Η 54χρονη Λόρα Γουέλς, γυμνάστρια στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, ένιωσε ανόητη όταν δοκίμασε για πρώτη φορά να αγκαλιάσει τον εαυτό της. Σύντομα όμως συνειδητοποίησε ότι «πραγματικά βοηθάει». Είναι μία από τις πρακτικές που χρησιμοποιεί στο πλαίσιο του «reparenting» (γονική υποκατάσταση), προσπαθώντας να καλύψει συναισθηματικές ανάγκες που, όπως λέει, είχαν παραμεληθεί στην παιδική της ηλικία. Η ιδέα του «reparenting» υπάρχει εδώ και δεκαετίες, όμως η εφαρμογή της έχει γνωρίσει άνθηση τα τελευταία χρόνια, καθώς αυξάνεται το ενδιαφέρον για θεραπείες που βασίζονται στην επεξεργασία τραυματικών εμπειριών. Σήμερα αποτελεί αντικείμενο βιβλίων, podcast και hashtag στο TikTok.
Στο «reparenting», ο ασθενής ενθαρρύνεται να αναγνωρίσει και να φροντίσει το πληγωμένο «εσωτερικό παιδί» μέσα του, ώστε να το βοηθήσει να νιώσει ότι αγαπιέται – με στόχο την ενίσχυση της αίσθησης του εαυτού και τη βελτίωση των σχέσεών του με τους άλλους. Δεν είναι μια εύκολη διαδικασία.
«Πάντα λέω στους ανθρώπους ότι το “reparenting” του εσωτερικού παιδιού είναι δύσκολο, άβολο και παράξενο», λέει η Νικόλ Τζόνσον, πιστοποιημένη επαγγελματίας σύμβουλος στο Μπόιζ του Αϊντάχο και συγγραφέας ενός νέου βιβλίου αφιερωμένου στο θέμα. Οταν όμως οι πελάτες της καταφέρνουν να αναγνωρίσουν τον πόνο τους και να τον δουν μέσα από τα μάτια του νεότερου εαυτού τους, αποκτούν συνήθως μεγαλύτερη αυτοσυμπόνια και σταδιακά απελευθερώνονται από παιδικούς μηχανισμούς άμυνας που πλέον δεν τους εξυπηρετούν.
Εμφανίστηκε το 1960
Το «reparenting» εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960, όταν η θεραπεύτρια Ζάκι Σιφ ενθάρρυνε ασθενείς της με σχιζοφρένεια να ζήσουν μαζί της και να επιστρέψουν συμβολικά στην παιδική τους ηλικία. Η ίδια αναλάμβανε τον ρόλο του φροντιστή: έπαιρνε αγκαλιά τους ασθενείς, τους ζητούσε να φορούν πάνες και τους τάιζε με μπιμπερό.
Αρχικά, η Σιφ απέσπασε ευρεία αποδοχή για τις αντισυμβατικές μεθόδους της, οι οποίες ισχυριζόταν ότι μπορούσαν να «θεραπεύσουν» τη σχιζοφρένεια. Ομως, ένας ασθενής πέθανε ενώ βρισκόταν υπό τη φροντίδα της. Αργότερα, η Σιφ κρίθηκε ένοχη για παραβίαση του κώδικα δεοντολογίας και οι τεχνικές της επικρίθηκαν ευρέως και καταδικάστηκαν ως κατάχρηση εξουσίας. Στη δεκαετία του 1970, το «reparenting» επαναπροσδιορίστηκε από την ψυχοθεραπεύτρια Μιούριελ Τζέιμς. Πίστευε ότι πρόκειται για μια διαδικασία που αφορά τον ίδιο τον εαυτό, στην οποία ο ίδιος ο ασθενής –και όχι ο θεραπευτής– αναλαμβάνει τον ρόλο του στοργικού γονέα για το εσωτερικό του παιδί. Αυτή είναι η εκδοχή του «reparenting» που έχει επικρατήσει και εφαρμόζεται ευρέως σήμερα. Ο Τζόρνταν Μπέιτ, αναπληρωτής καθηγητής κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Yeshiva, επισημαίνει ότι το «reparenting» βρίσκει απήχηση επειδή προσφέρει έναν τρόπο να μιλήσει κανείς για το πώς οι εμπειρίες του παρελθόντος διαμορφώνουν τα σημερινά του συναισθήματα, και ταυτόχρονα αναδεικνύει πώς χρησιμοποιούνται οι αμυντικοί μηχανισμοί για να διαχειριστεί τον πόνο.
Τι είναι ακριβώς;
Η ιδέα ότι όλοι κουβαλάμε μέσα μας ένα εσωτερικό παιδί χρονολογείται σχεδόν έναν αιώνα πίσω.
Η έννοια αποδίδεται συχνά στον Ελβετό ψυχίατρο Καρλ Γιουνγκ, ο οποίος είχε γράψει πως μέσα σε κάθε ενήλικα «κρύβεται ένα παιδί – ένα αιώνιο παιδί, κάτι που συνεχώς εξελίσσεται, δεν ολοκληρώνεται ποτέ και απαιτεί αδιάκοπη φροντίδα, προσοχή και εκπαίδευση». Ωστόσο η ιδέα μπορεί να αποδοθεί εν μέρει και στον Σίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος ανέδειξε τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της παιδικής ηλικίας, καθώς και στους κλινικούς γιατρούς που ανέπτυξαν τη θεωρία του συναισθηματικού δεσμού, υποστηρίζοντας ότι οι πρώιμοι συναισθηματικοί δεσμοί με τους φροντιστές μας διαμορφώνουν το ποιοι θα γίνουμε αργότερα.
