Σχεδόν ένας στους πέντε μισθωτούς εργάζεται πάνω από 47 ώρες την εβδομάδα και μόλις 1,4% έχουν δεύτερη δουλειά. Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) από την Ερευνα Εργατικού Δυναμικού για το γ΄ τρίμηνο του έτους αποκαλύπτουν πως παρά το έντονο δημόσιο ενδιαφέρον και την πρόσφατη νομοθετική συζήτηση για το «13ωρο» και την παράλληλη απασχόληση, η εργασία σε πολλούς εργοδότες είναι σχεδόν ανύπαρκτη ως πρακτική και η κύρια εργασία είναι αυτή που καταλαμβάνει το σύνολο του διαθέσιμου χρόνου των Ελλήνων εργαζομένων.
Η δημοσιοποίηση των νέων στοιχείων έρχεται λίγους μήνες μετά την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου που επιτρέπει θεωρητικά την εργασία έως 13 ώρες ημερησίως σε μία επιχείρηση, όπως ίσχυε για την απασχόληση σε δύο εργοδότες. Παρότι το μέτρο προωθήθηκε με στόχο να ενισχυθούν η ευελιξία και το εισόδημα των εργαζομένων, τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ φαίνεται να δείχνουν ότι η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει την όποια πρόθεση του νομοθέτη. Με το 79,5% των εργαζομένων να δηλώνει ότι εργάζεται ήδη τις «συνήθεις ώρες» και σχεδόν ένας στους πέντε ότι ξεπερνάει τις 47 ώρες εβδομαδιαίως, φαίνεται πως το όριο αντοχής έχει ήδη ξεπεραστεί για μεγάλο τμήμα του εργατικού δυναμικού. Το χαμηλό ποσοστό δεύτερης εργασίας (1,4%) έρχεται άλλωστε να συνηγορήσει υπέρ της άποψης ότι οι ώρες της κύριας εργασίας δεν αφήνουν περιθώριο για άλλη απασχόληση. Βέβαια, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, υπάρχει κι ένα 5,8% των εργαζομένων που δηλώνει ότι θα ήθελε να εργάζεται περισσότερες ώρες, ενώ σε ποσοστό 1,6% χαρακτηρίζονται υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης, που άμεσα αφήνεται να εννοηθεί ότι θα μπορούσαν να εργαστούν περισσότερο.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν παράλληλα μείωση της ανεργίας στο 8,2% για το γ΄ τρίμηνο φέτος, που συνδυάσθηκε με αύξηση της απασχόλησης. Φυσικά, η εγχώρια αγορά εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλή εντατικοποίηση, σταδιακή αναδιάρθρωση επαγγελμάτων με κυριαρχία των υπηρεσιών και συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα, καθώς και με σημαντικά περιφερειακά χάσματα.
Αναλυτικά, από την ποιοτική ανάλυση των στοιχείων για το γ΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους διαπιστώνει κανείς τα εξής:
Το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 8,2%, έναντι 8,6% το β΄ τρίμηνο 2025 και 9% το γ΄ τρίμηνο πέρυσι. Ο αριθμός των ανέργων παρουσίασε μείωση κατά 8,2% σε ετήσια βάση και ανήλθε σε 393.162, με περίπου 231.000 άτομα να είναι μακροχρόνια άνεργοι (αναζητούν εργασία ένα έτος ή περισσότερο).
Στις γυναίκες το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε σε 10,6% και στους άνδρες σε 6,1%. Ηλικιακά, τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγράφονται στις ομάδες 15-19 ετών (25,1%) και 20-24 ετών (17,2%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25-29 ετών (13,5%), 30-44 ετών (8,2%), 65 ετών και άνω (6,6%) και 45-64 ετών (6,2%), σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις πρώτες τρεις θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (16,5%), η Δυτική Ελλάδα (10,5%) και η Κεντρική Μακεδονία (10,4%).
Ο βασικός λόγος που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι διότι η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (28,5%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 22%. Το ποσοστό των ανέργων που αναζητούν εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι) ανέρχεται σε 58,7%.
H πλειονότητα των ανέργων έχει ολοκληρώσει έως Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (59,1%). Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στη ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) ανέρχεται σε 23,3%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τη ΔΥΠΑ ανέρχεται σε 13%. Αύξηση παρουσίασε και ο αριθμός των απασχολουμένων, κατά 1,8% σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο του 2024, φθάνοντας σε 4.402.914 άτομα.
Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους οι απασχολούμενοι εργάζονται ως μισθωτοί (72,5%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (17,3%). Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 5%, παρουσιάζοντας μείωση κατά 13% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση κατά 19,5% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία ανέρχεται σε 10,6%, καταγράφοντας μείωση κατά 2,8% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο και αύξηση κατά 3,3% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι η παροχή υπηρεσιών και οι πωλητές (23,5%) και οι επαγγελματίες (21,7%). Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται, επίσης, στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (15%) και η μεγαλύτερη μείωση στους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς (19,8%).
Το 53,6% των απασχολουμένων δηλώνει ότι εργάστηκε 40-47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (19,4%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Στην πλειονότητά τους οι απασχολούμενοι (79,5%) δηλώνουν ότι εργάστηκαν τις συνήθεις ώρες κατά την εβδομάδα αναφοράς. Το 5,8% των απασχολουμένων δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, 1,6% είναι υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης, οι οποίοι θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερο και θα μπορούσαν να αρχίσουν να εργάζονται περισσότερο μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, και το 1,4% έχει παραπάνω από μία εργασία.

