ΓΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ, περίπου 4.000 Ελληνες που υιοθετήθηκαν από το 1950 και μετά από οικογένειες του εξωτερικού, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, ζούσαν με αναπάντητα ερωτήματα. Ποια ήταν η ιστορία τους; Ζουν άραγε οι συγγενείς τους; Πού γεννήθηκαν; Για κάποιους, η Ελλάδα ήταν απλώς μια λέξη. Για άλλους, ήταν μια πατρίδα που δεν είχαν ποτέ γνωρίσει.
Η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση ανοίγει τον δρόμο για την επανεγγραφή, στο δημοτολόγιο Ελλήνων πολιτών, των παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και υιοθετήθηκαν από αλλοδαπές οικογένειες έως το 1976. Πρόκειται για μια πράξη αποκατάστασης, μια γέφυρα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Για ανθρώπους όπως η Χόλι Πολέμη αυτή η γέφυρα δεν είναι απλώς μια νομική διευθέτηση. Είναι το τέλος μιας μακράς διαδρομής γεμάτης πόνο και αναζήτηση που ξεκίνησε όταν ήταν ακόμα παιδί, χωρίς να γνωρίζει ποια πραγματικά ήταν.
ΜΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ

Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1951 στο χωριό Καλλιθέα της Εύβοιας, όμως το ελληνικό της διαβατήριο ανέφερε ότι είχε γεννηθεί στις 26 Νοεμβρίου στην Αθήνα. «Για 55 χρόνια, δεν ήξερα ότι η ημερομηνία στο διαβατήριό μου δεν ήταν η πραγματική», εξηγεί. Οταν υιοθετήθηκε σε ηλικία πέντε χρονών από τους θετούς της γονείς στο Νιου Τζέρσεϊ δεν μπορούσε να τους πει ότι δεν γεννήθηκε στην Αθήνα, καθώς δεν μιλούσε τη γλώσσα τους. Ο πατέρας της πέθανε κατά τον Εμφύλιο, λίγο πριν εκείνη γεννηθεί. Η μητέρα της, ήδη με τρία παιδιά και έγκυος οκτώ μηνών στη Χόλι, βρέθηκε ξαφνικά μόνη της.
Τα αδέρφια μου με τάιζαν πίτουρα ανακατεμένα με ζεστό νερό για να σταματήσω να κλαίω.
«Hμασταν εξαιρετικά φτωχοί, τρώγαμε χόρτα και ψωμί», θυμάται η Χόλι. Η μητέρα της αναγκαζόταν να λείπει για μεγάλες περιόδους, δουλεύοντας σε χωράφια μακριά από το χωριό, αφήνοντας τα παιδιά της να επιβιώσουν όπως μπορούσαν. Η Χόλι μεγάλωσε σε συνθήκες ανέχειας. «Τα αδέρφια μου με τάιζαν πίτουρα ανακατεμένα με ζεστό νερό για να σταματήσω να κλαίω». Σύντομα η μεγαλύτερη αδελφή της, η Μηλιά, πήγε να ζήσει με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στην Αμάρυνθο, ενώ η άλλη της αδερφή η Σταματούλα έφυγε για να γίνει μοδίστρα. Η Χόλι έμεινε πίσω με τον αδερφό της, τον Ανέστη.

Οταν η Χόλι ήταν πέντε ετών, εμφανίστηκε στο χωριό της ένας άντρας, που υποσχέθηκε στους κατοίκους ότι τα παιδιά τους θα είχαν μια καλύτερη ζωή στην Αμερική. «Είπε ότι θα μας υιοθετούσαν Ελληνες γονείς, ότι θα πηγαίναμε σε ελληνικό σχολείο, σε ελληνική εκκλησία και θα επιστρέφαμε στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια» λέει.
«Η κοινότητα στην οποία μεγάλωσα στην Αμερική δεν είχε Ελληνες. Επίσης, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με τη μαμά και τον μπαμπά μου, γιατί δεν ήξεραν ελληνικά. Ετσι, έκανα αυτό που έπρεπε για να επιβιώσω: διέγραψα τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μου από τη μνήμη μου. Εχω κρατήσει μόνο τρεις εικόνες: Πρώτη, η βιολογική μου μητέρα να με κάνει μπάνιο σε καυτό νερό μέσα σε κάποιο είδος μπανιέρας, ενώ ποντίκια ή αρουραίοι τρέχουν γύρω στο δωμάτιο. Δεύτερη, μπορώ να δω μια μεγάλη οβάλ φωτογραφία ενός στρατιώτη πάνω από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μας. Πάντα πίστευα ότι ήταν ο πατέρας μου».
Ακόμα αισθάνομαι τον πόνο στο στήθος μου, σαν να με έσκιζαν στα δύο, όταν με άρπαξαν από την αγκαλιά της μητέρας μου.
Η τρίτη ανάμνηση που έχει η Χόλη είναι και η πιο επίπονη. Δεν θυμάται πώς μεταφέρθηκε στην Αθήνα, ούτε έχει εικόνα για πόσο καιρό. Αυτό όμως που θυμάται είναι το αεροδρόμιο, όταν ήρθε η ώρα να φύγει για Αμερική. «Είναι η πιο οδυνηρή ανάμνηση: η μητέρα μου ήρθε στο αεροδρόμιο την ημέρα που θα έφευγα για την Αμερική για να μου πει αντίο. Οταν την είδα, της είπα: “Μαμά, να έρθω μαζί σου”. Ακόμα αισθάνομαι τον πόνο στο στήθος μου, σαν να με έσκιζαν στα δύο, όταν με άρπαξαν από την αγκαλιά της. Αυτό το τραύμα είναι ακόμα μαζί μου και μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Το αίσθημα της εγκατάλειψης δεν φεύγει ποτέ».

