«Ζω δύο μήνες σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο στην Ομόνοια»

«Ζω δύο μήνες σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο στην Ομόνοια»

Στην Αθήνα της στεγαστικής κρίσης, εργαζόμενοι με χαμηλά εισοδήματα που αδυνατούν να βρουν σπίτι αναγκάζονται να ζήσουν για εβδομάδες ή και μήνες σε φθηνά ξενοδοχεία του κέντρου. Ρεσεψιονίστ και ένοικοι περιγράφουν στην «Κ» αυτή τη νέα πραγματικότητα

6' 12" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

ΣΤΗ ΡΕΣΕΨΙΟΝ ενός μικρού ξενοδοχείου κοντά στην Ομόνοια, η Aννα έχει μάθει πια να ξεχωρίζει ποιοι επισκέπτες δεν είναι περαστικοί. «Φαίνονται από τις βαλίτσες τους», λέει. «Δεν τις κουβαλούν σαν ταξιδιώτες. Τις σέρνουν σαν να κουβαλούν όλη τους τη ζωή». Συχνά, πριν υπογράψουν καν το χαρτί του check-in, σκύβουν προς το γκισέ: «Μήπως έχετε ακούσει για κανένα σπίτι; Κάτι που να νοικιάζεται

Τα τελευταία δύο χρόνια, γύρω από την Ομόνοια και το κέντρο της Αθήνας, εμφανίζεται μια νέα κατηγορία «ενοίκων»: άνθρωποι που δεν βρίσκουν σπίτι και αναγκάζονται να μένουν για εβδομάδες ή και μήνες σε φθηνά ξενοδοχεία. «Οι περισσότεροι ζουν μόνοι τους και έχουν μια δουλειά πλήρους απασχόλησης. Αυτό που δεν έχουν είναι σπίτι», λέει η Aννα.

Τον έβλεπε να κατεβαίνει με την ίδια βαλίτσα και το ίδιο μπουφάν, να κοιτάει κάθε πρωί τις νέες αγγελίες και να γυρίζει κάθε βράδυ απογοητευμένος. «Ζούσα μαζί του το άγχος του», λέει. «Hταν σαν να έβλεπα μια καθημερινή πάλη».

Λίγα τετράγωνα πιο κάτω, σε αντίστοιχο ξενοδοχείο η Λένα, επίσης ρεσεψιονίστ, περιγράφει ακριβώς την ίδια συνθήκη: πελάτες σε μόνιμη αναμονή, με μια βαλίτσα στο χέρι, να αναζητούν το επόμενο σπίτι τους. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν νεαρό που δούλευε σε περίπτερο και έμεινε στο ξενοδοχείο σχεδόν δύο μήνες». Τον έβλεπε να κατεβαίνει με την ίδια βαλίτσα και το ίδιο μπουφάν, να κοιτάει κάθε πρωί τις νέες αγγελίες και να γυρίζει κάθε βράδυ απογοητευμένος. «Ζούσα μαζί του το άγχος του», λέει. «Hταν σαν να έβλεπα μια καθημερινή πάλη».

Τώρα έχει ένα ζευγάρι, μεγάλης ηλικίας όπως λέει, που ψάχνει σπίτι από τον Αύγουστο. Μένουν κι εκείνοι με δύο τσάντες και λίγα πράγματα. Τα υπόλοιπα βρίσκονται σε φίλους ή σε αποθήκες καθώς το δωμάτιο δεν χωράει το υπόλοιπο της ζωής τους. «Oσο καθαρό κι αν είναι το ξενοδοχείο, παραμένει ένα low-budget ξενοδοχείο», λέει. Δεν υπάρχει ούτε χώρος για ρούχα, ούτε κουζίνα, ούτε κάποιος χώρος για να νιώσεις θαλπωρή. Τα πράγματα μένουν στοιβαγμένα στις καρέκλες, στο πάτωμα, σε μια γωνιά. Κάποιοι προπληρώνουν δεκαπενθήμερα, μετά άλλα δεκαπενθήμερα, κι έτσι καταλήγουν να δίνουν ολόκληρο μηνιάτικο για ένα δωμάτιο λίγων τετραγωνικών.

