Η εικόνα που αντίκρισαν αστυνομικοί και υπάλληλοι των υγειονομικών και κτηνιατρικών υπηρεσιών ανοίγοντας την πόρτα μονοκατοικίας στην ανατολική Θεσσαλονίκη στα τέλη Μαΐου ήταν φρικτή: 116 σκύλοι και 37 γάτες ζούσαν στα δωμάτια, χωρίς πρόσβαση σε εξωτερικούς χώρους, υπό άθλιες συνθήκες. Περιττώματα παντού, σκουπίδια, βρώμικο νερό και σαπισμένες τροφές, κουτάβια και μωρά γατάκια μαζί με ηλικιωμένα ζώα, άρρωστα, ακόμη και ετοιμοθάνατα, μαζί με υγιή, κάποια αποστεωμένα από την πείνα. Η 53χρονη ιδιοκτήτρια του σπιτιού συνελήφθη βάσει της νομοθεσίας για την προστασία της ευζωίας των ζώων.
Συλλέκτες ζώων. Ή, για να μιλήσουμε με όρους ψυχιατρικής, άτομα με διαταραχή παρασυσσώρευσης (hoarding disorder), που έχει αντικείμενο τα ζώα. Οι πάσχοντες συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό ζώων σε κλειστούς χώρους χωρίς να είναι σε θέση να τα φροντίσουν επαρκώς. Αρνούνται να τα βγάλουν από τη «φυλακή» τους, ακόμη κι αν είναι απόλυτη ανάγκη να μεταφερθούν σε κτηνίατρο για να τους παρασχεθεί περίθαλψη. Συνδέονται συναισθηματικά μαζί τους, χωρίς όμως αυτή η «αγάπη» να συνεπάγεται την ασφάλεια και την ευζωία τους.
Ο ορισμός
«Η παρασυσσώρευση ζώων ανήκει στις ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές και συχνά σχετίζεται με άλλες ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη. Ο Γκάρι Πάτρονεκ, διευθυντής του κέντρου για τα ζώα και τη δημόσια πολιτική στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Tufts, την ορίζει ως την παθολογική ανθρώπινη συμπεριφορά που περιλαμβάνει την ψυχαναγκαστική ανάγκη απόκτησης και ελέγχου ζώων, σε συνδυασμό με την αδυναμία συνειδητοποίησης του πόνου τους», εξηγεί η κλινική ψυχολόγος και ζωοθεραπεύτρια Τατιάνα Γιομπαζολιά. «Υπολογίζεται ότι σε περίπου 1%-5% του πληθυσμού εκδηλώνεται η συγκεκριμένη διαταραχή· συχνότερα στις γυναίκες και εντονότερα στις ηλικίες 30-50 ετών, σύμφωνα με έρευνες, ενώ οι άνδρες την εμφανίζουν σε μεγαλύτερη ηλικία. Εχουμε να κάνουμε με μια σοβαρή ψυχιατρική κατάσταση. Το άτομο που πάσχει δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει την κρισιμότητα της κατάστασης, κακοποιώντας στην πραγματικότητα τα ζώα του και ταυτόχρονα προκαλώντας σημαντικές δυσκολίες στη δική του καθημερινή ζωή. Η αναγνώριση των συμπτωμάτων και η έγκαιρη παρέμβαση είναι κρίσιμη για την αποτροπή της επιδείνωσης. Οσο για τη θεραπεία; Απαιτεί συνδυασμό ψυχολογικής υποστήριξης και φαρμακευτικής αγωγής», τονίζει η κ. Γιομπαζολιά.
