Η Λ. έκανε συνεδρίες με τον συγκεκριμένο θεραπευτή μία φορά την εβδομάδα επί τέσσερα χρόνια, όταν μια μέρα, χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, της είπε ότι πρέπει να σταματήσουν. «”Είσαι σε πολύ καλό δρόμο” μου είπε, “μπορείς να τα καταφέρεις μόνη σου εκεί έξω”. Σάστισα, δεν ήξερα τι να πω. Θυμάμαι ακόμα ότι όταν βγήκα έξω στο πεζοδρόμιο ένιωθα σαν να έχω φάει μια κλωτσιά».
Οι απορίες που είχε διαλύθηκαν λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν, την ώρα που ήταν σε ένα γάμο με τον σύζυγο και το παιδί της, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν εκείνος. «Με ρώτησε αν θα ήθελα να τον συναντήσω έξω για ένα ποτό. Βρήκα μια δικαιολογία και έκλεισα το τηλέφωνο. Το επόμενο διάστημα συνέχισε τις προσπάθειες να βρεθούμε, μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησε. Πριν από λίγο καιρό τον συνάντησα έξω από ένα βιβλιοπωλείο. Εκανε ότι δεν με είδε».
Υπέρβαση των εσκαμμένων
Η ιδέα για αυτό το κείμενο ήρθε από ένα πρόσφατο ρεπορτάζ των New York Times, με τίτλο «Η θεραπεία είναι καλή. Αυτοί οι θεραπευτές όχι», που σταχυολογούσε εμπειρίες αναγνωστών. Από διακηρύξεις έρωτα –όπως η περίπτωση της Λ.– μέχρι ροχαλητά, θεραπεία πάνω στο ποδήλατο γυμναστικής και άλλες παραβιάσεις ορίων που εκτροχίασαν τη θεραπευτική σχέση. Ιστορία με ροχαλητά δεν έχουμε, πάντως ένας φίλος βάζει στοίχημα ότι ο θεραπευτής του κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε. «Εκεί που έβγαζα τα σώψυχά μου, έκλεισε τα μάτια. Στάνταρ τον πήρε για λίγο», λέει στην «Κ» ο Θ., ο οποίος έκανε καιρό να ξεπεράσει την ιδέα ότι είναι βαρετός – και αυτός και τα προβλήματά του. Προσωπικά, θυμάμαι δύο περιπτώσεις, τον ειδικό που είχα επισκεφθεί στην εφηβεία μου ο οποίος μου είπε «τι προβλήματα μπορεί να έχεις εσύ; Ομορφη είσαι» και μια ψυχοθεραπεύτρια στην ενήλικη ζωή μου, που την περίοδο των μνημονίων ήταν σίγουρα στην πάνω πλατεία.
Τετράποδη παρέα
Μια κοπέλα ανέφερε ότι ο σκύλος του θεραπευτή της ανέβαινε στα πόδια της την ώρα της συνεδρίας. Φοβόταν, αλλά δεν το έλεγε. Μια άλλη ότι το παιδί της ψυχολόγου τής χτυπούσε την πόρτα την ώρα της συνεδρίας, γιατί ήθελε βοήθεια με τα μαθήματά του. Ενας θεραπευτής ζήτησε από θεραπευόμενο που εργαζόταν σε γραφείο βουλευτή να του σβήσει μια κλήση, ενώ ένας άλλος έτρωγε δωρεάν μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα του σε εστιατόριο θεραπευομένου του κάθε Κυριακή. Μια θεραπεύτρια είχε ευγενικά ζητήσει από τη θεραπευόμενή της να περάσει από τον φούρνο να της φέρει κάτι να τσιμπήσει πριν ξεκινήσουν. Κάποιος μας μετέφερε ότι μια θεραπεύτρια είχε σηκώσει το κινητό της την ώρα της συνεδρίας χωρίς να είναι κάτι επείγον, ενώ μια φίλη ορκίζεται ότι ο θεραπευτής της κάτι άλλο διάβαζε στο κομπιούτερ την ώρα της ονλάιν συνεδρίας. Μια γυναίκα είχε σαστίσει όταν η θεραπεύτριά της άρχισε να της μιλάει με θαυμασμό για τον καλλιτέχνη πρώην άνδρα της. «Ηταν το διαζύγιό μας που με είχε φέρει στην ψυχοθεραπεία, αλλά αυτή σε λίγο θα μου ζήταγε να της φέρω αυτόγραφο!» λέει.
Και τους δύο συζύγους
Πολλές από τις ιστορίες τις αναφέρουν θεραπευόμενοι στους νέους τους θεραπευτές. Το «πάμε καμιά μέρα για ποτό» αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των ορίων, αλλά κάποιους δεν τους έχει σταματήσει. Απαγορευτικό είναι και να δέχεται ο ίδιος θεραπευτής κοντινούς φίλους, συγγενείς ή συζύγους, αλλά σε μια περίπτωση ένας θεραπευτής έβλεπε ταυτόχρονα και τους δύο συζύγους. Σε άλλη περίπτωση, ο θεραπευτής έψαξε τα σόσιαλ μίντια του θεραπευομένου του (και του το είπε). Ολοι συμφωνούν πάντως ότι το πιο συχνό φαινόμενο είναι όταν ο θεραπευτής αρχίζει να λέει τα δικά του προβλήματα στη συνεδρία και να κλαίνε θεραπευτής και θεραπευόμενος ο ένας στον ώμο του άλλου.
