Σημαντική αύξηση της πλήρους απασχόλησης παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, με τις επιχειρήσεις αφενός να περιορίζουν τις συμβάσεις ευέλικτης εργασίας (μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης) και αφετέρου να αυξάνουν τους μισθούς, με αποτέλεσμα ο μέσος μισθός της πλήρους απασχόλησης στο τέλος του 2024 να φθάνει στα 1.470 ευρώ μεικτά. Είναι ενδεικτικό πως από τον Νοέμβριο του 2019 έως και τον Νοέμβριο του 2024 οι θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης αυξήθηκαν κατά 37%, καθώς η μείωση της ανεργίας σε συνδυασμό με την αδυναμία των επιχειρήσεων να καλύψουν σημαντικό μέρος από τις ολοένα και αυξανόμενες κενές θέσεις εργασίας είχαν ως αποτέλεσμα τη στροφή προς τις συμβάσεις πλήρους απασχόλησης. Το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να επενδύσουν πλέον στους εργαζομένους φαίνεται άλλωστε και από τη σημαντική αύξηση του μέσου μισθού κατά το ίδιο διάστημα. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη» του υπουργείου Εργασίας, μέσα σε 5 χρόνια ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 24% και από 1.036 ευρώ το 2019 ανήλθε σε 1.286 ευρώ το 2024. Και μπορεί να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την ανεπτυγμένη Ευρώπη ή και σε συνδυασμό με την ταχύτερη άνοδο του πληθωρισμού, όμως δείχνει ότι υπάρχει μια σταθερά αισθητή τάση σύγκλισης των μισθών.
Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο γενικός γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων Νίκος Μηλαπίδης κατά τη διάρκεια των συνεχών συναντήσεων που γίνονται σε συνεργασία με τον ΣΕΤΕ και τη ΓΣΕΒΕΕ, ενόψει της καθολικής εφαρμογής της ψηφιακής κάρτας εργασίας στους κλάδους του τουρισμού και της εστίασης από την 1η Μαρτίου, η αύξηση του μέσου μισθού στην πλήρη απασχόληση, χωρίς δηλαδή να υπολογιστούν οι μισθοί των εργαζόμενων με μερική και εκ περιτροπής εργασία, είναι της τάξης του 16%. Ετσι, από 1.264 ευρώ το 2019, ο μέσος μισθός όσων απασχολούνται τουλάχιστον 8 ώρες την ημέρα στον ιδιωτικό τομέα ανήλθε στο τέλος του 2024 σε 1.470 ευρώ. Οι ειδικοί μάλιστα τονίζουν πως με την πλήρη εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας θα υπάρξει εκτίναξη των μετατροπών συμβάσεων μερικής απασχόλησης σε πλήρους, καθώς σήμερα, για παράδειγμα στον κλάδο του επισιτισμού, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι πάνω από το 70% της απασχόλησης αφορά μερική απασχόληση. Κάτι αντίστοιχο, άλλωστε, υπήρξε με τις υπερωρίες, σε κλάδους όπως τα σούπερ μάρκετ, η βιομηχανία αλλά και οι τράπεζες.
Σε σύνολο 4.193.460 εργαζομένων, οι 3.880.845, ή 92,5%, εργάζονται με πλήρη απασχόληση.
Η επικράτηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης είχε διαφανεί από το 2023, όπου, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί ο Μηχανισμός Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, σε σύνολο 4.193.460 απασχολουμένων στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, οι 3.880.845, ή 92,5% του συνόλου, εργάζονται με πλήρη απασχόληση, και το υπόλοιπο 7,5%, ή 312.616 άτομα, με μερική. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2019 ήταν 90,8% με πλήρη απασχόληση ή 3.593.611 άτομα και 8,7% ή 335.868 άτομα με μερική.
Αναλυτικά, από τον Νοέμβριο του 2019 έως και τον Νοέμβριο του 2024 δημιουργήθηκαν 500.000 θέσεις εργασίας. Συγκεκριμένα, ενώ τον Νοέμβριο του 2019 στον ιδιωτικό τομέα απασχολούνταν 2.447.156 άτομα, 5 χρόνια αργότερα οι εργαζόμενοι έφθασαν σε 2.988.527, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 21,6%. Περίπου κατά 21% εκτιμάται ότι αυξήθηκε και ο μέσος μισθός για το ίδιο διάστημα, ως αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο της οικονομικής ανάπτυξης. Ετσι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη» του υπουργείου Εργασίας, τον Οκτώβριο του 2024 ο μέσος μισθός ήταν 1.286 ευρώ έναντι 1.042 ευρώ τον Ιούλιο του 2019. Ειδικά στην περίπτωση της πλήρους απασχόλησης ο μέσος μισθός αυξήθηκε από 1.264 ευρώ τον Ιούλιο του 2019 σε 1.470 ευρώ τον Νοέμβριο του 2024. Κατά το ίδιο διάστημα ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 28%. Οπως επισημαίνουν βέβαια οι ειδικοί, μεγάλο μέρος της αύξησης των μισθών επηρεάζεται από την αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ υπάρχουν ακόμη και κλάδοι με μέσο μισθό χαμηλότερο του κατώτατου, καθώς παρουσιάζουν διαχρονικά υψηλά ποσοστά μερικής απασχόλησης.
Σημαντικό θεωρείται επίσης ότι από το 2019 έως και το 2024 υπήρξε και μείωση του μη μισθολογικού κόστους, με τις ασφαλιστικές εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα να περιορίζεται κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι από 40,56% του μισθού το 2019 σε 36,16% στο τέλος του 2024. Μάλιστα, από την 1η Ιανουαρίου 2025 εφαρμόστηκε περαιτέρω μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα, με αποτέλεσμα να φθάσουν στο 35,16%, ενώ για το 2027 έχει προγραμματιστεί και νέα μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, με αποτέλεσμα οι εισφορές να φθάσουν στο 34,66%, προσεγγίζοντας σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 33,52%.