Οι εθελοντές στην προστασία ζώων έρχονται συχνά αντιμέτωποι με τέτοιες ακραίες καταστάσεις. «Το 2018, μια ηλικιωμένη κρατούσε σε σπίτι γεμάτο σκουπίδια στα Σπάτα περίπου 57 γάτες και σκύλους. Η γυναίκα διακομίστηκε σε δημόσια ψυχιατρική κλινική από όπου βγήκε τρεις μήνες μετά. Τα ζώα τα ανέλαβε ο δήμος, με τεράστια δυσκολία να τα διαχειριστεί, σε συνεργασία με το τοπικό φιλοζωικό σωματείο. Το 2021, στην Αθήνα, ζευγάρι ηλικιωμένων κρατούσε αιχμάλωτα δεκάδες ζώα. Επειδή είχαν εμμονή με τα κουτάβια και τα νεαρά γατάκια, όταν αυτά μεγάλωναν τα στοίβαζαν σε κλουβιά για πουλιά και δεν τα έβγαζαν ποτέ έξω», λέει στην «Κ» η Ελενα Δέδε, δικηγόρος και ιδρύτρια του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Dogs’ Voice. Και στις δύο περιπτώσεις οι Αρχές κινητοποιήθηκαν έπειτα από διαμαρτυρίες των γειτόνων για τη μυρωδιά. Στις δίκες οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν ότι η κοινωνία θα έπρεπε να τους ευγνωμονεί που τα ζώα δεν ήταν στον δρόμο και είχαν τροφή και αγάπη. Χωρίς να υπάρχει έκθεση ειδικού για την ψυχική τους κατάσταση καταδικάστηκαν για παθητική κακοποίηση και η ποινή τους είχε ανασταλτικό χαρακτήρα.
«Η αναγνώριση των συμπτωμάτων και η έγκαιρη παρέμβαση είναι κρίσιμη για την αποτροπή της επιδείνωσης. Οσο για τη θεραπεία; Απαιτεί συνδυασμό ψυχολογικής υποστήριξης και φαρμακευτικής αγωγής». Τατιάνα Γιομπαζολιά Κλινική ψυχολόγος, ζωοθεραπεύτρια
«Οι “συλλέκτες” συνήθως οδηγούνται σε ψυχιατρικές δομές για μικρά χρονικά διαστήματα και στη συνέχεια επιστρέφουν στη ζωή τους. Ακόμη και αν καταδικαστούν για παθητική κακοποίηση, λόγω της διαταραχής τους απαλλάσσονται από τον δόλο των πράξεών τους. Και επειδή σπάνια υπάρχει εποπτεία από τις κοινωνικές υπηρεσίες των πόλεών τους, τις περισσότερες φορές επαναλαμβάνουν το ίδιο μοτίβο με άλλα ζώα», συνεχίζει η Ελενα Δέδε. «Για την κοινωνία των πολιτών, δηλαδή τα φιλοζωικά σωματεία, η διαχείριση των ζώων που σώζονται από τέτοια κολαστήρια είναι τεράστια πρόκληση, αφενός γιατί τα ζώα είναι πολλά και σε κακή κατάσταση και αφετέρου γιατί απαιτούνται αρκετός χρόνος, χρήματα και φροντίδα για να συνέλθουν. Κι επειδή οι δήμοι που αναλαμβάνουν τα έξοδα αποτελούν εξαίρεση σε έναν κανόνα αδιαφορίας, το δυσβάσταχτο βάρος της παγίδευσης των ζώων, της απομάκρυνσής τους από το σπίτι και της φροντίδας τους το επωμίζονται οι εθελοντές. Εχω συμμετάσχει αρκετές φορές σε τέτοιες επιχειρήσεις· οι εικόνες, οι μυρωδιές, τα βλέμματα των ζώων με στοιχειώνουν ακόμη. Και, φυσικά, έπεται άλλος αγώνας: να βρεθούν οι υπεύθυνοι κηδεμόνες που θα αγαπήσουν αυτά τα ζώα και θα τα υποστηρίξουν υπομονετικά με θετική εκπαίδευση, ώστε να επουλώσουν τα τραύματά τους. Αν σε όλη αυτή την αλυσίδα κάτι δεν λειτουργήσει σωστά, βρισκόμαστε μπροστά σε αδιέξοδο…».
