«Η σιωπή είναι εκκωφαντική», σχολίασε μια διαδηλώτρια. «Ελπίζω να ακουστεί», της απάντησε η φίλη της. Οι δυο γυναίκες, που είχαν ξαποστάσει στα σκαλάκια της Βουλής επί της Βασιλίσσης Σοφίας, συνόψισαν σε αυτόν τους τον διάλογο το κλίμα που επικρατούσε σε ένα μεγάλο, αν όχι στο μεγαλύτερο, τμήμα της διαδήλωσης για τα δύο χρόνια από το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη που στοίχισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους.

Από τις 10:00 το πρωί, μια ώρα πριν από το κάλεσμα της συγκέντρωσης, οι δρόμοι προς την πλατεία Συντάγματος ήταν γεμάτοι κόσμο, πολλοί από τους οποίους κατέβαιναν για πρώτη φορά να διαδηλώσουν. Διαδηλωτές έρχονταν από παντού, όχι με τον ρυθμό της οργανωμένης πορείας, αλλά σαν αλλεπάλληλα κύματα που κατέβαιναν ασταμάτητα από κάθε δρόμο.
Οι χιλιάδες άνθρωποι που συνέρρεαν σε μικρά γκρουπ έμοιαζαν να νιώθουν ότι η φυσική τους παρουσία ήταν πιο ηχηρή από οποιοδήποτε σύνθημα θα μπορούσαν να φωνάξουν.
Τα πλήθη που απλώθηκαν μέχρι τη Βουκουρεστίου και την Ιπποκράτους υπογράμμιζαν με την παρουσία τους πως δεν ήταν μια ακόμα διαδήλωση. Ηταν πολλές διαδηλώσεις που λειτουργούσαν σαν μία. Μια διαδήλωση που δεν είναι συγκρίσιμη με κάποια άλλη του παρελθόντος, καθώς αυτό που συντελέστηκε σήμερα ανήκει σε μια άλλη τάξη μεγέθους.

Τα συνθήματα ήταν σποραδικά, τα περισσότερα πανό ήταν μικρά και αυτοσχέδια. Μαζί με τα μικρά πλακάτ με το σύνθημα «Δεν έχω οξυγόνο», αυτό που κυριαρχούσε ήταν μια διάχυτη αίσθηση παρουσίας. Οι χιλιάδες άνθρωποι που συνέρρεαν σε μικρά γκρουπ έμοιαζαν να νιώθουν ότι η φυσική τους παρουσία ήταν πιο ηχηρή από οποιοδήποτε σύνθημα θα μπορούσαν να φωνάξουν.

Ανάμεσά τους οικογένειες με μικρά παιδιά, που καθ’ όλη τη διάρκεια της συγκέντρωσης κρατούσαν τα πλακάτ που είχαν φτιάξει μόνα τους. «Δεν θέλουν να κρύβουν τα πρόσωπά τους, τα έχουν φτιάξει μόνα τους και είναι περήφανα για αυτά», εξηγούσαν οι γονείς στους φωτογράφους που τους ζητούσαν να τα κρατήσουν λίγο πιο ψηλά. Λίγη ώρα αργότερα, κρατώντας ένα αντίστοιχο πλακάτ, με το μήνυμα «Δεν έχω οξυγόνο», η Μαρία Καρυστιανού, πρόεδρος του Συλλόγου Συγγενών των Θυμάτων ανέφερε στην ομιλία της πως «ανακαλύψαμε δυνάμεις που αγνοούσαμε ότι υπάρχουν».

Απευθυνόμενη στη Μάρθη, την 20χρονη κόρη της που έχασε τη ζωή της στο σιδηροδρομικό δυστύχημα, είπε: «Αγαπημένο μου παιδί, δυο χρόνια πέρασαν από εκείνη τη μαύρη νύχτα. Καρδούλα μου, όλοι σήμερα μαζευτήκαμε εδώ για σένα. Για σένα κορίτσι μου και για όσους δεν φτάσατε ποτέ». Ο ήχος από τα μεγάφωνα δεν έφθανε να καλύψει την τεράστια έκταση του πλήθους. Ο κόσμος όμως παρέμενε προσηλωμένος, με το βλέμμα στραμμένο προς την πλατεία.
Ο ήχος από τα μεγάφωνα δεν έφθανε να καλύψει την τεράστια έκταση του πλήθους. Ο κόσμος όμως παρέμενε προσηλωμένος, με το βλέμμα στραμμένο προς την πλατεία.
«Κατέβηκα για την εναέρια φωτογραφία, για να μην υπάρχει ούτε μια κουκκίδα κενή», σχολιάζει η Κατερίνα. Εχει έρθει στην πορεία μαζί με τη μητέρα και τη θεία της. «Είναι η δεύτερη φορά που κατεβαίνουμε σε πορεία. Η πρώτη ήταν πριν λίγες εβδομάδες, πάλι για τα Τέμπη. Να καταλάβουν πια ότι είμαστε πολλοί με λιγότερο φόβο», συμπληρώνουν όλες μαζί.