 
 
 
 
 
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Η Καθημερινή (@kathimerini)

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ

Ανάμεσα σε αυτούς τους προσωρινούς ενοίκους βρίσκεται και η Χριστίνα. Είναι 44 χρονών και ζει στην Αθήνα εδώ και έντεκα χρόνια. Εργάζεται ως διασώστρια στο λιμάνι του Πειραιά, με μισθό 800 ευρώ. Μέχρι πρόσφατα έμενε στον Κορυδαλλό, σε ένα μικρό διαμέρισμα 32 τ.μ. Το σπίτι ήταν παλιό, με μόνιμα προβλήματα στα υδραυλικά. Εξαιτίας των διαρροών κάποια στιγμή ο λογαριασμός νερού έφτασε τα 1.000 ευρώ. Ο ιδιοκτήτης δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει τις επισκευές ούτε να καλύψει τα χρωστούμενα. Παράλληλα, ο γείτονας, που απέκτησε υγρασία από τις διαρροές, αγανακτούσε καθημερινά. «Aρχισα να φοβάμαι ότι θα ξεφύγει η κατάσταση», λέει. Eφυγε πριν βρει πού θα πάει. Η μεταφορική πήρε τα πράγματά της και η Χριστίνα πληρώνει την αποθήκευσή τους. Η ίδια κράτησε μόνο δυο σακβουαγιάζ. Από τις αρχές Οκτωβρίου ζει στο ίδιο ξενοδοχείο. Πληρώνει 28 ευρώ τη μέρα καθώς της έχουν κάνει καλύτερη τιμή –η αρχική ήταν 35 ευρώ.

Μπορώ να δώσω μέχρι 400 ευρώ, που είναι ο μισός μισθός μου, και είμαι διατεθειμένη να μείνω και σε ημιυπόγειο. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχω βρει ούτε ένα σπίτι με αυτά τα χαρακτηριστικά που να είναι αξιοπρεπές.

«Νιώθω ότι η κατάστασή μου είναι εξευτελιστική. Χρειάστηκε να ζητήσω χρήματα από τον πατέρα μου, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ στο παρελθόν. Στο ξενοδοχείο όμως δεν μπορώ ούτε να μαγειρέψω, οπότε τρώω κάθε μέρα απ’ έξω», λέει. Το πλάνο της είναι να καταφέρει να βρει ένα σπίτι μέχρι την 1η του Δεκέμβρη. «Ψάχνω κυρίως στη Νίκαια και τον Κορυδαλλό. Μπορώ να δώσω μέχρι 400 ευρώ, που είναι ο μισός μισθός μου, και είμαι διατεθειμένη να μείνω και σε ημιυπόγειο. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχω βρει ούτε ένα σπίτι με αυτά τα χαρακτηριστικά που να είναι αξιοπρεπές».

Στα στενά γύρω από την Ομόνοια μένει κι ένας άλλος ένοικος της προσωρινότητας: ο Φώτης. Στα 33 του, μάγειρας από τη Λήμνο, αποφάσισε να έρθει στην Αθήνα τον Οκτώβριο. Είχε μαζέψει χρήματα από τη σεζόν, είχε μιλήσει με μια ταβέρνα για δουλειά και είχε βρει –στα χαρτιά τουλάχιστον– και σπίτι. Το διαμέρισμα ήταν στην πλατεία Βικτωρίας, 300 ευρώ. Οι φωτογραφίες έδειχναν έναν μικρό αλλά αξιοπρεπή χώρο. Oταν όμως έφτασε, βρέθηκε μπροστά σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα: οι τοίχοι ήταν κιτρινισμένοι, το μπάνιο πολύ παλιό, η μυρωδιά έντονη. Το περιγράφει με μία λέξη: «άθλιο». «Δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είχα δει». Ενημέρωσε τον μεσίτη ότι δεν θα το πάρει. Τα πράγματά του τα άφησε σε φίλο, ακόμα και τον υπολογιστή του. Κράτησε μόνο μια βαλίτσα. Και έτσι ξεκίνησε η δική του περιπλάνηση στην Ομόνοια: από ένα ξενοδοχείο της περιοχής σε ένα άλλο, λίγο πιο φτηνό. Στο πρώτο έδινε 30 ευρώ και στο δεύτερο πληρώνει 25 ευρώ τη νύχτα.

