Από το πιο ακριτικό της σημείο μέχρι τον πυκνό αστικό ιστό, η Ελλάδα έχει ζυμωθεί στα καφενεία. Εκεί συζητάει, εκεί πίνει και τρώει με τρόπο που ο χρόνος για λίγο κυλάει πιο αργά, εκεί συναντά μα και στοχάζεται μοναχικά, εκεί… ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις.
Την «ψυχή» του ελληνικού καφενείου με έναν τρόπο αγαπούν και εκείνοι που το αφήνουν στην άκρη για κάτι πιο σύγχρονο. Δίπλα στα wine bars και στα concept stores, φυτρώνουν συνεχώς γαστροκαφενεία και γαστροκουτούκια που δεν αποτελούν παρά εκμοντερνισμένες εκδοχές… του «ορθόδοξου» καφενείου. Οι βασικοί κώδικες παραμένουν οι ίδιοι.
Τι απογίνεται όμως το παραδοσιακό ελληνικό καφενείο; Οι περισσότεροι θα πουν πως στο κολάζ μιας πόλης –γιατί το χωριό είναι μια άλλη ιστορία– παραμένει ένα κομμάτι «σκονισμένο», όπου οι τελευταίες γενιές που το έζησαν «στα ντουζένια του» και μόνο συνεχίζουν να δίνουν το «παρών». Μια αλήθεια εν μέρει, που όμως έχει και τον αντίλογό της.

Νέο-παλιό καφενείο για ηλικίες από 30 μέχρι 100
Στα πέριξ του λιμανιού, πολλά θυμίζουν ακόμα έναν παλιό Πειραιά, θορυβώδη, χαοτικό, μα και αφτιασίδωτα αυθεντικό. Σε μια στοά επί της Γούναρη η Ελευθέρα Πολιτεία μοιάζει ένα καφενείο βγαλμένο από τα παλιά. Και όμως, η Βασιλική Χαρίτου αποφάσισε να το ανοίξει πριν από 15 χρόνια, με την τότε συνεργάτιδά της.
«Ηταν μια εύκολη απόφαση συγκριτικά με το να έφτιαχνα κάτι πιο μοντέρνο που θα κόστιζε και πιο πολύ», λέει. Ηθελε να ανοίξει ένα στέκι στο οποίο θα έρχεται ο κόσμος ξανά και ξανά και όχι ένα μαγαζί που θα φάει και θα πιει κάποιος περαστικός. Ο χώρος είναι απλός. Ξύλινα τραπέζια, ελάχιστον ντεκόρ και ένας κατάλογος με τα απαραίτητα: καφές, μπύρα, κρασί και μεζεδάκια όπως θα τα τρώγαμε και στο σπίτι μας.
ΟΣΟ ΠΕΡΝΑΕΙ Η ΜΕΡΑ, ΟΙ ΗΛΙΚΙΕΣ ΠΕΦΤΟΥΝ. ΟΙ ΘΑΜΩΝΕΣ ΞΕΚΙΝΑΝΕ ΑΠΟ 30 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΦΤΑΝΟΥΝ ΤΑ 100.
Τα πράγματα πήγαν καλά εξαρχής για την Ελευθέρα Πολιτεία. Το ότι ήταν ικαριώτικο καφενείο έπαιξε και αυτό τον ρόλο του. «Οι Ικαριώτες θα πάνε στον δικό τους χώρο», λέει η ιδιοκτήτρια, όπως και οι περισσότεροι νησιώτες. Κατά τ’ άλλα, το καφενείο δουλεύει με άτυπες «ζώνες» ως προς τους θαμώνες του. «Το πρωί θα έρθουν μεγάλες ηλικίες, από 80 και πάνω για καφέ ή κάνα ουζάκι. Και όσο περνάει η μέρα, οι ηλικίες πέφτουν. Προς το μεσημέρι θα έρθουν εξηντάρηδες, λίγο πιο μετά και σαραντάρηδες που κάνουν διάλειμμα από τη δουλειά τους, ενώ προς το βραδάκι μπαίνουν στο μαγαζί και πιο νέοι, ειδικά όταν έχουμε live μουσική. Οι θαμώνες ξεκινάνε λοιπόν από 30 και φτάνουν τα 100», λέει η Βασιλική Χαρίτου.
Παρότι στην Ελευθέρα Πολιτεία τα πράγματα κυλούν «όπως παλιά», δεν είναι πως αυτή τη δεκαπενταετία ο Πειραιάς δεν έχει υποστεί αλλαγές, που ανοίγουν ακόμα περισσότερο την ψαλίδα ανάμεσα στο παλιό και το νέο, με έναν κάποιο αντίκτυπο και στο καφενείο. «Η περιοχή εδώ γύρω είχε πολλά μικρομάγαζα αλλά και τράπεζες και ερχόταν και από εκεί κόσμος στο μαγαζί. Αυτά σταδιακά άρχισαν να κλείνουν και πλέον όλα γίνονται ξενοδοχεία. Αυτός ο κόσμος όμως δεν θα έρθει εδώ», παρατηρεί με μια κάποια πικρία η ιδιοκτήτρια.

