Τι εθνικότητας είναι ο μπακλαβάς; Ελληνικός ή τουρκικός; Και ο γύρος; Το κεμπάπ; Ο μουσακάς; Ο καφές; Αυτούς τους «πολέμους» του γαστροεθνικισμού μελετά η Ιλάι Ρομαίν Ορς, από τη σκοπιά της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Τα μέτωπα πολλά. Το λουκούμι, η φέτα, το γιαούρτι, οι ντολμάδες, το τζατζίκι.
Oμως, όπως λέει η Ορς, «η ύπουλη ιστορία του μπακλαβά δείχνει πώς οι ταυτίσεις με διάφορες ιστορικές ομάδες μπορεί κάλλιστα να είναι τόσο λεπτές και διαπερατές όσο τα στρώματα αυτής της διαφιλονικούμενης λιχουδιάς». Η μελέτη της για τις πολυπλοκότητες του φαγητού στην Ελλάδα και στην Τουρκία έχει δείξει ότι δικαίωμα στον ανταγωνισμό δεν έχουν μόνον οι δύο γείτονες. Αραβες, Εβραίοι, Αρμένιοι και άλλοι που ζουν στις πρώην οθωμανικές περιοχές της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και του Καυκάσου χαρακτηρίζουν τον μπακλαβά ως εθνικό τους επιδόρπιο.

Πώς ξεκίνησε αυτό το ερευνητικό ταξίδι στα πιάτα, στις ιστορικές καταβολές τους και στη σχέση τους με τις εθνικές ταυτότητες; Η Ιλάι Ρομαίν Ορς πρωτοήρθε στην Αθήνα το 1997, νεαρή επιστήμονας από την Κωνσταντινούπολη με μεγάλο ενδιαφέρον για την πολυπολιτισμικότητα και τον κοσμοπολιτισμό ιστορικών πόλεων σαν τη δική της, τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξάνδρεια ή τη Σμύρνη.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πόλη. Από μικρή αισθανόταν έλξη για την ελληνική κουλτούρα. Ελληνική ρίζα δεν βρέθηκε στην οικογένεια, αλλά ο παππούς και ο προπάππους της από τη μεριά του πατέρα έζησαν στη Θεσσαλονίκη περίπου έως το 1917. Η μητέρα της έχει ρίζες στην Κρήτη, πάλι από την οθωμανική περίοδο. Η γιαγιά έφυγε από το νησί στις αρχές του 20ού αιώνα.
«Δεν φαίνεσαι!»
Τελειώνοντας τις σπουδές της κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, προτίμησε να αρχίσει τη μελέτη για τη Ρωμιοσύνη –την ελληνική ομογένεια της Πόλης– στην Αθήνα, αλλά τότε ακόμη ελάχιστοι Τούρκοι ζούσαν στην Ελλάδα. Η πιο συνηθισμένη αντίδραση όσων την πρωτογνώριζαν ήταν, «μα δεν φαίνεσαι καθόλου για Τουρκάλα!».
Ποτέ δεν αποδέχτηκε αυτή τη φράση, ακόμη κι αν λεγόταν από τον συνομιλητή «για καλό», επειδή ανέκαθεν πίστευε πως δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη εικόνα για τους Τούρκους στην οποία έπρεπε να μοιάζει. Τέτοιες παρατηρήσεις και κάποιες αναπάντεχες ερωτήσεις που απαιτούσαν να εξηγήσει, για παράδειγμα, γιατί τα τουρκικά στρατιωτικά αεροπλάνα παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο, αποτέλεσαν εκείνα τα χρόνια την κατάσταση που ονομάζει «η πρόκληση της αθηναϊκής μου καθημερινότητας».
Μνήμες από Ελλάδα – Εχω μια νοσταλγία κοσμοπολίτικη, όπως οι Ρωμιοί της Πόλης. Στο σπίτι μου πάντοτε κάποιος μαγείρευε μια συνταγή από την Ελλάδα. Ενα φαγητό ή ένα γλυκό. Αχ, εκείνη η τούρτα της θείας που μου θυμίζει τη Θεσσαλονίκη!
Από τότε η Ιλάι Ρομαίν Ορς έχει διανύσει μεγάλες αποστάσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τώρα μιλάει θαυμάσια ελληνικά, τα οποία σπούδασε στο πρόγραμμα ελληνομάθειας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ όπου έγινε διδάκτωρ Ανθρωπολογίας και Μεσανατολικών Σπουδών. Ζει πλέον στην Αθήνα με την οικογένειά της, εργάζεται εδώ, αλλά ταξιδεύει συχνά για επιστημονικούς λόγους και βεβαίως πηγαίνει τακτικά στην Πόλη. Από εκεί έφερε τον μπακλαβά που τώρα τρώμε, ενώ παράλληλα μιλάμε για εθνικές γαστρονομίες έχοντας δοκιμάσει δύο πολύ νόστιμα κομμάτια – το ένα με καρύδι, το άλλο με φιστίκι, ανάμεσα σε πολλά λεπτά και καλοβουτυρωμένα φύλλα.
