Λίγες μέρες πριν από την 27η Ιανουαρίου και οι μνήμες ξυπνάνε. Φέτος, 80 χρόνια μετά την απελευθέρωση του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης Αουσβιτς-Μπίρκεναου, από τον σοβιετικό στρατό (27 Ιανουαρίου 1945), που έχει κηρυχθεί και Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος, έχει προγραμματιστεί μεγάλη εκδήλωση, όπου αναμένεται να παρευρεθούν δεκάδες ηγέτες και αρχηγοί κρατών. Στην εκδήλωση θα μιλήσουν μόνο επιζώντες, και δεν θα ακουστούν πολιτικοί λόγοι ενώ θα παραβρεθούν και απόγονοι Ελληνοεβραίων θυμάτων αλλά και επιζησάντων.
Ανάμεσα στα θύματα της γενοκτονίας συγκαταλέγονται τουλάχιστον 60.000 Ελληνοεβραίοι από τους 73.000 που –σύμφωνα με την απογραφή του 1940– ζούσαν στην κατεχόμενη Ελλάδα. Μερικοί υπήρξαν τυχεροί. Είναι οι ελάχιστοι που επιβίωσαν με τη βοήθεια συμπολιτών, ανωνύμων αλλά και θεσμικά οργανωμένων στην Αντίσταση, της Εκκλησίας και της Αστυνομίας. Σήμερα από αυτούς ζουν ελάχιστοι. Κατάφεραν να κρυφτούν μόνοι ή μαζί με τους γονείς τους και δεν «έφυγαν» για το ταξίδι του θανάτου στο Αουσβιτς. Εζησαν και διηγούνται ακόμη την ιστορία τους.

Εμμα Μορντώ-Μέκιου
«Εχω μια ευχή, τέτοιες θηριωδίες να μη γίνουν ποτέ ξανά»
Στο σπίτι της κυρίας Εμμας Μορντώ-Μέκιου στο κέντρο της Αθήνας, πραγματοποιεί κανείς ένα ταξίδι στον χρόνο. Μας περιμένει στο σαλόνι της, με το άλμπουμ ξεδιπλωμένο στην αγκαλιά της. «Να, αυτές τις φωτογραφίες να πάρετε. Ολοι αυτοί χάθηκαν, δεν ζουν πια, έφυγαν στο Αουσβιτς» λέει με βαριά καρδιά.
«Το πατρικό μου είναι Μορντώ. Η καταγωγή των γονιών μου ήταν από τη Θεσσαλονίκη. Ο μπαμπάς μου ήταν ο Ζακ Μορντώ και η μητέρα μου η Λόρα Μοδιάνο. Ο πόλεμος τους βρήκε στη Θεσσαλονίκη, γιατί εκεί έμεναν αλλά και επειδή έχοντας ιταλική υποκοότητα είχαν κάποια προστασία. Οταν όμως έγινε η συνθηκολόγηση, το πρόβλημα μεγάλωσε και έτσι αποφάσισαν να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα» συνεχίζει.

«Αν δεν είχες χαρτιά με χριστιανικό όνομα σε έπαιρναν και έφευγε το κομβόι για τα στρατόπεδα. Πολλοί από την οικογένειά μας χάθηκαν. Ετσι έφυγε και η γιαγιά μου, Μοσερί στο όνομα, μεγάλη οικογένεια της Θεσσαλονίκης.
»Η άλλη μου γιαγιά, Μορντώ στο επίθετο, η μητέρα του πατέρα μου, κι αυτή έφυγε στα τρένα. Και μαζί έφυγαν και ο αδελφός του πατέρα μου, η γυναίκα του και ένα μωράκι που είχαν. Οι δικοί μου ήταν πιο θαρραλέοι. Δεν περίμεναν. Ο μπαμπάς ήθελε να είναι μακριά από τους υπόλοιπους. Μακριά από το γκέτο, όπου είχαν βάλει όλους τους Εβραίους. Είπε στη μητέρα μου: “Τώρα είσαι παντρεμένη, θα έρθεις μαζί μου”. Ετσι και έγινε και ουσιαστικά την έσωσε. Γιατί η μητέρα μου δύο φορές ανέβηκε στο τρένο να φύγει, και δεν έφυγε».

