιστικού. Η ιδέα πως ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου μπορείς να καταναλώσεις μία σειρά από συνεντεύξεις του Γουάλας. Οι άνθρωποι που βγάζουν βόλτα το ηλικιωμένο σκυλί τους. Οι ηλικιωμένοι που λένε «καλημέρα» σε αγνώστους στο δρόμο. Οι αργές κινήσεις των ηλικιωμένων με το ηλικιωμένο σκυλί τους.
