«Είχα ταξιδέψει στη Βιέννη […] ελπίζοντας με την αλλαγή τόπου να ξεπεράσω μια ιδιαίτερα κακή περίοδο. Ομως, αμέσως μόλις έφτασα στη Βιέννη, αποδείχτηκε ότι οι ημέρες, που δεν ήταν πια γεμάτες με τις συνηθισμένες μου εργασίες συγγραφής και κηπουρικής, μού φαίνονταν τώρα τρομακτικά μεγάλες και ότι στ’ αλήθεια δεν ήξερα πια πού να στραφώ. Ξεκινούσα νωρίς το πρωί και έκανα βόλτες στη Λέοπολντστατ, στο κέντρο της πόλης και στη Γιόζεφστατ, προφανώς δίχως σκοπό και προορισμό».
Αν το καλοκαίρι είναι η εποχή της περιπλάνησης, τότε η Βιέννη είναι το αρχετυπικό μέρος για να χαθεί κανείς. Η χειμερινή της κομψότητα γίνεται μελαγχολία στον ήλιο. Το ατέρμονο περπάτημα, τα τρένα και οι λεπτομέρειες στους πίνακες των μεγάλων ζωγράφων, μαζί με τις εύκολες σιωπές στα καφέ της πόλης συνθέτουν μία, κατά γενική ομολογία, απολαυστική συνθήκη περιπλάνησης. Ο W.G. Sebald περιπλανιέται στις ιδέες, τους πίνακες, τα νοσοκομεία, τις αυλές, τα εγκαταλελειμμένα κτίρια και τα αστικά κέντρα στο «Αίσθημα Ιλίγγου».
Αρχισα να διαβάζω το «Αίσθημα Ιλίγγου» (εκδόσεις Αγρα) πλάι στη θάλασσα. Είχα βρει μια σκιά από χαμηλά δέντρα με τις ρίζες τους έξω απ’ την άμμο. Εκεί κάθισα και το ’ριξα στην ανάγνωση. «Στις περίπου δέκα ημέρες που πέρασα τότε στη Βιέννη δεν είδα τίποτα, δεν μπήκα πουθενά, παρά μόνο σε καφενεία και εστιατόρια, και δεν αντάλλαξα λέξη με κανέναν, εκτός από τα γκαρσόνια και τις σερβιτόρες». Αυτά τα λέει ο Sebald και μοιάζει με τις μελαγχολικές κοπέλες στις ταινίες του Ρομέρ όπου είναι πάντα καλοκαίρι και όλα ανάγονται σε συμβάντα απίστευτης αισθητικής απλότητας και μεγαλείου. Κι ενώ συμβαίνουν όλ’ αυτά συνειδητοποιώ πόσο μού αρέσει να ψήνομαι στον ήλιο της παραλίας, ανάμεσα σε καλαμιές και αρμυρίκια και μέσα στο βιβλίο να πέφτει μία ψιλή βροχή πάνω σε καθεδρικούς και παγκάκια ερημικών πάρκων.
Οπως σε κάθε ύμνο στην αστική περιπλάνηση, έτσι και στο «Αίσθημα Ιλίγγου» και ειδικά στο πεζογράφημα All ‘Estero τα καφενεία είναι τόποι περισυλλογής. Με άλματα μεγάλης γλωσσικής δεξιοσύνης ο Sebald καταλήγει στην Ιταλία, αφού πρώτα μας έχει πει, φυσικά πως «το ταξίδι με το τρένο από τη Βιέννη στη Βενετία δεν άφησε κανένα ίχνος στη μνήμη μου». Ετσι κουλ και μελαγχολικός φτάνει στο σνακ μπαρ στη Φεροβία που μαστίζεται «από έναν κολασμένο θόρυβο τριγύρω του». Καπουτσίνο, εφημερίδες, κρασί και ιλιγγιώδεις ονειροφαντασίες: «οι άλλοι έμοιαζαν, έτσι μου φάνηκε, σαν πλατύς κύκλος από κομμένες κεφαλές». Ακόμη και η πιτσαρία στη Βερόνα του φέρνει ίλιγγο, γιατί είναι διακοσμημένη με δίχτυα και βαμμένη μπλε, δεν καταφέρνει ν’ αποτελειώσει το γεύμα του.
«Μπαίνω κάπου χωρίς να το διαλέγω και καταναλώνω εκεί, σε μίζερο περιβάλλον και με δυσαρέσκεια ένα φαγητό που δεν με συγκινεί από καμία άποψη». Η περιπλάνηση οφείλει να είναι άσκοπη και αποτυχημένη, η μόνη της δικαίωση είναι η αφήγηση. Είναι μία ατέρμονη προσπάθεια συντριβής του «εγώ» ανάμεσα σε εικόνες υψηλής αισθητικής: βιεννέζικα ανάκτορα, εσωτερικά ιταλικών παρεκκλησιών, πίνακες της Αναγέννησης.
Δεν έχει νόημα να ταξιδέψει κανείς στη Βερόνα ή τη Βιέννη ψάχνοντας τις αυλές, τα νοσοκομεία και τα ερείπια του Sebald. Ή μπορεί και να ’χει, αλλά ακόμη κι αν πάει με το βιβλίο στο χέρι θα δει κάτι άλλο απ’ αυτό που θα δει στο μυαλό του διαβάζοντας το «Αίσθημα Ιλίγγου» στην παραλία ή το μπαλκόνι, σ’ ένα τοπίο εντελώς μακριά από καθεδρικούς, νεκροταφεία, γκρίζες λιμνοθάλασσες, βάλτους και προαύλιους χώρους που οδηγούν στην Πιάτσα Μπρα.