Η γιαγιά της κυρίας Μορντώ-Μέκιου, Σουχούλα Μορντώ, έφυγε «στα τρένα» και χάθηκε στο Αουσβιτς.
Οι γονείς της κυρίας Μορντώ-Μέκιου ήταν από τους τυχερούς. Παρόλο που δεν γνώριζαν κανέναν στην πρωτεύουσα, κατόρθωσαν να κρυφτούν και να επιβιώσουν.
«Εδώ στην Αθήνα, δεν ήξεραν κανέναν. Τυχαία χτυπάνε μια πόρτα σε έναν οίκο ανοχής και πλάσανε μια ιστορία. Ελεγαν πως ήταν ερωτευμένοι και ότι τους κυνηγούσε ο αδελφός της μητέρας μου. Και η κυρία του οίκου ανοχής δεν είπε τίποτα. Καταρχάς τους πλήρωσαν γι’ αυτό. Εμειναν εκεί για περίπου 15 μέρες και μετά βρήκαν ένα σπίτι. Κατέβηκε στην Αθήνα και ο παππούς μου εν τω μεταξύ με το ιταλικό τρένο».
Οπως διηγείται η κυρία Μορντώ-Μέκιου στην «Κ», οι γονείς της πλήρωσαν και απέκτησαν ταυτότητες με χριστιανικά ονόματα. «Χρυσάνθη και Χρήστος Μαρκόπουλος. Και μπορούσαν και κυκλοφορούσαν, με φόβο ψυχής βέβαια, γιατί η μαμά δεν μιλούσε καλά ελληνικά. Και ο μπαμπάς έλεγε πάντα ότι έχει ερωτευθεί μια Ιταλίδα και ο Ιταλός αδελφός τους κυνηγάει» συνεχίζει.
Μια μέρα ένα φορτηγό με ναζί έπιασαν τον παππού μου. Η μητέρα μου ήταν έτοιμη να ορμήσει, να πάει και αυτή μαζί του. Ο πατέρας μου τη συγκράτησε
«Σήμερα μπορώ και γελάω και λίγο με την ιστορία» ομολογεί. «Αλλά μια μέρα ένα φορτηγό με ναζί έπιασαν τον παππού μου. Η μητέρα μου ήταν έτοιμη να ορμήσει, να πάει και αυτή μαζί του. Ο πατέρας μου τη συγκράτησε. Σκέφτηκε όμως πως κάποιος τους είχε προδώσει και άρχισαν να περιπλανώνται στην Αθήνα. Επειτα βρήκαν καταφύγιο σε έναν άλλον οίκο ανοχής όπου παρέμειναν για έναν μήνα περίπου».
Ο παππούς της Εμμας, Ντανιέλ Μοδιάνο, συνελήφθη από τους Γερμανούς στην Αθήνα και στάλθηκε στο Αουσβιτς από όπου δεν επέστρεψε ποτέ.
Σύντομα, όμως, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Αρχές του 1944 η μητέρα της έμεινε έγκυος. «Και αυτό ήταν ένα πρόβλημα. Kατάφεραν με τον πατέρα μου να μείνουν κρυμμένοι, αλλά έπρεπε να γεννήσει κάπου. Είχαν γνωρίσει έναν γυναικολόγο που κοίταζε τις κοπέλες στον οίκο ανοχής. Εκείνος είχε μια κλινική στην οδό Σόλωνος. Και κλείσανε ένα όροφο ολόκληρο της κλινικής, με αμοιβή. Αυτός δεν ρώτησε τίποτα αν είναι Εβραίοι ή όχι, αλλά πρέπει να το είχε καταλάβει. Και μείνανε εκεί σχεδόν δυο μήνες. Μια σκάφη έγινε το κρεβατάκι μου απ’ ό,τι μου είπανε. Μου έκλειναν το στόμα για να κάνω ησυχία. Δεν θυμάμαι βέβαια, αλλά ξέρω πόσο δύσκολα ήταν μετά τα παιδικά μου χρόνια. Δεν μιλούσα ή μιλούσα πολύ λίγο. Δεν έτρωγα» θυμάται με λύπη.
«Τι κρατάει η μνήμη; Οι γονείς μου έλεγαν την ιστορία με διαφορετικό τρόπο. Μπορεί η μητέρα μου να θεωρούσε ότι δεν είχε να φάει και έπρεπε να θηλάσει. Μπορεί ο πατέρας μου να θυμόταν κάτι άλλο. Και τα πρώτα χρόνια στις γιορτές κλαίγανε διαρκώς. Οταν γύρισαν όλοι από τα στρατόπεδα, πίστεψαν ότι θα γύριζαν και οι δικοί τους. Αλλά δυστυχώς δεν γύρισε κανείς, εκτός από την αδερφή της μητέρας μου με τον άντρα της και το παιδί της».

