Μια γενιά υψηλών προσόντων, τα οποία όμως δεν τους είναι πάντα χρήσιμα για την εργασία, χωρίς προοπτική για το μέλλον, που πιστεύει ότι η γενιά των γονέων τους έζησε σε καλύτερες συνθήκες και που στις παρούσες συνθήκες θεωρεί πως είναι πολύ δύσκολο, εάν όχι αδύνατο να κάνει οικογένεια, με αποτέλεσμα να δηλώνει έτοιμη να φύγει από τη χώρα, σκιαγραφεί η πρώτη, μεγάλης κλίμακας, πανελλαδική έρευνα για την Gen Z. Η έρευνα αφορά τους γεννηθέντες μεταξύ 1997 και 2012, τη γενιά δηλαδή που βρίσκεται ακριβώς στο μεταίχμιο της μετάβασης από την εκπαίδευση στην εργασία, τη διεξήγαγε το ΙΝΕ ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την Alco σε 1.500 εργαζομένους αυτής της ηλικιακής κατηγορίας, και φέρνει στο φως πολύ κρίσιμα –και ανησυχητικά– χαρακτηριστικά τόσο της νέας γενιάς όσο και της εικόνας που έχει για την εγχώρια αγορά εργασίας. Η νέα έρευνα του ΙΝΕ ΓΣΕΕ αποκαλύπτει μια μορφωμένη, αλλά επισφαλή γενιά, που εργάζεται με χαμηλούς μισθούς και περιορισμένες προοπτικές, αναδεικνύοντας την αδυναμία της ελληνικής αγοράς εργασίας να αξιοποιήσει και να συγκρατήσει το δυναμικό της Generation Z. Γι’ αυτόν τον λόγο σχεδόν ένας στους δύο νέους είναι «με το διαβατήριο στο χέρι», παρότι τα σημερινά δεδομένα της ελληνικής αγοράς εργασίας έχουν βελτιωθεί αριθμητικά σε σχέση με το παρελθόν. Μάλιστα, όσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο των νέων τόσο εντονότερο είναι το ενδιαφέρον τους για εργασία στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, το 46% των νέων με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό δηλώνει πρόθυμο να εργαστεί τα επόμενα χρόνια στο εξωτερικό, ενώ και ένα 20% δεν το αποκλείει. Ακόμη υψηλότερο είναι το ποσοστό των νέων με επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς το 56% επιθυμεί να εργαστεί στο εξωτερικό. Στον αντίποδα, νέοι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε ποσοστό 46% δηλώνουν τη διαφωνία τους με μια πιθανή απασχόληση στο εξωτερικό.
Οσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο των νέων, τόσο εντονότερο είναι το ενδιαφέρον τους για εργασία στο εξωτερικό.
Βέβαια, η νέα γενιά εργαζομένων προτάσσει και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, κι εκεί φαίνεται πως η ποιότητα της εργασίας παραμένει χαμηλή, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να βιώνουν ανασφάλεια, χαμηλούς μισθούς και περιορισμένες προοπτικές.
Σε τίτλους, οι έξι θεματικές περιοχές στις οποίες χωρίζεται η έρευνα δείχνουν νέους που ζουν με τους γονείς τους, δεν καλύπτουν τα έξοδά τους, έχουν πίστη στις τεχνολογικές δεξιότητές τους, παρότι διαπιστώνουν, πολλές φορές στην πράξη, ότι δεν τους καλύπτει η τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση. Αισθάνονται εξουθένωση και διαπιστώνουν επιδείνωση της σωματικής και της ψυχικής υγείας τους, προτιμούν την εργασιακή ποιότητα από την οικονομική εξασφάλιση, όμως θα δέχονταν να εργαστούν «μαύρα» αν αυτό οδηγούσε σε υψηλότερες αποδοχές. Δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς, επιθυμούν όμως τη συλλογική δράση, παρότι δεν συμμετέχουν ενεργά στις απεργιακές κινητοποιήσεις. Και, τέλος, θεωρούν αδύνατη τη δημιουργία οικογένειας και δεν απορρίπτουν μια προοπτική εγκατάλειψης της χώρας.