Το καφενείο ως θεατρική σκηνή
Τέτοιες σκέψεις γύρω από τον υπερτουρισμό, το gentrification και την επέλαση του Airbnb απασχολούν τα τελευταία χρόνια τη Βαλεντίνα Παπαδημητράκη και τη Σοφία Λιάκου, και οι δυο τους μέλη της ομάδας του Θεάτρου του Παπουτσιού Πάνω στο Δέντρο.
Ετσι προέκυψε η ιδέα και η ανάγκη να κάνουν ένα θεατρικό κείμενο επίκαιρο για όλα όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια σε πόλεις σαν την Αθήνα. Και εγένετο «Η Σκιά της Μύγας» που έγραψε η Βαλεντίνα Παπαδημητράκη, με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λιάκου, συν έναν βουβό ρόλο του Τάσου Καρακύκλα, που ανέλαβε και τη σκηνοθεσία.
«Επειδή όμως είναι κάτι που αφορά το τώρα, θέλαμε να πάμε να βρούμε εμείς τον κόσμο και όχι να περιμένουμε να έρθει αυτός σε μια θεατρική αίθουσα», εξηγεί η Βαλεντίνα Παπαδημητράκη, για την απόφασή τους να ψάξουν παραδοσιακά καφενεία και να παίξουν στον φυσικό αυτό χώρο την παράσταση, να κάνουν τη σάλα του καφενείου και σκηνή και πλατεία.
Επειδή είναι κάτι που αφορά το τώρα, θέλαμε να πάμε να βρούμε εμείς τον κόσμο και όχι να περιμένουμε να έρθει αυτός σε μια θεατρική αίθουσα.
Η ιδέα άρεσε και στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, που συμπεριέλαβε την παράσταση στις δράσεις εκτός θεάτρου στο πρόγραμμά του και από πέρυσι «Η Σκιά της Μύγας» γυρνάει τα παραδοσιακά καφενεία. Ως τώρα έχει παρουσιαστεί στο Μεθύστερον στη Δραπετσώνα, στο Παράταιρο στον Κορυδαλλό και τώρα στην Ελευθέρα Πολιτεία στον Πειραιά (το σίγουρο είναι ότι τα καφενεία δεν ξεμένουν από εμπνευσμένα ονόματα).