«Μετά οι γονείς μου απέκτησαν ένα δεύτερο παιδί, την αδελφή μου. Αρχισε το πένθος να σβήνει. Και μετά ήρθε και ένα τρίτο παιδί, ο αδελφός μου. Και τότε γίναμε πραγματικά οικογένεια και εγώ το ξεπέρασα. Μπορώ να πω ότι με τον ερχομό της αδελφούλας μου πήρα τα πάνω μου σιγά σιγά και άλλαξα και εγώ. Σήμερα λέω την ιστορία αυτή ξανά και ξανά. Σε εσάς, σε μαθητές σε σχολεία, όπου με καλούν. Και το μόνο που εύχομαι είναι τέτοιες θηριωδίες να μη γίνουν ποτέ ξανά. Ποτέ ξανά».

Βενιαμίν Αλμπάλας
«Το τραύμα εξακολουθεί να είναι μεγάλο. Οφείλουμε να μην ξεχνάμε».
Ο κύριος Βενιαμίν Αλμπάλας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937 στα Ανω Πετράλωνα. «Πίσω από την εκκλησία των Τριών Ιεραρχών» λέει στην «Κ» ένα πρωί στο σπίτι του στο Μαρούσι. Μας τρατάρει εργολάβους και σοκολατάκια στο σαλόνι του που είναι γεμάτο οικογενειακές φωτογραφίες.
«Το 1943, όταν άρχισε ο διωγμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, ο πατέρας μου, Ιάκωβος, μικροέμπορος, συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά». Αργότερα μάθανε πως στις 15 Μαρτίου του 1943 έφυγαν τα 39 τρένα από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό το Αουσβιτς.
Ο πατέρας του κύριου Βενιαμίν αμέσως κινητοποιήθηκε προκειμένου να κρυφτούν. Με τη βοήθεια του γιατρού της οικογένειας, Πάνου Μαχαίρα, ο οποίος ήταν γιατρός πολλών εβραϊκών οικογενειών στην περιοχή των Πετραλώνων και του Θησείου, αλλά και μέλος της ΕΔΕΣ, μετακόμισαν στη Δάφνη. «Με τη βοήθεια της αστυνομίας και της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, οι γονείς μου άλλαξαν ονόματα. Πήραν καινούργιες ταυτότητες και η οικογένεια μετονομάστηκε σε οικογένεια Ορέστη Δόνη. Εγώ ήμουν ο Κώστας Δόνης. Η μητέρα μου Σταυρούλα Δόνου και η νονά μου, η γιαγιά μου έγινε Μαρία Δόνου» θυμάται συγκινημένος.

