«Σωματικά ανενεργός», χαρακτηρίζεται ένας στους τρεις εφήβους στη χώρα μας, και μόνο ένας στους επτά έχει φυσική δραστηριότητα για τουλάχιστον 60 λεπτά ημερησίως, όσο δηλαδή συστήνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τη διασφάλιση μιας καλής σωματικής και ψυχοκοινωνικής υγείας. Τις χειρότερες επιδόσεις σε αυτόν τον τομέα έχουν τα κορίτσια, οι μεγαλύτεροι έφηβοι και οι έφηβοι από οικογένειες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου. Τέσσερις στους δέκα εφήβους θεωρούν ότι οι περιορισμοί κατά την πανδημία COVID-19 είχαν αρνητική επίδραση στη φυσική δραστηριότητα, ενώ το 6,4% των εφήβων ζει σε περιοχές που δεν διαθέτουν χώρους για άσκηση.
Τα αποτελέσματα της τελευταίας πανελλήνιας έρευνας (2022) για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των εφήβων-μαθητών (εθνικό σκέλος της έρευνας HBSC/WHO) ως προς το σκέλος της φυσικής δραστηριότητας, δημοσιοποίησε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακρίβειας «Κώστας Στεφανής» – ΕΠΙΨΥ, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Φυσικής Δραστηριότητας, όπως ονομάστηκε η 6η Απριλίου. Οι ειδικοί επιστήμονες του ΕΠΙΨΥ καλούν την πολιτεία, τα σχολεία και τους δήμους να προχωρήσουν σε παρεμβάσεις που θα ενθαρρύνουν τη σωματική δραστηριότητα, εστιάζοντας σε καλύτερες και ασφαλέστερες υποδομές.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, στην οποία συμμετείχαν 6.250 μαθητές της ΣΤ΄ Δημοτικού, της Β΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου, μόνο το 13,6% των εφήβων 11-15 ετών στην Ελλάδα πληροί τις συστάσεις του ΠΟΥ για τουλάχιστον 60 λεπτά φυσικής δραστηριότητας καθημερινά. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον διεθνή μέσο όρο (20%), κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 40ή θέση μεταξύ 43 χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα HBSC. Σχεδόν υποδιπλάσιο ποσοστό κοριτσιών (9,5%) εμφανίζεται να κάνει επαρκή φυσική δραστηριότητα σε σχέση με τα αγόρια (18,1%). Διαφορές παρατηρούνται και ως προς την ηλικία, με τους 15χρονους να καταγράφουν χαμηλότερα ποσοστά επαρκούς φυσικής δραστηριότητας (11,9%) από τους 11χρονους (16,3%).
Οι επιστήμονες καλούν την πολιτεία, τα σχολεία και τους δήμους να προχωρήσουν σε παρεμβάσεις ενθάρρυνσης, εστιάζοντας σε καλύτερες και ασφαλέστερες υποδομές.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους τρεις εφήβους (30,4%) κατηγοριοποιείται ως σωματικά ανενεργός, κάνει δηλαδή λιγότερες από τρεις ημέρες την εβδομάδα επαρκή φυσική δραστηριότητα. Το ποσοστό της Ελλάδας σε αυτόν τον δείκτη είναι υψηλότερο από τον διεθνή μέσο όρο (24%). Τα κορίτσια (37,1%) είναι πιο πιθανό να είναι σωματικά ανενεργά σε σύγκριση με τα αγόρια (22,9%), ενώ η σωματική αδράνεια αυξάνεται με την ηλικία, φτάνοντας το 36,5% στους 15χρονους. Σημασία φαίνεται να έχει και το οικονομικό επίπεδο, καθώς οι έφηβοι από οικογένειες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά σωματικής αδράνειας (41,0%).
Ενας στους τέσσερις εφήβους (24,1%) αναφέρει ότι περνάει μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του καθιστός ή ξαπλωμένος, με τη συνήθεια αυτή να εντείνεται με την ηλικία, από 14,9% στους 11χρονους σε 30,1% στους 15χρονους. Επιπλέον, 6,4% των εφήβων αναφέρουν ότι στην περιοχή που ζουν δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε χώρους για άσκηση, με τους εφήβους από οικογένειες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου να πλήττονται περισσότερο.
Οπως σχολιάζει η επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας και ομότιμη καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Αννα Κοκκέβη, «τα παραπάνω ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη για την υποστήριξη από την πολιτεία και την άμεση εφαρμογή τεκμηριωμένα αποτελεσματικών παρεμβάσεων που ενθαρρύνουν τη φυσική δραστηριότητα στα παιδιά σχολικής ηλικίας, με έμφαση στους μεγαλύτερους εφήβους, στα κορίτσια και στους εφήβους από χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Απαραιτήτως σε αυτό εμπλέκονται τα σχολεία, οι κατά τόπους επαγγελματίες προαγωγής της υγείας και οι δήμοι, μέσω της ενίσχυσης των αθλητικών προγραμμάτων, της βελτίωσης των υποδομών για ασφαλή φυσική δραστηριότητα και άθληση σε δημόσιους χώρους (π.χ., πεζοδρόμια, ποδηλατόδρομοι και επαρκής φωτισμός σε πάρκα) και της ευαισθητοποίησης των γονέων και της κοινότητας συνολικά».