Ο ευαγγελιστής της αυτοβοήθειας Τζον Μπράντσοου συνέβαλε στη διάδοση του όρου «εσωτερικό παιδί» τη δεκαετία του 1990. Υποστήριξε ότι η σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση ή παραμέληση κατά την παιδική ηλικία μπορεί να δημιουργήσει μόνιμα συναισθηματικά τραύματα, οδηγώντας σε αισθήματα ντροπής, αυτομομφής και ενοχής που έχουν γίνει η «κύρια πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας». Ως συνέπεια, οι ενήλικοι μπορεί να δυσκολεύονται να δημιουργήσουν υγιείς σχέσεις, μπορεί να υιοθετούν αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ή να αναπτύσσουν έναν αυστηρό εσωτερικό επικριτή.
Την εποχή εκείνη, ορισμένοι ειδικοί αντιμετώπισαν τον Μπράντσοου με σκεπτικισμό ή ταύτισαν το έργο του με την ποπ ψυχολογία. Μάλιστα έγινε αντικείμενο παρωδίας σε ένα επεισόδιο των «Simpsons».
Σήμερα, οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν μερικές φορές το εσωτερικό παιδί ως εργαλείο συνομιλίας για να βοηθήσουν τους ασθενείς τους να επεξεργαστούν σκέψεις, εμπειρίες και συναισθήματα της παιδικής τους ηλικίας που κουβαλούν στην ενήλικη ζωή. Το εσωτερικό παιδί συμβολίζει εκείνα τα κομμάτια του εαυτού που «δεν ήταν ασφαλές να εκφραστούν» στην παιδική ηλικία και τα «συναισθήματα που δεν επιτρεπόταν να εκδηλωθούν», εξηγεί ο Μπέιτ.
Το «reparenting» δεν είναι η μοναδική τεχνική που μπορεί να αξιοποιήσει κάποιος για να εξερευνήσει το εσωτερικό του παιδί. Αλλες επιλογές περιλαμβάνουν τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, το EMDR (απευαισθητοποίηση και επαναπροσαρμογή μέσω οφθαλμικών κινήσεων), την ύπνωση και το IFS (εσωτερικά οικογενειακά συστήματα).
Με τι μοιάζει
Ορισμένες στρατηγικές «reparenting» μπορούν να εφαρμοστούν αυτόνομα, όμως ο Μπέιτ τονίζει ότι είναι προτιμότερο να γίνονται με τη βοήθεια ενός ψυχολόγου, καθώς η διερεύνηση των ανεκπλήρωτων αναγκών της παιδικής ηλικίας μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα θλίψης, θυμού, ντροπής και μοναξιάς.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ψυχολόγοι μπορεί να ζητήσουν από τους ασθενείς να φανταστούν ότι αλληλεπιδρούν με τον νεότερο εαυτό τους και να σκεφτούν τι αισθάνεται εκείνο το παιδί και τι θα ήθελε να ακούσει τη συγκεκριμένη στιγμή.
Αλλοτε, οι ασθενείς μπορούν να γράψουν γράμματα στον νεότερο εαυτό τους, για να επικυρώσουν τον πόνο που βίωσαν στο παρελθόν και να εξασκηθούν στο να αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους με μεγαλύτερη καλοσύνη.
Εάν ένα άτομο μιλάει στον εαυτό του με σκληρότητα ή αντιδρά υπερβολικά, όπως συνήθιζε να κάνει ο γονιός του, ο ψυχολόγος μπορεί να το βοηθήσει να αλλάξει αυτή τη συμπεριφορά. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το «reparenting» είναι μια τεχνική και όχι μια αυτόνομη μορφή θεραπείας. Επίσης, δεν είναι μια απλή λύση, γι’ αυτό και οι άνθρωποι δεν πρέπει να θεωρούν ότι «το μόνο που χρειάζεται είναι να μιλάω στον εαυτό μου με πιο ευγενικό και ήρεμο τρόπο», τονίζει η Εριν Χάμπρικ, ερευνήτρια και ψυχολόγος με ειδίκευση στα παιδικά τραύματα, στο Κάνσας Σίτι του Μιζούρι.
Για τη Γουέλς, το «reparenting» αποδείχθηκε ωφέλιμο. Πριν το ξεκινήσει λίγα χρόνια νωρίτερα, λέει, ήταν τελειομανής και προσπαθούσε συνεχώς να ευχαριστεί τους άλλους, θεωρώντας τα συναισθήματα ένδειξη αδυναμίας. Για να προστατευθεί από το ενδεχόμενο να πληγωθεί, βασιζόταν αποκλειστικά στον εαυτό της. «Υπήρχε ο εαυτός μου που είχε δημιουργηθεί για να με προστατεύει, αλλά με εμπόδιζε να ανοιχτώ στους άλλους», εξηγεί. «Και τώρα υπάρχει ο πραγματικός εαυτός μου», προσθέτει, «που μαθαίνει να ζει τη ζωή».