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ
Η Χόλι διηγείται στην «Κ» πως τα πιο δύσκολα δύο χρόνια της ζωής της ήταν όταν τα δυο παιδιά της έγιναν πέντε ετών. «Είχα τρομακτικούς εφιάλτες και προσπαθούσα να βάλω τον εαυτό μου στη θέση της μητέρας μου: Τι θα γινόταν αν έπρεπε να δώσω το παιδί μου για υιοθεσία σε μια ξένη χώρα, όπου θα έχανε την οικογένεια, τη γλώσσα, την κοινότητα, τη θρησκεία και τον πολιτισμό του;» Οταν έγινε 40 ετών, αποφάσισε να επανασυνδεθεί με την οικογένειά της στην Ελλάδα.
Σήμερα, η Χόλι περνά όλα της τα καλοκαίρια στο χωριό της, στην Ελλάδα. «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θέλω να πεθάνω Ελληνίδα», δηλώνει με υπερηφάνεια.
«Ελαβα ένα γράμμα από τη βιολογική μου οικογένεια: από τον αδελφό μου, τις αδελφές μου, την ανιψιά μου και οικογενειακούς φίλους, που προσπαθούσαν να με προσεγγίσουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επικοινωνούσαν μαζί μου». Τότε η θετή της μητέρα της είπε: «Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό η πρώτη σου μαμά να σε δει πριν πεθάνει». Οπως τονίζει, «χρειάστηκε ένας χρόνος για να το αποφασίσω, και η ελληνική μου οικογένεια μας έστειλε τέσσερα αεροπορικά εισιτήρια μετ’ επιστροφής για να ταξιδέψουμε το επόμενο καλοκαίρι. Τους είπα ότι θα έρθουμε, αλλά αν σε οποιαδήποτε στιγμή δεν ένιωθα άνετα, θα φεύγαμε». Σήμερα, η Χόλι περνά όλα της τα καλοκαίρια της στο σπίτι που έχτισε η οικογένειά της στην Ελλάδα, στο χωριό της. «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θέλω να πεθάνω Ελληνίδα», δηλώνει με υπερηφάνεια.

28.8.1957
Η ιστορία της Χόλι δεν είναι μοναδική. Ανάλογη είναι και η περίπτωση της Πηνελόπης Οδυσσέως (μετέπειτα Στέφανι Παζόλες), που γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1957 και εγκαταλείφθηκε τη μέρα της βάφτισής της στο Βρεφοκομείο της Πάτρας, μόλις δύο εβδομάδες μετά τη γέννησή της. «Οπως και πολλά άλλα βρέφη εκείνη την εποχή, υπήρχε ένα σημείωμα μαζί μου, το οποίο έγραφε: “Με λένε Πηνελόπη, είμαι 15 ημερών και φοράω ένα φανελάκι, ένα ζευγάρι λευκά εσώρουχα, τρεις λευκές κορδέλες και έναν μικρό σταυρό με την ημερομηνία 28.8.1957. Ο σταυρός είναι αναμνηστικό της βάπτισης”. Αργότερα στα έγγραφα καταγραφής μου βρήκα και μια μικρή σημείωση, ότι το επίθετο Οδυσσέως μου δόθηκε από τον υπεύθυνο του Βρεφοκομείου, λόγω του ονόματός μου, σαν μια αναφορά στη μυθολογία».
Το μόνο που γνώριζε για την ιστορία της, ήταν αυτό που της είχε πει η θετή της μητέρα: ότι είχε εγκαταλειφθεί στο κατώφλι μιας εκκλησίας, μέσα σε ένα καλάθι με έναν σταυρό και ενα σημείωμα.
Μέχρι το 2005, το μόνο που γνώριζε για την ιστορία της, ήταν αυτό που της είχε πει η θετή της μητέρα: ότι είχε εγκαταλειφθεί στο κατώφλι μιας εκκλησίας, μέσα σε ένα καλάθι. Πλέον γνωρίζει ότι υιοθετήθηκε σε ηλικία 13 μηνών, ακόμα όμως αναζητάει τους συγγενείς της μέσω τεστ DNA. «Υστερα από οκτώ χρόνια καθημερινής παρακολούθησης των αποτελεσμάτων, επιτέλους βρήκα έναν δεύτερο ξάδερφο κοντά στο Λεόντιο. Το Αίγιο είναι μια άλλη περιοχή όπου έχω εντοπίσει συγγενείς μέσω DNA, και όλοι τους υπήρξαν εξαιρετικά βοηθητικοί, συνεργάσιμοι και ευγενικοί, αποδεχόμενοι εμένα και την ιστορία μου. Θα έρθω στην Ελλάδα τον Ιούνιο για να τους συναντήσω».