«Οι “συλλέκτες” συνήθως οδηγούνται σε ψυχιατρικές δομές για μικρά χρονικά διαστήματα. Επειδή σπάνια υπάρχει εποπτεία από τις κοινωνικές υπηρεσίες των πόλεών τους, τις περισσότερες φορές επαναλαμβάνουν το ίδιο μοτίβο με άλλα ζώα». Ελενα Δέδε, Δικηγόρος, ιδρύτρια Dogs’ Voice
Τεράστια εμπειρία σε περιστατικά παρασυσσώρευσης ζώων έχει και η Ελενα Αρβανίτη, δικηγόρος της Πανελλαδικής Φιλοζωικής και Περιβαλλοντικής Ομοσπονδίας. «Δύο είναι οι βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε. Η πρώτη αφορά την απροθυμία γειτόνων, συγγενών, φίλων να προβούν σε καταγγελία. Το επιχείρημα “γιατί να μπλέξω για μερικά ζώα;”, δυστυχώς κυριαρχεί ακόμη. Αν είμαστε τυχεροί –επειδή όλα συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες– η δυσωδία θα οδηγήσει στην αποκάλυψη. Ή το κλάμα των ζώων, όπως συνέβη πρόσφατα στην Πάτρα, με μια γυναίκα που άκουσε σπαρακτικές κραυγές σκύλων από ένα υπόγειο στο κέντρο της πόλης. Ομως, ακόμη και όταν φτάσει στο ακροατήριο μια τόσο ακραία παραβίαση των κανόνων ευζωίας των ζώων –έστω και με καλή πρόθεση–, κάποιοι “φιλόζωοι” θα βρεθούν –εκείνοι που εκμεταλλεύονται τέτοιους ανθρώπους και τους φορτώνουν και άλλα ζώα– που θα εμφανιστούν προς υπεράσπισή τους, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται και η κακοποίηση των ζώων και η παθολογική κατάσταση του “συλλέκτη”».
Είναι άσκηση ισορροπίας σε τέτοιες περιπτώσεις να δει κανείς όχι μόνο τα ζώα που υποφέρουν αλλά και τους ανθρώπους που πάσχουν. Στην πλειονότητά τους είναι μόνοι, αποκομμένοι από συγγενείς και φίλους και πιστεύουν ότι βοηθούν τα ζώα με τις πράξεις τους, δεν καταλαβαίνουν το κακό που προκαλούν. Αλλωστε ζουν και οι ίδιοι μέσα στις ακαθαρσίες, στα σκουπίδια και στη δυσωδία. Πώς, όμως, ξεχωρίζουμε τον φιλόζωο που ενδεχομένως έχει αρκετά ζώα στο σπίτι του από τον «συλλέκτη»; «Ο φιλόζωος μαζεύει αδέσποτα από τον δρόμο και, ακόμη κι αν δεν τα υιοθετήσει, τα φιλοξενεί για ένα διάστημα, ως ανάδοχος, με σκοπό να τα δώσει σε υπεύθυνους κηδεμόνες. Μέχρι τότε φροντίζει για την καλή κατάσταση της υγείας τους, τα κοινωνικοποιεί, δεν τα φυλακίζει σε κλουβιά και οι χώροι όπου αυτά διαμένουν είναι καθαροί. Ακόμη και αν έχει περισσότερα ζώα από όσα θα ήθελε ή μπορεί να φροντίσει, με προσωπικές θυσίες επιτυγχάνει τον στόχο της ευζωίας τους», διευκρινίζει η Ελενα Δέδε.
Οδηγός δράσης
Και ποια είναι η ενδεδειγμένη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει κανείς αν υποπτεύεται ή έχει στοιχεία για κάποιο τέτοιο περιστατικό; «Αρμόδια αρχή είναι η Ελληνική Αστυνομία. Οι πολίτες πρέπει να κάνουν έγγραφη καταγγελία στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους και αν έχουν τεκμηριωτικό υλικό να το καταθέσουν. Στη συνέχεια, αστυνομικοί θα μεταβούν στο συγκεκριμένο σπίτι. Δεν επαφίεται στην καλή τους διάθεση, είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν. Αν ο “συλλέκτης” ή η “συλλέκτρια” δεν τους επιτρέψουν την είσοδο, ώστε να διαπιστώσουν αν υπάρχει αδίκημα ή όχι, οι αστυνομικοί θα επιστρέψουν με εισαγγελέα και θα μπουν», τονίζει ο Νίκος Χρυσάκης, επικεφαλής της Ειδικής Γραμματείας Προστασίας Ζώων Συντροφιάς στο υπουργείο Εσωτερικών. «Ας έχουμε όλοι στο μυαλό μας ότι η παρασυσσώρευση ζώων είναι βαριά κακοποίηση. Επομένως, η σιωπή είναι συνενοχή»…