Η χαλαρή, άνετη κουβέντα που έγινε με τον ιστορικό και καθηγητή Αλέξανδρο Κιτροέφ με θέμα τους γαστρονομικούς πολιτισμούς και τις ταυτότητες της διασποράς έλαβε χώρα στο The Demos Center – The American College of Greece στην Πλάκα και κατέληξε σε ένα κέρασμα, όπως συμβαίνει στις φιλικές συναντήσεις.
Το «Muhabbet», μια σειρά εκδηλώσεων με πρωτοβουλία της κ. Ορς και των ιστορικών Κατερίνας Μπούρα και Ηλία Κολοβού, που αποσκοπεί στη συνάθροιση όσων ενδιαφέρονται για την κοινή κοινωνική ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά της Ανατολικής Μεσογείου, έχει μόλις ολοκληρωθεί, το κοινό πίνει ένα ποτήρι κρασί με κάτι αλμυρό ενώ το γλυκό έχει γίνει ανάρπαστο.
Το γεγονός ότι το θέμα του μπακλαβά χρειάζεται έναν ασφαλή, «ουδέτερο» χώρο σαν τις διαλέξεις του «Muhabbet» για να αναλυθεί, δεν ήταν προφανές για μένα. Μέχρι τη στιγμή που προβλήθηκε στην οθόνη την ώρα της συζήτησης μια φωτογραφία, δημοσιευμένη σε τουρκική εφημερίδα.
Εδειχνε εκπροσώπους του Τουρκικού Εθνικού Συνδέσμου Μπακλαβά να ποζάρουν μπροστά σε ένα μεγάλο δίσκο, στον οποίο μια ποικιλία από μπακλαβάδες διαφορετικού χρώματος, με παραλλαγές στη χρήση κακάο, καρυδιού και φιστικιού σχημάτιζε σαν ψηφίδες το πορτρέτο του Οθωμανού σουλτάνου Μωάμεθ Β΄, του πορθητή της Κωνσταντινούπολης. Ηταν η τουρκική απάντηση στη διαμάχη για την εθνική ταυτότητα του μπακλαβά. Είναι ελληνικός, φερμένος από το Βυζάντιο, ή τουρκικός, μια παλατιανή συνταγή που έτρωγε ο σουλτάνος;
Οι κοινές γεύσεις μας – Το αρχιπέλαγος και οι ακτές του διαθέτουν τεράστια γαστρονομική ποικιλία πέρα από τα εθνικά σύνορα, ανεξαρτήτως θρησκείας και γλώσσας. Η αναγνώριση κοινών γεύσεων μπορεί να βοηθήσει τη φιλία να προχωρήσει.
«Στην Ελλάδα και στην Τουρκία, οι κουζίνες αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία στις διαδικασίες οικοδόμησης εθνών. Συχνά εμφανίζουν μορφές γαστροεθνικισμού και με αυτόν τον τρόπο μπαίνουν στον καθημερινό λόγο και διεκδικούνται στις πλατφόρμες των κοινωνικών δικτύων», εξηγεί η κ. Ορς. Η ίδια είναι μία από τους λίγους επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί τόσο διεξοδικά με τη σχέση φαγητού, έθνους και ταυτότητας στο Αιγαίο.
«Εχουμε το δικαίωμα να έχουμε το δικό μας φαγητό», είπε κάποτε ένας Τούρκος σεφ στην Ιλάι Ρομαίν Ορς. Και κάποιος Ελληνας, βλέποντας ένα τουριστικό φυλλάδιο που διαφήμιζε «τουρκικό παραδοσιακό πρωινό», αποτελούμενο από προϊόντα τα οποία ο ίδιος θεωρούσε ελληνικά, δήλωσε: «Μας κλέβουν το φαΐ μας!».
– Κουλτούρα και φαγητό πάνε μαζί. Γιατί αυτό ισχύει επίσης για το φαγητό και την πολιτική;
– Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ταυτιστούν με μια κληρονομιά. Νομίζω ότι το φαγητό μάς συνδέει με το πιο βασικό στοιχείο ταυτότητας που είναι η οικογένεια. Οι γεύσεις και οι συνταγές περνούν από γενιά σε γενιά πολύ πιο εύκολα σε σχέση με άλλα πολιτισμικά στοιχεία, όπως η γλώσσα για παράδειγμα. Μαγειρεύοντας όπως οι γιαγιάδες μας μιλάμε με τα παιδιά μας την προγονική «γλώσσα», που όμως δεν τα εμποδίζει να γίνουν μέρος της καινούργιας κοινωνίας στην οποία πρέπει να ζήσουν. Μπορούν ωστόσο να κρατήσουν αυτές τις μαγειρικές ως πολιτιστική κληρονομιά.
