Η καθημερινότητα των Ρομά γυναικών παραμένει μια ιστορία αθέατη, που συχνά χάνεται πίσω από στερεότυπα και προκαταλήψεις. Για να αναδείξει αυτές τις ζωές, η «Κ» επισκέφθηκε τον καταυλισμό του Γέρακα, έναν τόπο όπου τα σύνορα ανάμεσα στον αστικό ιστό και στα παραπήγματα των Ρομά είναι δύσκολο να χαρτογραφηθούν.
Εκεί, συνάντησε γυναίκες που παλεύουν καθημερινά να καλύψουν βασικές ανάγκες, να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους και να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο. Ανάμεσα σε αυτοσχέδιες κατασκευές και χώρους που αποπνέουν μια αίσθηση προσωρινότητας, μας υποδέχθηκαν στα σπίτια τους και μίλησαν με ειλικρίνεια για τη ζωή τους. Καμία πόρτα δεν έκλεισε πίσω μας, όλες οι συζητήσεις, ακόμα και οι πιο άβολες, έγιναν σε κοινή θέα, ενισχύοντας την αίσθηση της έλλειψης ιδιωτικότητας που συνοδεύει την καθημερινότητά τους.
«Πότε θα ξανάρθετε;» ρώτησε η Παναγιώτα την ώρα που τη χαιρετούσαμε. Ηταν η μόνη που έμεινε να βλέπει το αυτοκίνητό μας να απομακρύνεται. Η Χριστίνα είχε ήδη γυρίσει την πλάτη της, αν και 19 χρόνων έχει τρία παιδιά, που όση ώρα μιλούσαμε διεκδικούσαν την προσοχή της. Παρόμοιο είναι και το καθήκον της Μαρίας, που διανύει τη δεκαετία των 30 και έχει ήδη ένα εγγόνι να φροντίσει.

Ταυτόχρονα, η «Κ» συνομίλησε και με γυναίκες που έχουν επιλέξει να ενταχθούν στον κοινωνικό ιστό, ξεπερνώντας περιορισμούς και προκαταλήψεις, ζώντας εκτός καταυλισμών, σε διαμερίσματα. «Ζω όπως οι μπαλαμέ, γιατί οι Ρομά κάνουν πολλή φασαρία», δικαιολογήθηκε γελώντας η Μαρία Πολύζου. Οι ιστορίες των γυναικών Ρομά κάνουν ακόμα περισσότερη.
«Κορίτσι που πηγαίνει Λύκειο έχει μπλέξει με μπαλαμό»

Η Χριστίνα Νικολάου είναι 19 χρόνων. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον καταυλισμό του Γέρακα, όπου μένει μέχρι σήμερα. «Ηθελα να τελειώσω το σχολείο, αλλά οι γονείς μου έλεγαν “καλά, δεν σκέφτεσαι τι θα πει ο κόσμος;”. Κορίτσι που πηγαίνει Λύκειο σημαίνει στο μυαλό τους πως έχει μπλέξει με κάποιον μπαλαμό, κατάλαβες; Τον πατέρα μου δεν θα τον πείραζε τόσο, αλλά η μητέρα μου ήταν κάθετη. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου όμως τελείωσε όχι μόνο το Λύκειο, αλλά και το Πανεπιστήμιο».
Οπως διηγείται στην «Κ», αφού άφησε το σχολείο στο Γυμνάσιο, ζήτησε από τους γονείς της να τη στείλουν σε μια σχολή αισθητικής, ώστε να μπορέσει μελλοντικά να εργαστεί. «Πήγα, πληρώσαμε τα δίδακτρα του πρώτο τριμήνου, μετά όμως δεν υπήρχαν τα χρήματα για να συνεχίσω».

Στον καταυλισμό ζουν σήμερα γύρω στα 200 άτομα και, όπως εξηγεί η Χριστίνα, κορίτσια και αγόρια γνωρίζονται από μικρά μεταξύ τους. «Είχα αρραβωνιαστεί μια φορά όταν ήμουν γύρω στα 13, η σχέση αυτή όμως δεν προχώρησε. Οταν μου έκαναν προξενιό με τον άντρα μου, ήξερα πως αυτόν θα τον παντρευτώ».
Δεν είναι πως περνάμε άσχημα εδώ, απλά θα ήθελα τα παιδιά μου να μη ζουν όπως εμείς, μέσα στις λάσπες. Το αν θα παντρευτούν Ρομά ή όχι με αφήνει αδιάφορη.
Σήμερα έχει τρία παιδιά και το όνειρό της για αυτά είναι όταν μεγαλώσουν να φύγουν από τον καταυλισμό. «Δεν είναι πως περνάμε άσχημα εδώ, απλά θα ήθελα να μη ζουν όπως εμείς, μέσα στις λάσπες. Το αν θα παντρευτούν ή όχι Ρομά με αφήνει αδιάφορη». Το μικρότερο παιδί της είναι μόλις λίγων μηνών, οπότε έχει σταματήσει προσωρινά τη δουλειά της. Οπως διηγείται, περνάνε ολόκληρες εβδομάδες που δεν φεύγει από τα όρια του καταυλισμού. «Πριν γεννήσω δούλευα σαν καθαρίστρια σε μια μεγάλη εταιρεία. Ανυπομονώ να επιστρέψω, προχθές πήρα πάλι τηλέφωνο το αφεντικό μου και γελούσε, μου είπε πως σε έναν μήνα θα μπορέσω να γυρίσω».
«Σήμερα παντρεύεσαι. Θα γίνει ο γάμος και παίζεις ξανά από αύριο»

Η Παναγιώτα δεν ξέρει πόσων χρόνων είναι. Πιθανολογεί πως είναι γύρω στα 60. Μεγάλωσε σε καταυλισμό στην Καλογρέζα. Ο πατέρας της έφτιαχνε ψάθινες καρέκλες και η μητέρα της κατέβαινε στο κέντρο της Αθήνας και ζητιάνευε. Ούτε η Παναγιώτα ούτε οι αδελφές της πήγαιναν σχολείο, ντρέπονταν όμως να πάνε για «δουλειά» μαζί με τη μητέρα τους.
«Ημουν ακόμα κοριτσάκι, όταν μου ανακοίνωσαν πως θα παντρευτώ. Θυμάμαι τη μέρα του γάμου μου ότι έλεγα στη μητέρα μου πως θέλω να βγω έξω να παίξω και εκείνη μου είπε “δεν γίνεται, σήμερα παντρεύεσαι. Θα γίνει ο γάμος και παίζεις ξανά από αύριο”. Η Παναγιώτα ακολούθησε τον άντρα της στο δικό του σπίτι, έζησε μαζί με την οικογένειά του και κάποια στιγμή μετακόμισαν στον Γέρακα.

«Ηθελα να δουλεύω και να βγάζω τα δικά μου χρήματα, έπρεπε όμως να κρατάω το σπίτι σε τάξη, καθαρό. Ο άντρας μου δούλευε στη λαϊκή κι εγώ έμενα στο σπίτι να μεγαλώνω τα παιδιά. Ολα περνούσαν από το δικό του χέρι», αφηγείται.
Με ρωτάνε καμία φορά αν ξέρω να λέω τη μοίρα ή τον καφέ.Δεν κάνω τίποτα από αυτά, ούτε γνωρίζω και καμία τσιγγάνα που να ξέρει.
Εδώ και λίγους μήνες η Παναγιώτα ζει μόνη της. Ο άντρας της πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς. «Τα παιδιά έχουν τραβήξει τον δικό τους δρόμο. Αρχισα να κάνω αυτό που έκανε και η μάνα μου. Στέκομαι έξω από ένα σούπερ μάρκετ και ζητάω βοήθεια. Με ρωτάνε καμία φορά αν ξέρω να λέω τη μοίρα ή τον καφέ. Δεν κάνω τίποτα από αυτά, ούτε γνωρίζω και καμία τσιγγάνα που να ξέρει».
«Διαψεύστηκαν όλοι τους»

Η Μαρία Στάθη δεν γεννήθηκε τσιγγάνα. Θυμάται όμως πως οι φίλοι της παιδικής της ηλικίας ήταν τα παιδιά των Ρομά που φοιτούσαν μαζί της στο δημοτικό σχολείο στον Πειραιά. «Ηταν ίσως και αναμενόμενο πως θα ερωτευόμουν τελικά τσιγγάνο», λέει.
«Τότε ήμουν 16 χρόνων και, επειδή ούτε οι δικοί μου γονείς αλλά ούτε και του Χρήστου ενέκριναν τη σχέση μας, αποφασίσαμε να κλεφτούμε. Είπα στη μητέρα μου πως δήθεν θα συναντούσα μια φίλη μου και έτσι το έσκασα από το σπίτι. Πήγαμε αρχικά και μείναμε μαζί με την αδελφή του Χρήστου. Οι γονείς μας σιγά σιγά το αποδέχτηκαν».
Θέλω τα παιδιά μου να καταφέρουν κάτι περισσότερο από όσα καταφέραμε εμείς. Ο γιος μου είναι 16 χρόνων, έχει ήδη μια κόρη και η γυναίκα του περιμένει δίδυμα. Το σχολείο όμως δεν θα το σταματήσει, θα το τελειώσει.
Ο φόβος του πατέρα της ήταν ότι ο αγαπημένος της κόρης του τής έλεγε ψέματα και πως θα ήταν ήδη παντρεμένος με παιδιά. Αντιστοίχως, οι γονείς του άντρα της πίστευαν ότι η Μαρία δεν θα άντεχε τη ζωή στον καταυλισμό και πως σύντομα θα έφευγε. «Διαψεύστηκαν όλοι τους. Φτιάξαμε τη δική μας ζωή. Τώρα είμαι 34 ετών. Πριν από λίγα χρόνια επέστρεψα στο σχολείο, ώστε να πάρω το απολυτήριο του γυμνασίου».
Τα παιδιά της επίσης πηγαίνουν σχολείο και αυτός είναι ο μόνος κανόνας που η Μαρία δεν διαπραγματεύεται. «Θέλω να καταφέρουν κάτι περισσότερο από όσα καταφέραμε εμείς. Ο γιος μου είναι 16 χρόνων, έχει ήδη μια κόρη και η γυναίκα του περιμένει δίδυμα. Το σχολείο όμως δεν θα το σταματήσει, θα το τελειώσει».
Οι γυναίκες Ρομά που βγήκαν από τους καταυλισμούς

Η Αρτεμις Μηνά μεγάλωσε με την οικογένεια της στη Χίο. Σχολείο πήγε μέχρι τη Β’ Δημοτικού. Οταν έγινε 15 χρόνων ήρθε μαζί με τους γονείς και τα δύο αδέλφια της στην Αθήνα, στην Αγία Βαρβάρα. Οσοι τη θυμούνται από εκείνα τα χρόνια διηγούνται πως ήταν το πιο όμορφο κορίτσι της φυλής.
«Στην αρχή δεν είχα καθόλου φίλους στην Αθήνα. Αρχισαν όμως να με προσεγγίζουν διάφοροι, κυρίως άντρες. Εναν χρόνο αργότερα, μου έκαναν προξενιό με ένα παιδί από τη γειτονιά. Εμένα δεν μου άρεσε και προσπαθούσα να τον αποφύγω». Η Αρτεμις διηγείται πως ένα βράδυ βγήκε μαζί του και από το αλκοόλ που ήπιε μέθυσε. Τον ακολούθησε στο ξενοδοχείο που της ζήτησε να πάνε, με αποτέλεσμα το επόμενο πρωί να μην έχει άλλη επιλογή. «Επρεπε να τον παντρευτώ, εκείνα τα χρόνια ένα κορίτσι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά».
Δουλεύω ως καθαρίστρια και έτσι συντηρώ το σπίτι μας στον Κορυδαλλό. Τα παιδιά μου έχουν κάνει τη δική τους ζωή, πλέον έχω και εγγόνια αλλά και δισέγγονα. Η κόρη μου πήρε δικό μας παιδί, Ρομά. Ο γιος μου όμως όχι.
Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά. Η ίδια όμως ένιωθε εγκλωβισμένη σε έναν γάμο που δεν την κάλυπτε συναισθηματικά, ούτε όμως και πρακτικά. «Τα παιδιά τα μεγάλωνα μόνη μου, με τη βοήθεια των γονιών μου. Τους έλεγα πως θέλω να χωρίσω, αλλά προσπαθούσαν να με πείσουν πως έπρεπε να μείνω παντρεμένη, πως αυτό ήταν το σωστό. Οταν όμως το πήρα απόφαση και ζήτησα διαζύγιο ήταν μαζί μου, δίπλα μου, με στήριξαν».
Σήμερα, στα 56 της, ζει πλήρως ενταγμένη στην κοινωνία, μαζί με τη μητέρα της σε ένα διαμέρισμα στον Κορυδαλλό. «Δουλεύω ως καθαρίστρια και έτσι συντηρώ το σπίτι. Τα παιδιά μου έχουν κάνει τη δική τους ζωή, πλέον έχω και εγγόνια αλλά και δισέγγονα. Η κόρη μου πήρε δικό μας παιδί, Ρομά. Ο γιος μου όμως όχι».
«Εχω μάνατζερ τον εγγονό μου»

Η πατέρας της Μαρίας Πολύζου ήταν επαγγελματίας βιολιστής. «Επαιζε όμως για τους μπαλαμούς και όχι για τους Ρομά», διηγείται η Μαρία, που τον θυμάται να πρωτοστατεί σε γλέντια και πανηγύρια στους Σοφάδες Καρδίτσας όπου μεγάλωσε. Η ίδια, όπως λέει, είχε στο μυαλό της το τραγούδι και τον παρακαλούσε να την παίρνει μαζί του για να δοκιμάσει τις δυνατότητές της.
«Ημουν 12-13 ετών όταν ξεκίνησα να τραγουδάω. Ο πατέρας μου φυσικά έκανε και αγροτικές εργασίες πέρα από το βιολί. Μια μέρα με είχε πάρει μαζί του σ’ ένα χωριό και εκεί με πρωτοείδε ο άντρας μου. Ημουν ούτε 15 ετών όταν τον παντρεύτηκα. Αν και τον αγαπούσα, δεν ήθελα τον γάμο, είχε όμως τον τρόπο του και με τούμπαρε. Εναν χρόνο αργότερα απέκτησα την κόρη μου», αφηγείται.
Εμφανίζομαι ανά διαστήματα σε πίστες, κυρίως όμως σε γάμους. Δεν περνάει μέρα που δεν έχω πρόσκληση να εμφανιστώ κάπου. Ο άντρας μου δεν έχει κανένα πρόβλημα, αντιθέτως με καμαρώνει και με στηρίζει. Εχω και μάνατζερ, τον εγγονό μου.
Καθώς και η ίδια ήταν ακόμα παιδί, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τη μητρότητα και ζήτησε από τη δική της μητέρα να αναλάβει το βρέφος. «Την κόρη μου τη μεγάλωσε η μάνα μου, εγώ μπήκα ξανά στη ζωή της όταν ήταν πλέον 13 ετών. Στη συνέχεια απέκτησα και δύο γιους». Ξεκίνησε παράλληλα να τραγουδάει επαγγελματικά, όχι όμως τα «μπαλαμέικα» όπως τα αποκαλεί, αλλά αποκλειστικά τραγούδια για τους Ρομά. «Εμφανίζομαι ανά διαστήματα σε πίστες, κυρίως όμως σε γάμους. Δεν περνάει μέρα που δεν έχω πρόσκληση να εμφανιστώ κάπου. Ο άντρας μου δεν έχει κανένα πρόβλημα, αντιθέτως με καμαρώνει και με στηρίζει. Εχω και μάνατζερ, τον εγγονό μου!».