Κι ύστερα μπορεί να το παρατραβήξει κανείς και να πάει μέχρι το Τόκιο. Εγώ αυτό έκανα ακολουθώντας μία εντελώς παλιά αναγνωστική μου παρόρμηση: να διαβάζω για μέρη όπου δεν έχω βρεθεί ποτέ. Ετσι, πήρα να φάω στην παραλία και το «Νορβηγικό Δάσος» του Μουρακάμι και μάλιστα σε μία φθηνή έκδοση στ’ αγγλικά, μ’ αυτό το ανακυκλωμένο χαρτί που γεμίζει εύκολα δαχτυλιές αντηλιακού και παίρνει μέσα του τη μυρωδιά της θάλασσας. Ακολουθώντας μία παρέα βαθύτατα μελαγχολικών 19χρονων περιπλανήθηκα σε φοιτητικές εστίες, τζαζ καφέ, δισκάδικα και χιονισμένα βουνά. Κι ενώ χιόνιζε στο Κιότο μέσα στο βιβλίο και οι χαρακτήρες χουχούλιαζαν σε κάποιο άσυλο για ψυχικές παθήσεις, εγώ πλατσούριζα στα ρηχά με το μυαλό μου αλλού.
«Το μόνο που θέλω είναι να αποκοιμηθώ σε πόλεις που δεν ξέρω», λέει ο ήρωας του Μουρακάμι που κάποια στιγμή κλείνει τα είκοσι στο βιβλίο και γυρίζει στους εμπορικούς δρόμους της Kichijoji διαβάζοντας σε καφέ, για να ξεχάσει την ερωτική απογοήτευση και το πένθος του (οι φίλοι του αυτοκτονούν). «Δεν είδα άνθρωπο, σχεδόν δεν μίλησα σε κανέναν», γράφει γράμματα, ακούει δίσκους, μελετάει Φώκνερ και Τόμας Μαν (ναι, φυσικά, τι άλλο;). Κοιτάζει τη βροχή μέσα από μελαγχολικά εμπορικά καταστήματα, φαστφουντάδικα, δωμάτια στις εστίες. Βρέχει πολύ, ξαπλώνει να σκεφτεί, πίνει ουίσκι και ακούει τζαζ, Μπαχ, ροκ. «Ηθελα να ξεκινήσω καινούργια ζωή σε κάποιο μέρος που δεν θα ήξερα κανέναν».
Και δεν με νοιάζει να δω στο γκουγκλ ή το ίνσταγκραμ την περιοχή Kichijoji, τον σιδηροδρομικό σταθμό Shinjuku. Μου αρκεί το μπλεγμένο κουβάρι που έχω φέρει στο σπίτι από την παραλία. Ξεκινάει μ’ ένα τοπίο εντελώς ελληνικό, καταπράσινο βουνό, ελιές, πρασινωπή θάλασσα, μετά είναι τα καφέ του Sebald που διώχνουν από τη μνήμη μου τη Βιέννη της τουριστικής υπερεκμετάλλευσης που αντίκρισα στην τελευταία μου επίσκεψη στην πόλη κι αποκαθιστούν την αλήθεια γύρω από τα πράγματα: η Βιέννη είναι η πόλη των επιφυλλιδογράφων, των περιπλανώμενων συγγραφέων και των αναγνωστών κι ύστερα μέσα σ’ όλ’ αυτά μπαίνουν τα παρεκκλήσια της Ιταλίας και τελικά οι βόλτες στο αποπνικτικό Τόκιο. Σχεδόν δεν αντέχω να κοιτάξω τις λερωμένες με αντηλιακό και υπογραμμίσεις σελίδες χωρίς να νιώσω μια απίστευτη σουβλιά νοσταλγίας για ένα μέρος που υπάρχει μόνο στο μυαλό μου.
Κι αφού ο χαρακτήρας του Μουρακάμι διαβάζει Τόμας Μαν μέσα στο βιβλίο, δηλαδή αφού το «Νορβηγικό Δάσος» έχει μέσα του το «Μαγικό Βουνό» κι αφού όλα τα βιβλία περιέχουν τα βιβλία που διαμόρφωσαν τους συγγραφείς τους, όλα μοιάζουν κοντινά κι εμείς πλατύτεροι. Κι ενώ ζω σε μία εποχή που τα ’χουμε δει όλα να αναπαράγονται μέσα από φίλτρα εκατομμύρια φορές και ενώ φουντώνουν οι συζητήσεις για το εάν μπορούμε να κοιτάξουμε πραγματικά έναν πίνακα, ένα τοπίο, μια λίμνη –πράγματα που, τέλος πάντων, έχουμε ήδη δει σε χιλιάδες φωτογραφίες άλλων– νιώθω πως η παράδοξη αναγνωστική διαδρομή μου κάνει τα πράγματα ξανά καινούργια.
Ξέρω ότι αυτή η διαδρομή είναι τελείως αυθαίρετη, μα πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Τον Σεφέρη μου, για παράδειγμα, τον απολαμβάνω στο διαμέρισμα, με το κλιματιστικό. Μου αρέσει να βρέχει μέσα στο βιβλίο κι εγώ να καίγομαι στην παραλία, ν’ απλώνω το αντηλιακό και να γυρίζω τη σελίδα προχωρώντας προς ένα μέρος που φτιάχνουν για μένα οι συγγραφείς μου. Αλλοι έχουν άλλες καλοκαιρινές αναγνωστικές συνήθειες. Αλλους αγαπημένους συγγραφείς. Αλλα είδωλα/θεούς/θεές. Ολοι, όμως, ψάχνουμε ένα μέρος που δεν μπορούμε να το βρούμε αν πατήσουμε στο γκουγκλ «Βιέννη» ή «καφέ, σνακ μπαρ Βερόνα». Το θερινό μας καταφύγιο φτιαγμένο από λέξεις και σιωπές.