Η ίδια αναγνωρίζει ότι ανήκει στους «τυχερούς» όπως λέει, καθώς υιοθετήθηκε από Ελληνες Αμερικανούς στη Γιούτα των Ηνωμένων Πολιτειών, διατήρησε τη θρησκεία και τον πολιτισμό της, παντρεύτηκε έναν Ελληνοαμερικανό και μεγάλωσε τα παιδιά της στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Ομως, παρά τις συνθήκες αυτές, δεν έμαθε ελληνικά, καθώς όπως λέει οι θετοί της γονείς αν και γνώριζαν δεν τα μιλούσαν, φοβούμενοι μήπως η κόρη τους ανακαλύψει την αλήθεια για την καταγωγή της. «Προσπαθώ να μάθω τη γλώσσα και βελτιώνομαι καθημερινά. Εχω επίσης αρχίσει να προσπαθώ να διαβάζω και να γράφω».
Γεννήθηκα Ελληνίδα και το να γίνομαι επιτέλους αποδεκτή πίσω στην πατρίδα μου είναι μια πραγματική ευλογία.
Για εκείνη, η αποκατάσταση της ελληνικής της ιθαγένειας δεν είναι απλώς μια διοικητική διευθέτηση. Είναι η επιβεβαίωση ότι ανήκει σε αυτή τη χώρα. «Γεννήθηκα Ελληνίδα και το να γίνομαι επιτέλους αποδεκτή πίσω στην πατρίδα μου είναι μια πραγματική ευλογία». Ωστόσο, η χαρά της είναι ανάμεικτη με θλίψη.
«Είμαι απίστευτα ευγνώμων στη Μαρία Καρδάρα και την Γκόντα βαν Στιν, που αγωνίστηκαν για να γίνει αυτό δυνατό. Οι δύο τους, μέσω της ομάδας Nostos for Greek Adoptees, έχουν αναδείξει διεθνώς την ιστορία των υιοθετημένων Ελλήνων και έχουν υποστηρίξει με πάθος την αποκατάσταση της ελληνικής τους ιθαγένειας. Αλλά είμαι βαθιά λυπημένη που δεν συνέβη πιο νωρίς, για τόσους πολλούς από τους αδελφούς και τις αδελφές μου, τους υιοθετημένους Ελληνες, που έφυγαν από τη ζωή πολύ νωρίς».

Η ίδια αναζήτηση ταυτότητας συνδέει και την Ντίνα Πούλια, που γεννήθηκε στην Αρτα το 1958 και υιοθετήθηκε από Ελληνες Αμερικανούς όταν ήταν μόλις ενός έτους. Μεγάλωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, περιτριγυρισμένη από ελληνικές παραδόσεις (εκκλησία, ελληνικό σχολείο, χορωδία). Ομως, πίστευε σε μια τραγική εκδοχή της ιστορίας της: ότι η βιολογική της μητέρα είχε πεθάνει κατά τον τοκετό και ότι δεν υπήρχαν πληροφορίες για τον πατέρα της. Αυτή η αφήγηση είχε ριζώσει στο μυαλό της, μέχρι που κατάφερε να επανενωθεί με τη βιολογική της οικογένεια.
Βρήκα γονείς που δεν μου έμοιαζαν καθόλου (ή έτσι νόμιζα) και τη γιαγιά Κωνσταντίνα, με την οποία έχουμε το ίδιο όνομα. Επίσης ανακάλυψα ότι είχα δύο αδέλφια και περίπου 27 πρώτα ξαδέλφια.
«Μεγάλωσα ως μοναχοπαίδι και ξαφνικά επανασυνδέθηκα με την οικογένειά μου στην Ελλάδα. Βρήκα γονείς που δεν μου έμοιαζαν καθόλου (ή έτσι νόμιζα) και τη γιαγιά Κωνσταντίνα, με την οποία έχουμε το ίδιο όνομα. Επίσης ανακάλυψα ότι είχα δύο αδέλφια και περίπου 27 πρώτα ξαδέλφια», εξηγεί, περιγράφοντας την πρώτη τους συνάντηση που έγινε τη μέρα των γενεθλίων της, στα 40 της έτη. «Ηταν εξαιρετικά τρομακτικό και συγκλονιστικό. Αναρωτιόμουν συνέχεια: τι θα σκεφτούν για μένα; Θα με συμπαθήσουν; Τελικά όλα πήγαν καλύτερα από ό,τι φανταζόμουν. Δεν πίστευα ποτέ ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε στη διάρκεια της ζωής μου. Το να αποκτήσω τελικά την ελληνική μου ιθαγένεια, σημαίνει τα πάντα για μένα», λέει. «Αλλά η Ελλάδα ήταν πάντα στην καρδιά μου».

