Στον ανακριτή Σύρου απολογήθηκε το μεσημέρι της Τρίτης ο άλλοτε επικεφαλής της Καθολικής Επισκοπής του νησιού. Διώκεται για υπεξαίρεση άνω των 3 εκατ. ευρώ από τον επίσημο τραπεζικό λογαριασμό της Επισκοπής και ξέπλυμα χρήματος. Η συγκεκριμένη υπόθεση είχε αποκαλυφθεί πριν από 13 μήνες, όταν η Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος είχε εντοπίσει αναιτιολόγητες μεταφορές εμβασμάτων από την Επισκοπή της Σύρου προς επιχειρηματία – ιδιοκτήτη νυχτερινών κέντρων στην περιοχή της Πάτρας. Μετά την απολογία του αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση ύψους 30.000 ευρώ και με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
Το νήμα που ξετυλίχθηκε
Το κουβάρι της υπόθεσης που είχε συγκλονίσει την Καθολική Εκκλησία της Ελλάδος άρχισε να ξετυλίγεται τον Οκτώβριο του 2024. Η Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος είχε ενημερωθεί ότι ο Πατρινός επιχειρηματίας νοίκιασε ένα νυχτερινό κέντρο στην περιοχή της Πάτρας με χρήματα που εισέπραξε μέσω τραπεζικού εμβάσματος απευθείας από τον λογαριασμό της Επισκοπής Σύρου.
Ξεκίνησε έρευνα από την οποία προέκυψε ότι η Επισκοπή είχε μεταφέρει συνολικά πάνω από 3 εκατ. ευρώ προς πέντε τραπεζικούς λογαριασμούς που έμμεσα ή άμεσα συνδέονται με τον ίδιο επιχειρηματία της Πάτρας. Ακολούθησε δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των εμπλεκομένων στην υπόθεση με τον φάκελο να διαβιβάζεται στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Σύρου για ποινική αξιολόγηση.
«Από τη μέχρι τώρα έρευνα που διενήργησε η Α΄ μονάδα της Αρχής προέκυψε ότι φυσικά πρόσωπα που διαχειρίζονταν λογαριασμούς Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου θρησκευτικού χαρακτήρα (…) μετέφεραν χρηματικά ποσά σε τρίτα φυσικά και νομικά πρόσωπα, χωρίς να μπορούν να δικαιολογηθούν οι συγκεκριμένες συναλλαγές. Το εγκληματικό προϊόν που αποκομίσθηκε από την ως άνω φερόμενη εγκληματική δραστηριότητα εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 3 εκατ. ευρώ», αναφερόταν στη διάταξη με την οποία η Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος διέτασσε τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων των υπόπτων.
Η υπόθεση είχε αποκαλυφθεί όταν η Αρχή για το Ξέπλυμα είχε εντοπίσει αναιτιολόγητες μεταφορές προς επιχειρηματία στην περιοχή της Πάτρας.
Τον Αύγουστο η Εισαγγελία Πρωτοδικών Σύρου προχώρησε στην άσκηση δίωξης in rem, δηλαδή κατά παντός υπευθύνου με την ανακρίτρια να προχωράει εν συνεχεία στην προσωποποίησή τους. Ενώπιον του ανακριτή κλήθηκε πρώτος να απολογηθεί ο άλλοτε επικεφαλής της Επισκοπής και βασικός πρωταγωνιστής στην υπόθεση.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» αρνήθηκε την κατηγορία της υπεξαίρεσης και ισχυρίστηκε ότι ενήργησε στο πλαίσιο του φιλανθρωπικού έργου της Καθολικής Εκκλησίας. Φέρεται να υποστήριξε ακόμα πως ήταν ο επιχειρηματίας από την Πάτρα που είχε προ ετών έρθει σε επικοινωνία μαζί του ζητώντας του βοήθεια καθότι βρισκόταν σε ανέχεια αδυνατώντας να συντηρήσει την οικογένειά του. Πρόβαλε ακόμα τον ισχυρισμό ότι εάν υπήρχε κάτι επιλήψιμο οι μεταφορές των χρημάτων δεν θα πραγματοποιούνταν μέσω τραπέζης αλλά με άλλον τρόπο.
Τέλος, ισχυρίστηκε ότι η διαχείριση των χρημάτων της Επισκοπής βρίσκεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του εκάστοτε επισκόπου, ο οποίος μπορεί να τα διαθέσει όπως αυτός κρίνει. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση 30.000 ευρώ και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Το επόμενο διάστημα αναμένεται να κληθούν σε απολογία και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι στην υπόθεση, ανάμεσα στους οποίους ο Πατρινός επιχειρηματίας.
Το παρελθόν
Ο τελευταίος είχε στο παρελθόν καταδικαστεί σε κάθειρξη οκτώ ετών με αναστολή για κακουργηματική εκβίαση ιεράρχη από τη Στερεά Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 2013 το δικαστήριο είχε δεχθεί ότι ο επιχειρηματίας είχε απομυζήσει από τον κληρικό ποσό ύψους 360.000 ευρώ.
Οι μάρτυρες που είχαν καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου εμφάνιζαν τον ιεράρχη ως έναν ευάλωτο άνθρωπο με σημαντικό ποιμαντικό έργο, ενώ περιέγραφαν τον κατηγορούμενο ως εκβιαστή που απειλούσε τον ιεράρχη με ανυπόστατες –όπως τις χαρακτήριζαν– αποκαλύψεις γύρω από την προσωπική του ζωή.