Μια ώρα πριν από την παράσταση μόνο ένα τραπέζι είναι γεμάτο με μια γυναικεία παρέα που εκμεταλλεύεται αυτόν τον χρόνο για να τσιμπήσει κάτι. Σταδιακά καμιά καρέκλα δεν μένει άδεια. «Το ωραίο είναι πως στην παράσταση έρχεται και κόσμος του θεάτρου αλλά και άνθρωποι των καφενείων που δεν θα έρχονταν αλλιώς», εξηγεί η δημιουργός του έργου. Από ό,τι λέει η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, αυτή τη βραδιά το κατώφλι της Ελευθέρας Πολιτείας περνούν μόνο νέα πρόσωπα, «γενικά η παράσταση έχει φέρει νέο κόσμο στο μαγαζί που δεν ερχόταν».
Η ηρωίδα του έργου έχει γίνει και αυτή μια τουρίστρια της ίδιας της ζωής, κάθε κράτηση του σπιτιού της στην πλατφόρμα συνεπάγεται μια δική της κάπου αλλού.
Για την ηρωίδα του έργου, το φευγαλέο είναι αρετή. Μένει πάνω από το καφενείο –που στο κείμενο είναι γεμάτο με Φινλανδούς τουρίστες που ετοιμάζονται να πάνε στο Σούνιο– και περιμένει τους Ιταλούς που θα έρθουν να μείνουν στο σπίτι της. Το έχει κάνει Airbnb πέρα από ένα δωμάτιο που κρατά για τον εαυτό της. Την ακούμε να μονολογεί πίνοντας μια λεμονάδα, λίγο πριν φύγει για τη Βιέννη. Εχει γίνει και αυτή μια τουρίστρια της ίδιας της ζωής, κάθε κράτηση του σπιτιού της στην πλατφόρμα συνεπάγεται μια δική της κάπου αλλού.

Σε όλον αυτό τον κυκεώνα σκέψεων και λέξεών της –που ο καφετζής της παράστασης παρακολουθεί στωικά, χωρίς να επεμβαίνει– το καφενείο παραμένει μια πυξίδα αυθεντικότητας, το μόνο κομμάτι που δεν αλλοιώνεται σε αυτή τη νέα, γυαλιστερή πραγματικότητα. Είναι δομικό στοιχείο του έργου και με έναν τρόπο, κάθε φορά το μεταμορφώνει και λίγο. «Αλλάζει λίγο η σκηνοθεσία και η δυναμική, ανάλογα με τον χώρο που παίζουμε», θα πει ο Τάσος Καρακύκλας. Το καφενείο ως θεατρικό σανίδι είναι μια συνθήκη στην οποία και οι ηθοποιοί και οι θεατές είναι πιο εκτεθειμένοι και αυτό η Σοφία Λιάκου φροντίζει να το εκμεταλλεύεται. «Μου αρέσει όταν πιάνω εξαπίνης τους θεατές και αυτοί πιάνουν με κάποιο τρόπο το νήμα από εμένα και το συνεχίζουν αυτό», είπε λίγο πριν μπει στον ρόλο και αρχίσει να απευθύνεται σε κάθε θαμώνα του καφενείου.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΧΩΡΙΟ ΟΥΤΕ ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟ. ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΖΩΝΤΑΝΟ.
Δεν αλλάζει μόνο τη «Σκιά της Μύγας» το καφενείο, αλλά με έναν τρόπο αλλάζει και τον ίδιο του τον εαυτό. Φαίνεται πως, αυτά που έχουμε στο μυαλό μας ως στέκια των παππούδων μας, βρίσκουν τρόπους να ανανεώνονται και να επαναπροσδιορίζονται. «Παρόλο που ο γιος μου βγαίνει σε άλλα μαγαζιά, όταν του είπα ότι θα έρθω εδώ σε μια παράσταση μου είπε: “Α, στο ικαριώτικο θα πας; Το ξέρω”», λέει μια γυναίκα από το κοινό, που έχει έρθει με τρεις άλλες φίλες της. Αυτό που τις ιντρίγκαρε, όπως λένε, είναι ότι η παράσταση γίνεται μέσα σε καφενείο. «Δεν υπάρχει ούτε χωριό ούτε πόλη χωρίς καφενείο. Επιβάλλεται να μείνει ζωντανό», λέει η μία τους. Μετά το χειροκρότημα της τελευταίας υπόκλισης σηκώνουν και πάλι χέρι για παραγγελία, γιατί ένα κρασάκι πάντα τραβιέται στο καφενείο.

Η παράσταση «Η Σκιά της Μύγας» παίζεται κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στις 20:30 στο καφενείο Ελευθέρα Πολιτεία στον Πειραιά, μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου.