GREEK BABY
Για τον Μίκαελ Σβαντ, γεννημένο ως Κωνσταντίνο Τσουκαλά στην Αμαλιάδα το 1956, η επανένωση με τις ρίζες του ήταν εξίσου επεισοδιακή. Υιοθετημένος από οικογένεια στην Οκλαχόμα, μεγάλωσε μακριά από την ελληνική κουλτούρα, χωρίς να γνωρίζει λεπτομέρειες για την πραγματική του ταυτότητα. «Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να αναζητήσω τη μητέρα μου. Αλλά το 1992, όταν η σύζυγός μου γέννησε το πρώτο μας παιδί, κατάλαβα ότι, όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες, η μητέρα μου θα ήθελε τουλάχιστον να ξέρει τι είχε απογίνει το παιδί της. Ετσι άρχισα να ψάχνω και σύντομα κατάφερα να την εντοπίσω».

Αρχισε να της στέλνει γράμματα, τα οποία μετέφραζε ένας 16χρονος γείτονάς της. Εκείνη, που δεν ήξερε να γράφει, υπαγόρευε τις απαντήσεις. «Εστελνα φωτογραφίες της οικογένειάς μου, των παιδιών μου, τα εγγόνια της», θυμάται. «Ελπίζαμε να μαζέψουμε αρκετά χρήματα για να ταξιδέψουμε στην Ελλάδα όλοι μαζί και να τη γνωρίσει». Ομως όσο περνούσε ο καιρός, κατάλαβε ότι αν περίμενε να μπορέσουν να ταξιδέψουν όλοι, αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ.
Οταν συνάντησα τη μητέρα μου, με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που νόμιζα πως θα μου έσπαγε τα πλευρά.
Ετσι, το 1999, ταξίδεψε μόνος του μέχρι τον Πύργο, όπου ζούσε η μητέρα του. Εφτασε αργά το βράδυ και, αν και προσπαθούσε να βρει τη διεύθυνση, δεν τα κατάφερνε. Μπήκε σε ένα μίνι μάρκετ και ρώτησε αν γνώριζαν τη διεύθυνση. Η γυναίκα πίσω από τον πάγκο τον κοίταξε με ενθουσιασμό: «Ναι. Ξέρω πού μένει και ξέρω τα πάντα για εσένα». Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο διαμέρισμά της. «Οταν τη συνάντησα, με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που νόμιζα πως θα μου έσπαγε τα πλευρά».

Το 2006, η μητέρα του αρρώστησε. Ο Μιχάλης ταξίδεψε μαζί με την οικογένειά του για να τη συναντήσει μια τελευταία φορά. «Δεν προλάβαμε, πέθανε πέντε μέρες πριν φτάσουμε. Κι όμως, η Ελλάδα έχει πάντα τον δικό της τρόπο να σε βρίσκει. Η σύζυγος του βιολογικού μου πατέρα έμαθε πως ήμουν στην Ολυμπία και ζήτησε να με συναντήσει στην Κυλλήνη. Μου εξήγησε πως ο άντρας της είχε εξωσυζυγική σχέση με τη μητέρα μου. Ετσι έμαθα πως έχω μια ετεροθαλή αδερφή, ενώ έχω και έναν ετεροθαλή αδερφό τους οποίους και έχω γνωρίσει. Γεννήθηκα ως Κωνσταντίνος Τσουκαλάς», λέει. «Και το να μπορώ επιτέλους να αναγνωριστώ ως Ελληνας σημαίνει τα πάντα για μένα».

