Το 1980, ο αμερικανικός λαός εξέλεξε τον πιο δεξιό μέχρι τότε μεταπολεμικό πρόεδρο των ΗΠΑ. Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε δύο προτεραιότητες κατά την πρώτη τετραετία του. Πρώτον, να γονατίσει τη Σοβιετική Ενωση μέσω μιας μεγάλης κούρσας εξοπλισμών. Δεύτερον, να βγάλει την αμερικανική οικονομία από τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 και να τη βάλει σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης.
Οσον αφορά τον πρώτο στόχο, η κούρσα εξοπλισμών, η επιθετική αμερικανική εναντίωση στην εξάπλωση του κομμουνισμού στον Τρίτο Κόσμο και η αντισοβιετική ρητορική του Ρέιγκαν αναβίωσαν τον Ψυχρό Πόλεμο με επικίνδυνους τρόπους. Κατά την άσκηση πυρηνικής ετοιμότητας του ΝΑΤΟ τον Νοέμβριο 1983, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ανακάλυψαν ότι η σοβιετική ηγεσία φοβόταν δυτικό πυρηνικό πλήγμα.
Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε δύο προτεραιότητες κατά την πρώτη τετραετία του: να γονατίσει την ΕΣΣΔ μέσω μιας μεγάλης κούρσας εξοπλισμών και να βγάλει την αμερικανική οικονομία από τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970.
Αμέσως ο Ρέιγκαν μετρίασε τη ρητορική του, αποκλιμακώνοντας τις ψυχροπολεμικές εντάσεις. Η κούρσα εξοπλισμών, πάντως, είχε φέρει τη Σοβιετική Ενωση οικονομικά σε δύσκολη θέση.


Απελευθέρωση αγορών και μείωση φόρων
Οσον αφορά την οικονομία, ο υψηλός πληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 εξουδετερώθηκε μέσω μιας περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, που προκάλεσε βαθιά αλλά σύντομη ύφεση το 1981-1982. Η ύφεση ήταν σύντομη λόγω της μεγάλης μείωσης του φόρου εισοδήματος από τον Ρέιγκαν το 1981, που σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών τόνωσε την οικονομία.
Επιπλέον, ο Ρέιγκαν συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του Τζίμι Κάρτερ της απελευθέρωσης των αγορών από ομοσπονδιακές ρυθμίσεις και της τόνωσης του ανταγωνισμού. Ο συνδυασμός της μείωσης του φόρου εισοδήματος και της απελευθέρωσης των αγορών έδωσε στην αμερικανική οικονομία μια μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική ξεκινώντας από τις αρχές του 1983. Ως εκ τούτου, στις αρχές του εκλογικού έτους 1984 η αμερικανική κοινωνία ήταν ικανοποιημένη από την οικονομική ανάκαμψη.
Επικοινωνιακά χαρισματικός
Στις εκλογές του 1984 η προεκλογική εκστρατεία του Ρέιγκαν υιοθέτησε ως κεντρικό μήνυμα τη φράση «Ηγεσία που πετυχαίνει» (Leadership that works). Το ποιο επιτυχημένο τηλεοπτικό σποτάκι της είχε τον τίτλο «Ξημερώνει πάλι στην Αμερική» (It’s morning again in America).
Για να κατανοήσει κανείς τον αντίκτυπο των μηνυμάτων αυτών στην αμερικανική κοινωνία, πρέπει να λάβει υπ’ όψιν την πολυτάραχη εικοσαετία που είχε προηγηθεί. Από τη δολοφονία του Τζον Κένεντι το 1963 οι ΗΠΑ γνώρισαν τη μία κρίση μετά την άλλη: Βιετνάμ, εξέγερση των μαύρων, έκρηξη της εγκληματικότητας, δολοφονίες των Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Ρόμπερτ Κένεντι, κατάρρευση του Τζόνσον, Ουότεργκεϊτ, παραίτηση του Νίξον, ενεργειακές κρίσεις, αποτυχία του Φορντ, στασιμοπληθωρισμός, αποτυχία του Κάρτερ.
Το 1984 η πολυτάραχη αυτή περίοδος αποτελούσε παρελθόν και ο Ρέιγκαν εκλαμβανόταν ως ο πρώτος επιτυχημένος πρόεδρος από την εποχή του Αϊζενχάουερ και του Κένεντι. Η πλειονότητα των Αμερικανών συμμεριζόταν τη νέα αισιοδοξία που εξέπεμπε ο επικοινωνιακά χαρισματικός πρόεδρός τους.
Οι υποψήφιοι των Δημοκρατικών
Στην πλευρά των Δημοκρατικών το προεδρικό χρίσμα έλαβε ο Ουόλτερ Μόντεϊλ, πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί προεδρίας Κάρτερ. Ο Μόντεϊλ επέλεξε ως συνυποψήφιά του για αντιπρόεδρο για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία μια γυναίκα, τη βουλευτή από το Κουίνς της Νέας Υόρκης Τζέραλντιν Φεράρο, η οποία προερχόταν από τα χαμηλότερα λευκά στρώματα της μεγαλούπολης.
Σκοπός ήταν να ενεργοποιήσει υπέρ των Δημοκρατικών τα κατώτερα λευκά στρώματα, που παλαιότερα ήταν κρίσιμο μέρος της δημοκρατικής συμμαχίας του Νιου Ντιλ. Ατυχώς, όμως, ο σύζυγος της Φεράρο αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει τη φορολογική δήλωσή του, προκαλώντας ερωτήματα για την προέλευση των εισοδημάτων του.
Ο Ρέιγκαν αντέκρουσε την απήχηση της γυναικείας πρωτιάς στο χρίσμα για την αντιπροεδρία, τονίζοντας ότι το 1981 είχε διορίσει για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία μια γυναίκα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, τη Σάντρα Ντέι Ο’ Κόνορ.
Ο Ρέιγκαν πήρε το 58,9% της λαϊκής ψήφου και κέρδισε κάθε πολιτεία πλην της Μινεσότα, από την οποία προερχόταν ο Μόντεϊλ.
Το γεγονός ότι ο Μόντεϊλ υπήρξε αντιπρόεδρος του Κάρτερ διευκόλυνε την προεκλογική εκστρατεία του Ρέιγκαν, καθώς ήταν εμφανής η διαφορά μεταξύ του στασιμοπληθωρισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και της θεαματικής οικονομικής ανάκαμψης με χαμηλό πληθωρισμό του 1984.
Επίσης εμφανής ήταν η διαφορά μεταξύ της εικόνας των ΗΠΑ ως «χάρτινης τίγρης» επί Κάρτερ (52 όμηροι διπλωμάτες της πρεσβείας των ΗΠΑ στο Ιράν, σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν) και της ανάκαμψης της διεθνούς θέσης των ΗΠΑ επί Ρέιγκαν.
Το πιο ευάλωτο σημείο του Ρέιγκαν ήταν η προχωρημένη ηλικία του. Το 1984 έκλεισε τα 73 χρόνια, που μπορεί σήμερα μετά τον Μπάιντεν και τον Τραμπ να μη φαίνεται πολύ, τον έκανε όμως τον γηραιότερο μέχρι τότε πρόεδρο των ΗΠΑ. Ο Ρέιγκαν το χειρίσθηκε δηλώνοντας σε ένα από τα τηλεοπτικά ντιμπέιτ: «Δεν θα κάνω την ηλικία ζήτημα σε αυτόν τον προεκλογικό αγώνα. Δεν θα εκμεταλλευθώ για πολιτικούς σκοπούς τη νεότητα και την απειρία του αντιπάλου μου». Ακόμη και ο Μόντεϊλ αντέδρασε γελώντας.
Ελαβε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό των εκλεκτόρων
Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1984 επικύρωσε τη συντηρητική επανάσταση του Ρέιγκαν. Ο πρόεδρος πήρε το 58,9% της λαϊκής ψήφου και κέρδισε κάθε πολιτεία πλην της Μινεσότα, από την οποία προερχόταν ο Μόντεϊλ. Ηταν η τελευταία τόσο σαρωτική νίκη σε προεδρική εκλογή στην αμερικανική ιστορία. Εκτοτε τα υψηλότερα ποσοστά της λαϊκής ψήφου έλαβαν ο πρεσβύτερος Μπους το 1988 με 53,4% και ο Ομπάμα το 2012 με 52,9%.