«Σε ένα κάρο με άλογα, φορτώσαμε τα αναγκαία υπάρχοντα και πήγαμε σε ένα σπίτι στη Δάφνη» λέει στην «Κ». «Επρεπε τότε να ενεργοποιηθεί το σύστημα, το δίκτυο του φίλου μας, του Πάνου του Μαχαίρα, του γιατρού, ώστε να παίρνουν χρυσαφικά από τη μάνα της μητέρας μου, να τα πηγαίνουν στην Αθηνά και να τα πουλάνε. Και φέρνανε τρόφιμα για να επιβιώσουμε τους 20 μήνες που διήρκεσε η απομόνωσή μας. Εγώ δεν έβγαινα έξω καθόλου. Δεν με άφηναν οι γονείς μου να βγω έξω να παίξω με τα παιδιά, διότι φοβόντουσαν ότι λόγω της ηλικίας μου θα πρόδιδα το αληθινό μου όνομα» συνεχίζει.
Επρεπε να κρατήσουν τα προσχήματα. Ο πατέρας του κάθε πρωί έδειχνε ότι φεύγει για δουλειά για να μην προκαλεί την υποψία των περιοίκων. «Μαζί μας έμενε και η γιαγιά μου, η οποία ήταν πολύ μεγάλη σε ηλικία. Η αγωνία του πατέρα μου και της μητέρας μου ήταν ότι αν αρρωστήσει και πεθάνει η γιαγιά μου, πού θα τη θάψουν. Ευτυχώς, χάρη στη φροντίδα της μητέρας μου και του πατέρα μου, τα κατάφερε».
Στις 24 Μαρτίου του 1944, στη Συναγωγή στο Θησείο, πιάστηκαν οι Εβραίοι της Αθήνας. Και μετά οι ναζί πήγαν στα σπίτια για να πιάσουν και τους υπόλοιπους
Η μέρα που όλοι φοβόντουσαν εν τω μεταξύ ήρθε. Το μπλόκο στην Αθήνα έλαβε χώρα στις 24 Μαρτίου του 1944, στην Εβραϊκή Συναγωγή στο Θησείο, έναν χρόνο μετά τον διωγμό στη Θεσσαλονίκη, «Εκεί πιάστηκαν οι Εβραίοι της Αθήνας. Και μετά οι ναζί πήγαν στα σπίτια για να πιάσουν και τους υπόλοιπους. Οσοι είχαν μείνει συνελήφθησαν. Τους 800-900 Εβραίους τους πήγαν αρχικά στο Χαϊδάρι. Και από το Χαϊδάρι ενώθηκαν με Εβραίους από άλλες κοινότητες, από τη Ρόδο, από την Κω, από τη Λάρισα, από τα Γιάννενα και τους έστειλαν στο Αουσβιτς. Ευτυχώς από την οικογένειά μου δεν είχαμε μεγάλες απώλειες, παρά μόνο τους γονείς της μητέρας μου, τους οποίους έστειλαν στο στρατόπεδο θανάτου και μετά χάθηκαν. Δεν τους ξαναείδαμε ποτέ» αφηγείται ο κύριος Αλμπάλας.

«Μετά την απελευθέρωση γυρίσαμε στα Πετράλωνα, και βρήκαμε το παλιό μας σπίτι. Εκεί πληροφορηθήκαμε ότι είχαν πάει από την Γκεστάπο και ρωτούσαν ξανά και ξανά τους γειτόνους, εάν ξέρουν πού είναι η οικογένεια. Δεν είχαμε πει σε κανέναν πού ήμασταν. Ούτε στα αδέρφια της μητέρας μου και του πατέρα μου. Για λόγους ασφαλείας. Ο γιατρός που μας έσωσε έμεινε φίλος για μια ζωή. Εφυγε από τη ζωή πριν από περίπου δέκα χρόνια. Πήγαινα και τον έβλεπα συχνά. Οταν έχασα τον δικό μου πατέρα, τον ένιωθα σαν πατέρα μου, όπως καταλαβαίνετε» λέει .
«Εχω πάει πολλές φορές στο Αουσβιτς. Αν δεν επισκεφθεί κανείς το στρατόπεδο, δεν μπορεί να καταλάβει αυτό το συναίσθημα του να βρίσκεσαι στο σημείο όπου περίπου ένα εκατομμύριο Εβραίοι, ομοφυλόφιλοι και κομμουνιστές έχασαν τη ζωή τους. Με τον γνωστό μαρτυρικό τρόπο, με την ταλαιπωρία, με τον πόνο και οπωσδήποτε με τη θανάτωση στους θαλάμους αερίων. Οταν βρίσκεσαι στα κρεματόρια όπου καίγανε τα πτώματα, τότε το νιώθεις. Το τραύμα εξακολουθεί να είναι μεγάλο. Οφείλουμε να μην ξεχνάμε».