Προκειμένου να του ενοικιάσει το σπίτι, ο ιδιοκτήτης ζήτησε ένα χαρτί από τον εργοδότη του που να δηλώνει ότι σκοπεύει να τον κρατήσει στη δουλειά και με τι μισθό.

«Τρώω από τις οικονομίες της σεζόν», λέει. «Δεν προλαβαίνω να πάρω τηλέφωνο σε αγγελία και μου λένε ότι το σπίτι έχει ήδη νοικιαστεί. Δεν ξέρω σε ποιους τα δίνουν, τα περισσότερα από αυτά είναι σαφώς υπερεκτιμημένα. Eχω ανεβάσει δημοσιεύσεις σε σελίδες με αγγελίες στο Facebook και ψάχνω μήπως βρω κάτι με αυτόν τον τρόπο». Τις τελευταίες ημέρες είδε ένα σπίτι που του φάνηκε καλό. Hταν πρόθυμος να το νοικιάσει, ο ιδιοκτήτης όμως του ζήτησε ένα χαρτί από τον εργοδότη του που να δηλώνει ότι σκοπεύει να τον κρατήσει στη δουλειά και με τι μισθό. Ο Φώτης που δεν έχει κλείσει ούτε έναν μήνα στη δουλειά διστάζει λίγο, αλλά θα παρακαλέσει τον εργοδότη του να τον βοηθήσει.

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΛΗΘΑΙΝΟΥΝ

Ο Παναγιώτης Μάντης ως μεσίτης που δραστηριοποιείται στο κέντρο γνωρίζει καλά περιπτώσεις σαν αυτές του Φώτη και της Χριστίνας. Τον τελευταίο καιρό, όπως λέει, οι ιστορίες αυτές πληθαίνουν. «Υπάρχει και μια ακόμα κατηγορία. Το 5% όσων απευθύνονται σε μένα είναι δημόσιοι υπάλληλοι της περιφέρειας που μετακομίζουν στην Αθήνα και καταλήγουν να μένουν για εβδομάδες ολόκληρες, μπορεί και μήνες, σε ξενοδοχεία. Και είναι λογικό αν αναλογιστεί κανείς πως τα ενοίκια που ζητάνε οι ιδιοκτήτες είναι πολλές φορές δυσβάσταχτα για έναν υγειονομικό ή έναν νεοδιόριστο εκπαιδευτικό». Τα Airbnb, όπως εξηγεί ο κύριος Μάντης, σπάνια αποτελούν μακροχρόνια λύση, καθώς με τις προμήθειες και τις χρεώσεις τους καταλήγουν συχνά ακριβότερα από τα ξενοδοχεία. «Πολλοί στο τέλος συμβιβάζονται», λέει. «Νοικιάζουν ένα σπίτι που δεν τους καλύπτει, μόνο και μόνο για να νιώσουν ότι ξεκινούν τη ζωή τους».

Ενα 5% είναι δημόσιοι υπάλληλοι της περιφέρειας που μετακομίζουν στην Αθήνα και καταλήγουν να μένουν για εβδομάδες ολόκληρες, μπορεί και μήνες, σε ξενοδοχεία.

Η Λένα, πίσω από τον γκισέ του ξενοδοχείου, έχει μάθει να ξεχωρίζει τη στιγμή που κάποιος βρίσκει σπίτι: το καταλαβαίνει πριν καν της το πουν. «Το βλέπεις στο πρόσωπό τους», λέει. «Σαν να τους φεύγει ένα βάρος από πάνω τους. Ερχονται και μας το ανακοινώνουν γεμάτοι χαρά. Με τους περισσότερους άλλωστε έχουμε αναπτύξει φιλική σχέση. Χαιρόμαστε και εμείς μαζί τους». Κι έπειτα, λίγες ώρες μετά το check-out, έρχεται κάποιος άλλος. Ισως με μια βαλίτσα λίγο πιο γεμάτη. Ισως με μια ιστορία λίγο διαφορετική, αλλά πάντα με τον ίδιο προορισμό: ένα σπίτι που δεν έχει βρεθεί ακόμη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT