Στην Ελλάδα, περίπου 6 στις 10 ψυχιατρικές νοσηλείες γίνονται χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς. Ο όρος «ακούσια νοσηλεία» περιγράφει την αναγκαστική εισαγωγή ενός ατόμου σε ψυχιατρική μονάδα, όταν υπάρχει ανεπαρκές θεραπευτικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πιθανότητα σωματικής βλάβης. Πρόκειται για ένα νομοθετικό εργαλείο που αποσκοπεί στην προστασία, αλλά πολύ συχνά λειτουργεί ως μορφή καταναγκασμού. Η διαδικασία, όπως εφαρμόζεται στη χώρα μας, εγείρει εδώ και χρόνια σοβαρά ερωτήματα για την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την αναλογικότητα του μέτρου, αλλά και για την ποιότητα της ψυχιατρικής φροντίδας που το συνοδεύει.
Η ακούσια νοσηλεία, δε, βασίζεται σε ελληνική πρωτοτυπία. Παγκοσμίως αυτό το αναγκαίο μέτρο εφαρμόζεται με διαφορετικούς τρόπους. Ωστόσο, σε πολλές χώρες της Ευρώπης υπάρχουν πολύ αυστηρότερα θεσμικά αντίβαρα και έμφαση σε εναλλακτικές παρεμβάσεις στην κοινότητα. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η προσφυγή στο μέτρο παραμένει εκτεταμένη. Η διαδικασία βασίζεται κατά κανόνα σε εισαγγελική παραγγελία μετά από αίτημα συνηθέστερα οικείων ατόμων, με δύο ιατρικές γνωματεύσεις, που συχνά συντάσσονται εντός λίγων λεπτών, χωρίς ουσιαστική επαφή με τον ασθενή. Πολλές φορές έχει επέλθει και καθυστέρηση 2-3 εικοσιτετραώρων μέχρι να ξεκινήσει η διαδικασία από τη μεριά του κράτους, αφού η Ελληνική Αστυνομία τοποθετεί τα εισαγγελικά αιτήματα σε χαμηλή προτεραιότητα. Ταυτόχρονα, η ακρόαση από το δικαστήριο που προβλέπεται εκ των υστέρων αποτελεί μάλλον τυπική παρά ουσιαστική εγγύηση.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο νομικό. Είναι βαθιά κοινωνικό και θεσμικό. Η έλλειψη υποστηρικτικών δομών ψυχικής υγείας στην κοινότητα –οι οποίες είναι απολύτως βοηθητικές στη γενικότερη διαχείριση πολλών ασθενών με ψυχική νόσο–, οι ελλείψεις προσωπικού στα δημόσια ψυχιατρεία και η καθυστέρηση στην ανάπτυξη υπηρεσιών πρόληψης οδηγούν συχνά στην ακούσια νοσηλεία ως «μονόδρομο». Επιπλέον, η κοινωνία αντιμετωπίζει ακόμα με φόβο και στίγμα την ψυχική ασθένεια, με αποτέλεσμα συχνά να αναζητείται η «απομάκρυνση» του πάσχοντος από το οικείο περιβάλλον, αντί για την ενίσχυση του υποστηρικτικού του πλαισίου.
Στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης, αρκετές χώρες όπως η Σουηδία και η Ολλανδία, επενδύουν σε Ομάδες Αμεσης Παρέμβασης: διεπιστημονικές ομάδες ψυχικής υγείας που επισκέπτονται το άτομο στο σπίτι ή στην κοινότητα, με σκοπό τη διαχείριση της κρίσης χωρίς νοσηλεία. Ετσι ενισχύεται η σχέση εμπιστοσύνης και μειώνεται το ψυχικό τραύμα της απομάκρυνσης.
Να σημειωθεί ότι έχουν γίνει προσπάθειες αναθεώρησης χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η τελευταία έλαβε χώρα το 2022, χωρίς όμως να έχει ακόμη εφαρμοστεί. Οπως και κατά τη θητεία μου ως ευρωβουλευτή, εργάστηκα συστηματικά για την ανάδειξη της ψυχικής υγείας σε ευρωπαϊκή προτεραιότητα: από την ένταξή της στο ευρωπαϊκό σχέδιο ανάκαμψης, μέχρι τις προτάσεις για ενίσχυση των εθνικών στρατηγικών και την ενσωμάτωση της φωνής των ασθενών στις πολιτικές αποφάσεις.
Η συγκυρία είναι κατάλληλη για ουσιαστική αλλαγή. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ψυχική υγεία μπαίνει όλο και πιο δυναμικά στην πολιτική ατζέντα. Στο περιθώριο της φετινής Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η ψυχική υγεία τέθηκε στο επίκεντρο σημαντικών παγκόσμιων πρωτοβουλιών, με έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη συμμετοχική φροντίδα.
Σε αυτή την αλλαγή, η Ελλάδα δε μπορεί να μένει αμέτοχη. Αντί για έναν μηχανισμό καταστολής, χρειάζεται ένα νέο, εξορθολογισμένο πλαίσιο για την ακούσια νοσηλεία, με αυστηρότερες προϋποθέσεις, εξωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου και ενίσχυση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην κοινότητα.
*Ο Στέλιος Κυμπουρόπουλος είναι ψυχίατρος, πρώην ευρωβουλευτής