Ο θεραπευτής της Ε.Π., για παράδειγμα, συνήθιζε να «καθρεφτίζει» στα δικά της λεγόμενα δικές του εμπειρίες. «Οταν του μιλούσα για τον άνδρα μου, μου έλεγε ότι οι σχέσεις δεν κρατάνε, να μην περιμένω να κάνει αλλαγές. Αργότερα έμαθα ότι περνούσε ο ίδιος δύσκολο διαζύγιο με τη γυναίκα του», λέει η ίδια στην «Κ». Αργότερα άρχισε να της ζητάει συμβουλές επαγγελματικής φύσης. «Πάντα έλεγε “εσένα μπορώ να σε εμπιστευθώ, είσαι ξεχωριστή και ξέρω ότι δεν θα μπερδέψεις τη θεραπευτική σχέση με τη φιλική”». Μολονότι ποτέ δεν εκδήλωσε κάποια ερωτική επιθυμία, της έκανε συχνά κομπλιμέντα. «Ωραία τα κόκαλα στον λαιμό σου», «μα γιατί φοράς όλο ανδρικά ρούχα;», «πόσο χρόνων με κάνεις;». «Σε αυτό απαντούσα μικρότερη ηλικία, γιατί καταλάβαινα ότι ήθελε κομπλιμέντο. Οπως μου είπε, με αυτό ήθελε να πει ότι αν προσέχει κανείς τον εαυτό του μπορεί να μοιάζει νεότερος».
Η παγίδα
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο και συστημικό ψυχοθεραπευτή Πρόδρομο Ταράση, «οι θεραπευτές είναι εύκολο, αν δεν έχουν κάνει ψυχοθεραπεία και αν δεν έχουν επαρκή εποπτεία, να περάσουν δικές τους ανάγκες στους θεραπευομένους τους». Οπως υπογραμμίζει, είναι εύκολο να πέσει κανείς σε αυτή την παγίδα, «γιατί έχει πρόσβαση σε ανθρώπους που τον πιστεύουν, τον ακούν και αφήνονται και αυτό είναι μεγάλη ευθύνη αλλά και μια “ευκαιρία” για έναν αδούλευτο άνθρωπο να εκμεταλλευθεί». Ο κίνδυνος, φυσικά, για τον θεραπευόμενο είναι μεγάλος. «Ο θεραπευόμενος ακουμπά στον θεραπευτή ένα πολύ ευάλωτο και ενίοτε τραυματισμένο κομμάτι, δείχνοντας εμπιστοσύνη στον άνθρωπο αυτό. Υπάρχει ο κίνδυνος να τον επανατραυματίσουμε. Ο ρόλος του θεραπευτή είναι να δημιουργήσει εμπειρίες επανόρθωσης της ασφαλείας στις σχέσεις και μια επουλωτική εμπειρία. Πολλές είναι οι φορές, όμως, που αυτό που πλήγωσε τον θεραπευόμενο επαναλαμβάνεται και στη θεραπευτική σχέση. Επιπλέον, δημιουργείται στο άτομο η αίσθηση πως δεν μπορεί τελικά να πάρει βοήθεια από ειδικούς, ότι δεν μπορεί να τους εμπιστεύεται».
Ακόμη και αυτές οι εμπειρίες πάντως αποτελούν τροφή για σκέψη. «Οταν έρχεται κάποιος στο γραφείο και αναφέρεται σε μια προηγούμενη εμπειρία του με άλλον θεραπευτή, μαθαίνω πώς βλέπει τα πράγματα, τις αρχές και τις αξίες του, πώς χτίζει τις σχέσεις του», σημειώνει στην «Κ» η ψυχολόγος και συστημική ψυχοθεραπεύτρια Ιωάννα Γεωργοπούλου. Πάντα ρωτάει να μάθει περισσότερα. «Πώς το βίωσε, πώς τελικά ολοκλήρωσε τη σχέση με τον προηγούμενο θεραπευτή. Είναι σημαντικό. Η θεραπεία είναι το χτίσιμο μιας σχέσης, ένα ταίριασμα». Αν για παράδειγμα κάποιος υπομένει μια δυσάρεστη κατάσταση για καιρό σημαίνει ότι δυσκολεύεται να φεύγει. «Τα πάντα λένε κάτι για εμάς. Αν θυμώσω, για παράδειγμα, λέει κάτι για μένα, τι τον κάνω τον θυμό, πού αλλού προκύπτει, σε ποιες άλλες σχέσεις μου». Οταν αναφέρουν οι θεραπευόμενοι μια τέτοια εμπειρία, αναγνωρίζει ότι είναι η δική τους ερμηνεία, η δική τους οπτική στα πράγματα. «Είναι μια πτυχή. Αυτό που μου λέει είναι κάτι για μια σχέση της όπως θα μου έλεγε για τον μπαμπά της. Οπότε θέλω να το αξιολογήσω και να το αξιοποιήσω στη διεργασία και όχι να το κρίνω».