Δίπλα τους στέκεται η Νατάσα, που έχει συμμετάσχει σε πολλές πορείες στη ζωή της. Οι περισσότερες από αυτές ήταν την περίοδο των πανεκπαιδευτικών συλλαλητηρίων, όταν η ίδια ήταν φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη. «Θυμάμαι πως παίρναμε το βραδινό τρένο, φτάναμε στην Αθήνα ξημερώματα, κατεβαίναμε στη διαδήλωση και την επόμενη μέρα επιστρέφαμε. Είμαι εδώ σήμερα, γιατί θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι στη θέση των 57 νεκρών».

Η Βάγια σχολιάζει ότι διασχίζοντας το Μετς και το Παγκράτι για να φτάσει στη συγκέντρωση έβλεπε γύρω της παρέες με οικογένειες που απαρτίζονταν από παιδιά σε μάρσιπους των γονιών τους, μέχρι παππούδες και γιαγιάδες με μπαστούνια. «Αισθάνομαι πως βγαίνουμε από τον λήθαργο της μετά-covid εποχής και αισθάνομαι μια συγκρατημένη αισιοδοξία για το μέλλον» αναφέρει στην «Κ».
Δεν έχω κατέβει ποτέ σε πορεία και για να είμαι ειλικρινής είμαι 35 χρονών και δεν έχω πάει ποτέ μου να ψηφίσω. Τώρα όμως που είμαι εδώ, τώρα καταλαβαίνω. Εχω συγκινηθεί.
Μια από τις οικογένειες σαν αυτές που περιγράφει η Βάγια είναι και αυτή της Ειρήνης και του Βασίλη, που έχουν έρθει στη διαδήλωση με τους δυο γιους τους, 2 και 6 ετών. Ο Βασίλης αναφέρει πως στην αρχή ήταν διστακτικός. «Η Ειρήνη ήθελε να έρθει με τα παιδιά, εγώ ήμουν αρνητικός. Ο λόγος που ήρθα είναι επειδή φοβήθηκα όμως να τους αφήσω μόνους τους. Δεν έχω κατέβει ποτέ σε πορεία και για να είμαι ειλικρινής είμαι 35 χρονών και δεν έχω πάει ποτέ μου να ψηφίσω. Τώρα όμως που είμαι εδώ, τώρα καταλαβαίνω. Εχω συγκινηθεί».

Πλέον είναι 12:30 και κανένα σύνθημα ακόμα δεν έχει ακουστεί δυνατά, παρά μόνο σποραδικά χειροκροτήματα. Οι ομιλίες έχουν ολοκληρωθεί, από τα μεγάφωνα ακούγεται το «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Ελάχιστοι μουρμουρίζουν τους στίχους, ορισμένοι σηκώνουν τα κινητά τους να καταγράψουν τη στιγμή, μόνο και μόνο για να τα χαμηλώσουν ύστερα από λίγο αμήχανα. Η σιωπή θα σπάσει μισή ώρα αργότερα, όταν θα ακουστεί ένας δυνατός κρότος. Είναι η πρώτη κρότου-λάμψης.

Για λίγη ώρα επικρατεί πανικός. Ορισμένοι διαδηλωτές εγκλωβίζονται στο στενό πέρασμα της Βασιλίσσης Σοφίας μπροστά από τη Βουλή, καθώς το πεζοδρόμιο έχει κλείσει από αστυνομικούς. Γονείς με μικρά παιδιά φωνάζουν και ζητάνε να ανοίξει μια δίοδος, νεαρά παιδιά ψάχνουν να βρουν τους φίλους τους που προπορεύονται, ορισμένοι κλαίνε από τον πανικό τους. Δυο γυναίκες αναρωτιούνται πώς θα βρουν το πούλμαν τους –έχουν έρθει από τη Λάρισα ειδικά για τη διαδήλωση. Οι κρότοι συνεχίζονται, η σιωπή έχει επίσημα διαταραχθεί. Κάποιος αφήνει ένα πλακάτ στο έδαφος που γράφει «Δεν έχω οξυγόνο». Δεν περνάνε παρά λίγα λεπτά όταν ένας άλλος διαδηλωτής το σηκώνει, το τινάζει, και το σηκώνει και πάλι ψηλά στον αέρα.

