Χαμηλοί μισθοί, που για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας δεν εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση, αγοραστική δύναμη που υποχωρεί συνεχώς και ακρίβεια που δεν μπορεί να ελεγχθεί είναι ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως αποτυπώνονται στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Μάλιστα τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση των συνθηκών απασχόλησης και την απορρύθμιση κρίσιμων προστατευτικών θεσμών της αγοράς εργασίας, συνιστούν σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία παράγοντες που συστηματικά υποσκάπτουν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και τη διατηρησιμότητα των ρυθμών μεγέθυνσής της.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι μελετητές του ΙΝΕ επισημαίνουν ότι, ιδιαίτερα στο σημερινό εξαιρετικά σύνθετο γεωοικονομικό περιβάλλον, απαιτείται η προοδευτική αναδόμηση των θεσμών της αγοράς εργασίας, η ενεργός στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων και η βελτίωση των συνθηκών απασχόλησής τους.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση, οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων στη χώρα εξακολουθούν να παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στην Ε.Ε. Σύμφωνα με τον δείκτη εξέλιξης του μέσου πραγματικού μισθού την περίοδο 2009-2024 παρατηρείται ότι οι μέσες πραγματικές αποδοχές των μισθωτών στην Ελλάδα έχουν σημειώσει συνολική μείωση της τάξης του 32,8%. Μόνο το 2024 η εξέλιξη των μέσων μισθών και των ημερομισθίων στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67,2, όταν υπολογίζεται στο 106,6 στην υπόλοιπη Ε.Ε., άρα καταγράφεται διαφορά 39,4 μονάδων.
Μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε περίπου 8,3 δισ. ευρώ και η πραγματική κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η αντίστοιχη αύξηση του συνόλου των πραγματικών μισθών ήταν μόλις 130 εκατ. ευρώ, όταν το πραγματικό εισόδημα από μη μισθωτή εργασία αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ και το πραγματικό εισόδημα από πλούτο κατά 4,5 δισ. ευρώ. Ετσι, ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στη χώρα αντιστοιχεί το 2024 στο 52% του μέσου ευρωπαϊκού, όταν το 2019 αντιστοιχούσε στο 52,2% και το 2009 στο 82,5%.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ, η αύξηση του αποπληθωριστή ΑΕΠ (ακρίβεια) προέρχεται κατά κύριο λόγο από την αύξηση των κερδών, τα οποία κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στη διαμόρφωση των τιμών. Ακολουθεί το κόστος εισαγωγών, ενώ το μισθολογικό κόστος αποτελεί μόλις τον τρίτο προσδιοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των τιμών. Ετσι, οι μελετητές της Συνομοσπονδίας καταλήγουν στο συμπέρασμα πως κύρια αιτία της υποχώρησης της αγοραστικής δύναμης των μισθών είναι η αύξηση των κερδών. Το αποτέλεσμα, δε, είναι η χώρα μας να βρίσκεται στη δεύτερη θέση από το τέλος όσον αφορά το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης των μισθωτών για το 2024, με 8,8% (ο συγκεκριμένος δείκτης είναι υπερδιπλάσιος από το 3,8% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος).
Ειδικότερα, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών ανήλθε στο 63,3%, αυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα έναντι του 2023 και 6,8 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του προπανδημικού επιπέδου του (2019). Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας των ατόμων ηλικίας 15-74 ετών διαμορφώθηκε το 2024 στο 10,1% – από 11,1% το 2023 και 17,3% το 2019.