Ζουν με τους γονείς τους
Σταχυολογώντας κάποια από τα ευρήματα της έρευνας διαπιστώνουμε ότι μόλις το 20% των νέων εργαζομένων ζει μόνο τους. Το 45% εξακολουθεί να ζει με την οικογένειά του, ενώ αυτό το ποσοστό γι’ αυτούς που εργάζονται με μερική απασχόληση ανεβαίνει στο 65%, και το 30% με φίλο ή σύντροφο. Μόλις το 30% συμβάλλει οικονομικά στο ενοίκιο ή στα έξοδα στέγασης. Και πώς να γίνει αλλιώς, όταν το 70% δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για τις βασικές ανάγκες και το 62% αναγνωρίζει οικονομική εξάρτηση από τους γονείς.
Χαμηλές αποδοχές
Υψηλά ποσοστά ανεργίας που πλησιάζουν στο 18%-19%, χαμηλά ποσοστά απασχόλησης, από τα χαμηλότερα της Ευρώπης, αλλά και χαμηλές αποδοχές, ακριβά προϊόντα, απλησίαστη στέγη και ανεπαρκές κοινωνικό κράτος περιορίζουν και μεταθέτουν χρονικά την οικονομική αυτονομία των νέων, και μαζί τους καθυστερεί και η μετάβαση στη δημιουργία οικογένειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βάση τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, η απασχόληση για την ηλικιακή ομάδα μέχρι τα 29 διαμορφώνεται στο 36,4%. Στην Ελλάδα δουλεύει ένας στους τρεις νέους, όταν κατά μέσον όρο στην Ευρώπη δουλεύει ένας στους δύο.
Παράλληλα, από τους 846.475 νέους έως και 30 ετών που εμφανίζονται στα μητρώα της εφορίας, οι 343.251 δηλώνουν εισοδήματα έως μόλις 5.000 ευρώ και οι 287.589 εισοδήματα από 5.000 έως 10.000 ευρώ. Υπάρχουν και 154.027 οι οποίοι δηλώνουν εισοδήματα από 10.000 έως 15.000 ευρώ, αλλά και ακόμη 37.460 που εμφανίζουν ετήσιες αποδοχές από 15.000 έως 20.000 ευρώ. Πάνω από 20.000 ευρώ είναι πολύ λίγοι: περίπου 20.000 άτομα σε όλη τη χώρα. Την ίδια στιγμή, η ταχύτητα στις ανατιμήσεις σε τρόφιμα και υπηρεσίες ηλεκτρικού ρεύματος είναι πολύ μεγαλύτερη από την ταχύτητα μεταβολής του εισοδήματος. Μέσα σε μόλις ένα μήνα, τον περασμένο Οκτώβριο, η τιμή του μοσχαρίσιου κρέατος ακρίβυνε κατά 5,3%, του αρνιού κατά 3,4% και των φρούτων κατά 3,6%. Ακόμη ακριβότερα έγιναν τον Οκτώβριο τα ενοίκια κατά 0,4% αλλά και το ηλεκτρικό ρεύμα κατά 2%.
Η πίεση της απόδοσης, τα διευρυμένα ωράρια και η μειωμένη συλλογική προστασία οδηγούν σε διάχυτο burnout και ψυχική κόπωση. Έτσι, η ψυχική υγεία προηγείται της οικονομικής ασφάλειας από το 70%, ενώ για το 73% η εργασία οφείλει να έχει νόημα και πέρα από την αμοιβή. Ένα 47% θεωρεί την εργασία πηγή ταυτότητας και αυτοεκτίμησης. Η θετική ισορροπία ζωής–εργασίας καταγράφεται ιδιαίτερα χαμηλά στο 21% και η συνολική ικανοποίηση από την εργασία κυμαίνεται στο 35%, ενώ άγχος – στρες δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 53%.
Το επόμενο brain drain θα γράφει το όνομα της Gen Z
Το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας, η οποία παραμένει χαμηλής οργανωσιακής και τεχνολογικής πυκνότητας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αξιοποιήσει τις γνώσεις, τις ψηφιακές δεξιότητες και τη δημιουργικότητα των νέων αποφοίτων, επιτείνει την ανασφάλεια των νέων. Σύμφωνα με τη μελέτη της ΓΣΕΕ, η αποσύνδεση της απασχόλησης από τη γνώση οδηγεί στη διπλή παγίδα της υποαπασχόλησης και της απογοήτευσης: η Generation Z είναι η πιο μορφωμένη αλλά και η λιγότερο ενταγμένη γενιά στην παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας. Ετσι, 38% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι η εργασία τους δεν σχετίζεται με τις σπουδές ή την κατάρτισή τους, 49% εκτιμούν πως η εκπαίδευσή τους δεν τους προετοίμασε επαρκώς για την αγορά εργασίας και την ίδια στιγμή σε ποσοστό 65% τονίζουν ότι αισθάνονται μεγάλη επάρκεια σε ό,τι αφορά τις αναγκαίες ψηφιακές δεξιότητες για την εργασία τους.