Οσον αφορά το Εκλεκτορικό Κολέγιο, ο Ρέιγκαν έλαβε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό των εκλεκτόρων σε ανταγωνιστική εκλογή στην αμερικανική ιστορία (οι πρόεδροι Ουάσιγκτον δις και Μονρόε άπαξ εξελέγησαν χωρίς αντίπαλο), με μόνο υψηλότερο το ποσοστό του Ρούζβελτ το 1936. Μετά το 1984 το υψηλότερο ποσοστό εκλεκτόρων είχε ο νεότερος Μπους το 2004, το οποίο όμως ήταν μόλις το δέκατο ένατο σε ανταγωνιστική εκλογή στην αμερικανική ιστορία.

Ενας διαφορετικός δεξιός πρόεδρος
Πρέπει να τονισθεί ότι ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ήταν διαφορετικός δεξιός από τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ. Διέφερε από τον Ντόναλντ Τραμπ σε τρία βασικά σημεία.
Πρώτον, ο Ρέιγκαν ήταν σθεναρός υποστηρικτής των συμμαχιών των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Τραμπ μάλιστα του άσκησε κριτική το 1987 σε ολοσέλιδη δια-
φήμιση στις εφημερίδες New York Times, Washington Post και Boston Globe, όπου παρουσίαζε τις πολιτικές θέσεις του δηλώνοντας μεταξύ άλλων: «Η υφήλιος γελάει με τους πολιτικούς της Αμερικής καθώς προστατεύουμε πλοία που δεν μας ανήκουν, τα οποία μεταφέρουν πετρέλαιο που δεν χρειαζόμαστε, προορισμένο για συμμάχους που δεν μας βοηθούν».
Ο Ρέιγκαν διέφερε από τον Τραμπ σε τρία βασικά σημεία: ήταν σθεναρός υποστηρικτής των συμμαχιών των ΗΠΑ, υποστήριζε το ελεύθερο εμπόριο και ήταν υπέρ των μεταναστευτικών εισροών.
Ηταν προς το τέλος του πολέμου Ιράν – Ιράκ, όταν το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό προστάτευε τα –εν μέρει ελληνικά– δεξαμενόπλοια στον Περσικό Κόλπο από ιρανικές επιθέσεις.
Δεύτερον, ο Ρέιγκαν υποστήριζε το ελεύθερο εμπόριο και αντιστεκόταν –όχι πάντα επιτυχώς– στις πιέσεις του Κογκρέσου υπέρ ενός ήπιου προστατευτισμού.
Τρίτον, ο Ρέιγκαν ήταν υπέρ των μεταναστευτικών εισροών, ακολουθώντας παραδόσεις που επικρατούσαν στις ΗΠΑ από τις απαρχές τους έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ξανά κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος Ε.Σ. στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων.