– Αρα το φαγητό αποτελεί σημαντικό μέρος της ταυτότητάς μας;
– Απολύτως, και μάλιστα όποιας ταυτότητας αναγνωρίζει ο καθένας για τον εαυτό του: εθνικής, θρησκευτικής, μιας ταυτότητας της διασποράς, δηλαδή μειονοτικής. Το μυαλό των φανταστικών κοινοτήτων μπορεί να έχει διαμορφωθεί από διάφορα στοιχεία, αλλά το μονοπάτι προς την καρδιά ανέκαθεν περνούσε από το στομάχι. Η δημιουργία μιας εθνικής κουζίνας αποτελεί μέρος της οικοδόμησης του έθνους. Περιλαμβάνει την επιλογή τοπικών συνταγών και τεχνικών μαγειρικής από όλες τις γωνιές κάθε νεοσύστατου έθνους-κράτους. Σε ένα σημαντικό άρθρο, ο ιστορικός Αρτζούν Απαντουράι (1988) μελετά τους τρόπους με τους οποίους η έννοια της ινδικής κουζίνας γεννήθηκε κατά τη μετααποικιακή περίοδο, μέσω της έκδοσης και κυκλοφορίας βιβλίων μαγειρικής με τοπικές συνταγές που μέχρι τότε μεταδίδονταν μόνο από στόμα σε στόμα. Τα βιβλία μαγειρικής δείχνουν πώς οι κουζίνες λειτουργούν για να επιβεβαιώσουν τις εθνικές γεωγραφίες.
– Αναρωτηθήκατε ποτέ σε ποιον ανήκει ο μπακλαβάς;
– Οχι, αλλά έχω αναρωτηθεί πολλές φορές γιατί τίθεται αυτή η ερώτηση. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει σωστή απάντηση: Ο,τι και αν πούμε, κάποιος άλλος θα το ανατρέψει και μάλιστα με επιχειρήματα – ιστορικά στοιχεία, έγγραφα ή προσωπικές αναμνήσεις. Το ερώτημα ωστόσο είναι απόρροια της διμερούς σκέψης που χαρακτηρίζει τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Οι εθνικές ταυτότητες σε επιλεγμένα πιάτα διαιωνίζουν ανταγωνιστικά στερεότυπα.
Είναι κάπως σαν να υποστηρίζεις την εθνική σου ομάδα ποδοσφαίρου: πάντοτε θα είναι καλύτερη από τον αντίπαλο. Η εθνική ιδιοκτησία τροφίμων και ποτών παρουσιάζει μια μορφή προκατάληψης που συγκρίνεται με την οπαδικότητα. Αυτά τα θέματα έχουν την πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική τους διάσταση, πλέον όμως διαθέτουν και μια σοβαρή οικονομική πλευρά, αφού συνδέονται με το διαρκώς αυξανόμενο τουριστικό ενδιαφέρον για τους τόπους και τους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου.
Πάντως, οι πόλεμοι του μπακλαβά έληξαν επισήμως στην Ευρωπαϊκή Ενωση υπέρ των Τούρκων το 2013, όταν η πόλη Αντέπ έλαβε το προνόμιο της χρήσης προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ) για τον μπακλαβά της, ένα γλυκό του ταψιού που στη γέμιση έχει μόνο φιστίκι.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι άλλες συνταγές έπαψαν να φτιάχνονται – με περισσότερο ή λιγότερο σιρόπι, με καρύδι, ακόμη και με κρέμα αμυγδάλου ή σοκολάτα. Εχω πάει στον Λίβανο και ο μπακλαβάς τους είναι απίθανος, αποκαλύπτοντας την ειρωνεία που ενυπάρχει στον εθνικιστικό ανταγωνισμό για το φαγητό.
– Αν η γαστρονομία μάς χωρίζει, μπορεί και να μας ενώσει;
– Απολύτως. Αντίθετα με τον συμβατικό εθνικισμό της περιοχής, προτείνω το «αιγαιακό όραμα» ενός διαπολιτισμικού θαλασσινού τόπου τόσο εντός όσο και πέρα από το πεδίο της μαγειρικής. Η κουζίνα του Αιγαίου δίνει την ευκαιρία να καταλάβουμε αυτό τον τρόπο σκέψης: το αρχιπέλαγος και οι ακτές του διαθέτουν τεράστια γαστρονομική ποικιλία πέρα από τα εθνικά σύνορα, ανεξαρτήτως θρησκείας και γλώσσας. Η αναγνώριση κοινών γεύσεων μπορεί να βοηθήσει τη φιλία να προχωρήσει – δεν μιλώ σε κρατικό επίπεδο, αλλά κυρίως μεταξύ των ανθρώπων.
– Εσείς νοσταλγείτε κάποιες γεύσεις από το πατρικό σας;
– Εχω μια νοσταλγία κοσμοπολίτικη, όπως οι Ρωμιοί της Πόλης, όπως όλοι όσοι έχουμε μεγαλώσει σε πόλεις που είναι οι ίδιες μεγάλες συμπεριληπτικές πατρίδες. Στο σπίτι μου πάντοτε κάποιος μαγείρευε μια συνταγή από την Ελλάδα. Ενα φαγητό ή ένα γλυκό. Αχ, εκείνη η τούρτα της θείας που μου θυμίζει τη Θεσσαλονίκη!
*Τις συζητήσεις του «Muhabbet» υποστηρίζουν το Ινστιτούτο Ελληνικού Πολιτισμού και Ελευθέριων Τεχνών του Αμερικανικού Κολλεγίου της Ελλάδος, το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών.