Η νέα γενιά εργαζομένων στην Ελλάδα είναι η πιο μορφωμένη και ταυτόχρονα η πιο επισφαλής.
Ψυχική κόπωση
Η Generation Z εισέρχεται σε έναν κόσμο εργασίας όπου η πίεση της απόδοσης, τα διευρυμένα ωράρια και η μειωμένη συλλογική προστασία οδηγούν σε διάχυτο burnout και ψυχική κόπωση. Ετσι, το 62% δηλώνει ότι η εργασία επηρεάζει αρνητικά την προσωπική του ζωή και το 60% ότι βιώνει εξουθένωση στην εργασία του, ενώ το 46% αισθάνεται ότι η δουλειά του επιβαρύνει την υγεία ή τον ύπνο του. Σε ποσοστό 44% οι νέοι θα ήταν πρόθυμοι να αλλάξουν εργασία εφόσον αυτή δεν θα τους εξέφραζε, ακόμη και αν αυτό σήμαινε την απώλεια εισοδήματος και, παράλληλα, το 65% δηλώνει ότι θα αποδεχόταν άτυπη-μαύρη εργασία εάν δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Οπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ Χρήστος Γούλας, δεν είναι απίθανο, το επόμενο brain drain να γράφει το όνομα της Gen Z. Η νέα γενιά εργαζομένων στην Ελλάδα βιώνει ένα παράδοξο: είναι η πιο μορφωμένη και ταυτόχρονα η πιο επισφαλής, επισημαίνει, εκτιμώντας ότι η αδυναμία οικονομικής αυτονομίας που φαίνεται από την έρευνα, δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαστική συνθήκη. «Σε μια αγορά με περιορισμένες δυνατότητες εξέλιξης, η Gen Z βιώνει το αδιέξοδο μιας “εργασιακής ενηλικίωσης χωρίς προοπτική”, με αποτέλεσμα το 72% των νέων να λέει ότι δεν διαβλέπει επαγγελματικό μέλλον στην Ελλάδα και σχεδόν ένας στους δύο σκέφτεται να εργαστεί στο εξωτερικό», επισημαίνει ο κ. Γούλας. Και συμπληρώνει ότι η πρόθεση αυτή απορρέει από την αίσθηση πως το ταλέντο και η δημιουργικότητά τους δεν αξιοποιούνται. Οταν η αγορά δεν προσφέρει σταθερότητα, αξιοπρεπείς αμοιβές και περιβάλλον που ενθαρρύνει την πρωτοβουλία, οι νέοι δηλώνουν ότι αναζητούν αλλού τις συνθήκες που θα τους επιτρέψουν να ζήσουν και να εξελιχθούν, εξηγεί ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ.
Οικονομική απώλεια
Οσο για τις συνέπειες του brain drain, αυτές, σύμφωνα με τον κ. Γούλα, είναι πολλαπλές:
– Οικονομικά, συνεπάγεται απώλεια καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού και επιβράδυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
– Κοινωνικά, οδηγεί σε δημογραφική συρρίκνωση και αποδυνάμωση των δεσμών συνοχής, καθώς η καθυστέρηση στη δημιουργία οικογένειας και η απομάκρυνση νέων ανθρώπων διαβρώνουν τον κοινωνικό ιστό.
– Και τέλος, σε επίπεδο ποιότητας της εργασίας, η ανακύκλωση επισφαλών θέσεων συντηρεί έναν φαύλο κύκλο χαμηλών μισθών και αδύναμων θεσμών προστασίας.
«Η ελληνική οικονομία δεν αντέχει άλλη απώλεια νέου εργατικού δυναμικού και η απάντηση περνάει μέσα από τη μετάβαση σε ένα παραγωγικό υπόδειγμα που θα επενδύει στη γνώση, στην ποιοτική εργασία και στις αξιοπρεπείς αμοιβές», καταλήγει.

